Φυσικά και ήμουν άυπνος. Όποιος σου πει ότι το προηγούμενο βράδυ κοιμήθηκε σαν πουλάκι, θα δεις τη μύτη του να μεγαλώνει. Πριν μπεις στρατό, όσο κουλ και να δηλώνεις, όσα «δεν είναι τίποτα, θα περάσει γρήγορα» και να έχεις ακούσει από τους φίλους σου, είσαι αναστατωμένος και δεν υπάρχει περίπτωση να κάνεις ήσυχο ύπνο. Με περίπου τρεις ώρες ξεκούρασης, λοιπόν, ένα καφέ και ένα τσιγάρο της παρηγοριάς, ξεκίνησα για την Σπάρτη. Όσο πλησιάζα σε αυτή, τα κόκαλά μου έκαναν τα πρώτα τους παράπονα, λέγοντάς μου με ένα τρίξιμο που δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω ότι, «φίλε, εδώ έχει υγρασία και δεν θα περάσουμε καλά».
Ομίχλη, ψιλόβροχο και ένας χιονισμένος Ταΰγετος. Αυτές ήταν οι πρώτες εικόνες που αντίκρισα μόλις μπήκα και επίσημα στην τιμημένη πόλη της Λακωνίας. Ό,τι πρέπει δηλαδή για κάποιον που πάει εκδρομή. Μόνο που εμένα ξεκινούσε η θητεία μου, οπότε ήταν απλά μια σκατομέρα.
Μετά τους αποχαιρετισμούς, τα φιλιά, τις αγκαλιές και τα «θα έρθουμε στο πρώτο επισκεπτήριο», πήρα μια βαθιά ανάσα και πέρασα την πύλη του στρατοπέδου. Ήθελα απλά «να τελειώνω», δεν είχα όρεξη να το φιλοσοφήσω περαιτέρω. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να δώσω την ταυτότητά μου. Όχι, δεν στη δίνουν πίσω και αυτό είναι το πρώτο δυνατό χτύπημα που δέχεσαι. Ύστερα υπογράφεις κάτι χαρτιά (νομίζω, έχουν περάσει 5 χρόνια από τότε). Και κάπου εκεί, αρχίζει ένα μαγικό βαρετό το ταξίδι που θα το θυμάσαι σε όλη σου τη ζωή.
Το στρατόπεδο της Σπάρτης είναι από τα μεγαλύτερα της Ελλάδας και η πρώτη μετακίνησή μου σε αυτό έγινε με ένα μικρό λεωφορείο, Μπήκαμε λοιπόν με τις «σειρούλες» και κοιτούσαμε έξω από το παράθυρο με την περιέργεια ενός 5χρονου που ανακαλύπτει έναν νέο κόσμο. Η βροχή, εν τω μεταξύ, δυνάμωνε. Ξαφνικά ακούμε ένα αναφιλητό. Κάποιος λύγισε. Εντάξει, παιδιά, συμβαίνουν και αυτά. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, τα κλάματα που έβαλε ο τύπος μου έδωσαν δύναμη. Όχι, δεν είμαι περήφανος γι’ αυτό, αλλά η αλήθεια είναι ότι απελευθερώθηκα και σκέφτηκα ότι δεν τελικά δεν το είχα πάρει και τόσο άσχημα.
Ακολούθησε η γνωστή «ψαχτική» στα πράγματά μας και μετά από κάποιες ακόμα άσκοπες περιπλανήσεις, συζητήσεις, υπογραφές, έφτασε η ώρα να πάρουμε τα ρούχα μας, τα χακί που θα μας ντύνουν για τους υπόλοιπους μήνες. Εκεί ήταν που κατάλαβα για τα καλά ότι ο στρατός δεν μου ταιριάζει, αλλά είναι το ιδανικό μέρος για mindgames σε άτομα που νομίζουν ότι θα σε ψαρώσουν. Το παντελόνι μου ήταν αρκετά νούμερα μικρότερο, ζήτησα με σχεδόν ευγενικό τρόπο να μου δώσουν ένα άλλο και η απάντηση που πήρα ήταν «σε ποιον νομίζεις ότι μιλάς». Όλα αυτά γιατί είπα «δεν μου κάνει, θα μπορούσα να έχω ένα άλλο;».
