Τα Everest, μαζί με La Pasteria και Evercat συγχωνεύονται από τη Goody’s. Την αξία της οποία μας υπενθύμισε πρόσφατα ο Ηλίας Μαμαλάκης. Τι είναι για εσάς τα Everest; Ίσως ένας καφές στο χέρι ή μια τυρόπιτα. Μήπως είναι ό,τι είναι και για εμάς; Εκείνο το ζεστό σάντουιτς, μετά από μεθύσι; Εκείνο το σάντουιτς που σε κάνει να ελπίζεις πως αύριο δεν θα ξυπνήσεις hangover; Μάλλον ναι, μάλλον και πολλά παραπάνω.

Τα Everest είναι εκείνη εγγυημένα ανοιχτή πόρτα για όλες τις λάθος ώρες, στα λάθος μέρη, για τους πιο σωστούς λόγους. Το σημείο που μπαίνεις μεθυσμένος και σίγουρος πως θα βάλεις αυγά στο σάντουιτς γιατί ξέρεις πως κάνουν πιο ήπια την επόμενη μέρα. Εκείνο το μέρος που μπαίνεις χαμένος, όταν είσαι σε μια περιοχή που δεν γνωρίζεις, για να νιώσεις λίγο σπίτι. «Αφού βρήκα Everest, όλα καλά». Και όντως είναι όλα καλά, γιατί συνήθως κάποιο ταξί είναι λίγο πιο κάτω και ο υπάλληλος έχει τις σωστές οδηγίες.

Αν το σκεφτείς, τα Everest είναι σαν το πλοίο προς το νησί: συναντάς τους πάντες. Τον γιάπη που έχει ακόμα Blackberry και ψάχνει μανιωδώς έναν εσπρέσο πριν το ραντεβού του. Την παρέα εφήβων που έφυγε από το φροντιστήριο με δεδομένο ότι πριν γυρίσουν σπίτι, θα κάτσουν λίγο να τα πουν. Τα party animals που προτίμησαν ένα μεθυσμένο σάντουιτς, από κάποιο «διάσημο» βρώμικο. Το ζευγάρι ηλικιωμένων που μένει λίγο πιο πάνω και αράζει στα τραπέζια του με εφημερίδα και διάθεση για παρατήρηση αγνώστων. Τον οδηγό ταξί από την πιάτσα λίγο πιο έξω, που μπορεί να μην το ξέρει, αλλά πλέον με τον υπάλληλο των Everest είναι σχεδόν κολλητός, με αυτή την οικειότητα που φέρνει η πολύωρη τριβή, χωρίς να σε ρωτήσει. Στα Everest βλέπεις τους πάντες, σε κάθε τους εκδοχή, για κάποιο λόγο χωρίς ντροπές και επιφάσεις.

Την τελευταία φορά που πήγα στα Everest ο εργαζόμενος που είχε βραδινή βάρδια προσφέρθηκε να μου κάνει παρέα μέχρι να φάω. Φαίνεται είχε όρεξη για ένα διάλειμμα. Μου μίλησε για όλα τα παράξενα πράγματα που έχει δει τα τελευταία 12 χρόνια που δουλεύει εκεί. Τα ζευγάρια που έλυναν διαφορές, ζήλιες και παράπονα στα τραπέζια του. Τους αγενείς πελάτες. Τους οδηγούς νταλίκας που του μιλούσαν για το ταξίδι τους, μέχρι να ετοιμαστεί ο -ομολογουμένως βαρύς- καφές τους και ζήλευε μέσα στη στασιμότητα πίσω από την ταμειακή μηχανή και μπροστά από τη μηχανή του καφέ. Αν ήξερα τότε, τον Ιούλιο, για τη συγχώνευση, θα καθόμουν κι άλλο, θα ήθελα να ξέρω την παραμικρή ιστορία που έχει πάρει σάρκα και οστά μέσα στα παράλληλα σύμπαντα που ξεκινούν σε κάθε περιοχή, σε κάθε πόλη, από την πόρτα των Everest.

Να έχουμε να θυμόμαστε, σε λίγα χρόνια, πως κάθε βραδινό σάντουιτς, κάθε καφές, ήταν σε ένα σνικ πικ από ένα κατάστρωμα, στη μέση ενός αέναα παράξενου, αλλά για κάποιο λόγο γοητευτικού Αυγούστου.