Για τον ρουχισμό είναι υπεύθυνοι φαντάροι που είναι λίγους μήνες περισσότερους από σένα στον στρατό και για κάποιο λόγο, νομίζουν ότι οι περισσότερες μέρες τους δίνουν έξτρα βάρος στα γεννητικά του όργανα. Χωρίς να δώσω σημασία και με απόλυτη ψυχραιμία, ζήτησα με τον ίδιο τρόπο ένα άλλο το παντελόνι. Ο φαντάρος που έψαχνε «νεούδια» για να επιβληθεί ξενέρωσε, μου το έδωσε και έψαξε αλλού για θύματα. Πάει και αυτό.
Υπάρχει και η στιγμή που γδύνεσαι για να αποδείξεις ότι έχεις δύο όρχεις. Εντάξει, δεν κρατάει πολύ αλλά η αλήθεια είναι ότι πολλοί ένιωσαν άβολα με όλο αυτό. Μετά πήγαμε στο κτίριο που θα μας φιλοξενούσε για τις υπόλοιπες μέρες. Μας έδειξαν τα κρεβάτια μας και μας ανακοίνωσαν ότι θα κάναμε κάτι σαν συνέντευξη με τον διοικητή του λόχου μας. Άλλη μια καλή ευκαιρία για να εξασκήσεις τα skills σου, άλλη μια καλή ευκαιρία για να κλάψεις εσωτερικά και να σκεφτείς «τι κάνω εγώ εδώ πέρα και γιατί πρέπει να παριστάνω ότι με ενδιαφέρει αυτά που μου λένε;».
Το τουρ συνεχίστηκε στα μαγειρεία. Το πρώτο γεύμα μας ήταν κάτι καλό, ίσως πίτσα και αυτό για να μας καλοπιάσουν. Φυσικά είχε σαλάτα λάχανο και ένα πορτοκάλι. Κάπου εκεί άρχισαν οι πρώτοι να λύνονται και να κάνουν αστεία τόσο για την ποιότητα του φαγητού, όσο και για το στρατόπεδο γενικότερα. Το δύσκολο κομμάτι της πρώτης μέρας στο στρατό, σύμφωνα με τα όσα συζητήθηκαν στο φαγητό, ήταν αυτό του βραδινού ύπνου και αυτό γιατί είναι η πρώτη φορά που αποχωριζόμαστε το ζεστό μας κρεβατάκι. Μύθος. Στα πρώτα πέντε λεπτά άκουγες ροχαλητά στο θάλαμο. Λίγο η κούραση, λίγο η ανουσιότητα, λίγο η ανουσιότητα, λίγο η ανουσιότητα, λίγο η ανουσιότητα…
Προσπαθώντας να θυμηθώ με ακρίβεια την πρώτη μου μέρα στο στρατό, συνειδητοποίησα ότι έχω πολλά κενά. Είμαι σίγουρος ότι έχω ξεχάσει να αναφέρω σημαντικές(;) στιγμές και ναι, είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος γι’ αυτό. Δεν είμαι ειδικός, αλλά το μυστικό για να περάσουν εύκολα οι πρώτες δύσκολες μέρες, είναι να μην δίνεις σημασία. Αυτό το έμαθα στη θητεία μου και με ακολουθεί μέχρι και σήμερα.
Πλέον, όταν με ρωτούν για την πρώτη μου μέρα στο στρατό, τους λέω ότι ήταν για κλάματα και θυμάμαι τη «σειρούλα» που έκλαψε στο λεωφορείο. Ήταν η μοναδική ανθρώπινη στιγμή σε μία μέρα που χαρακτηρίζεται από τις αυτοματοποιημένες κινήσεις νέων ανθρώπων που σκέφτονται πόσο ανούσιο είναι όλο αυτό. Είναι τρομερό το πόση ανουσιότητα μπορεί να χωρέσει σε ένα 24ωρο.