Περίπου πέντε χρόνια μετά την κινηματογραφική του προβολή, το «Τελευταίο Σημείωμα» συνεχίζει να παραδίδει μαθήματα ζωής και ιστορίας. Μετάφραση: θα κλαίμε πάλι μπροστά στην οθόνη, απλώς αυτή τη φορά ιδιωτικά, στο σαλόνι μας, με την ίδια ένταση και τον ίδιο κόμπο στο στομάχι. Θα την έχουμε ακόμα μια φορά πατήσει με το ταλέντο του Παντελή Βούλγαρη να μας προκαλεί μια συγκίνηση ωμή, σχεδόν άγρια. 

Στην ταινία, ο Ανδρέας Κωνσταντίνου υποδύεται τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, έναν Κρητικό μικρασιατικής καταγωγής, αγωνιστή του λαϊκού κινήματος, ο οποίος ήταν κρατούμενος σε εξορίες και φυλακές από το 1936 ως το 1944. Την περίοδο φυλάκισής τους στο Χαϊδάρι, ο 34χρονος εκτελούσε χρέη διερμηνέα για τον Γερμανό διοικητή Καρκ Φίσερ (Αντρέ Χένικε). Από τα μάτια του Σουκατζίδη και μέσα από το πρίσμα του Παντελή Βούλγαρη βλέπουμε όλη τη φρίκη της γερμανικής κατοχής, των φρικτών βασανιστηρίων, την ιστορία αγάπης του με τη Χαρά Λιουδάκη (Μελία Κρέιλινγκ), που με βαθιά αγάπη στεκόταν δίπλα του, όσο τις επέτρεπαν οι ολιγόλεπτες συναντήσεις τους στα επισκεπτήρια, πάντα υπό την επιτήρηση ενόπλων φρουρών.

«Όταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτέ», έγραφε ένα από τα δεκάδες σημειώματα που βρέθηκαν σκορπισμένα μετά την εκτέλεση 200 κομμουνιστών στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Μια εκτέλεση με την οποία τελειώνει η ταινία, καταφέρνοντας τόσα χρόνια μετά όχι μόνο να αποτελέσει έμπνευση για την κινηματογραφική τέχνη, αλλά και να συγκινήσει κάθε θεατή, που είτε γνωρίζοντας, είτε όχι, αποφάσισε να παρακολουθήσει αυτή την ταινία. «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος», έγραφε το σημείωμα του γεωπόνου από τα Χανιά, Νίκου Μαριακάκη. «Αγαπημένοι μου, ο θάνατός μου δεν θα πρέπει να σας λυπήσει, αλλά να σας ατσαλώσει πιο πολύ για την πάλη που γίνεται», εκείνο του Μήτσου Ρεμπούτσικα. «Πρωτομαγιά. Γεια σας, όλοι πάμε στη μάχη», του δασκάλου από την Ήπειρο, Κώστα Τσίρκα και «Πατέρα, με πηγαίνουν στην Καισαριανή για εκτέλεση με άλλους επτά κρατούμενους. Μη λυπάστε. Πεθαίνω για τη Λευτεριά και την Πατρίδα», έγραφε το σημείωμα του 14χρονου μόλις Ανδρέα Λυκουρίνου από την Καλλιθέα. 

Το θέμα δεν είναι η ιστορία. Το θέμα είναι πως αυτή η ταινία αποτελεί μια απόπειρα αφήγησής της, χωρίς ακραίο ηρωισμό ή υπεράνθρωπη «μάσκα» φορεμένη στους 200. Οι άνθρωποι αυτοί απεικονίζονται ως κανονικοί άνθρωποι, όπως εσείς και εμείς. Άνθρωποι γενναίοι, που έχουν κάθε δικαίωμα να λιποψυχήσουν για λίγο. Και το κάνουν. Άνθρωποι που μπορούν να αμφισβητήσουν και τους άλλους και τους ίδιους, άνθρωποι που υποφέρουν, λαχταρούν, θέλουν, ερωτεύονται. Άνθρωποι που αγαπούν τόσο πολύ τη ζωή, που στο τέλος πεθαίνουν για αυτή. Χωρίς εκπτώσεις.

Την Πρωτομαγιά του 1944, ο Ναπολέων έρχεται μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα: να αποφύγει την εκτέλεση, προτείνοντας έναν άλλο συγκρατούμενό του, ώστε να καλύψει τη θέση του ως μελλοθάνατο. Σε μια εποχή που έχουμε αρχίσει να επαναπροσδιορίζουμε το τι σημαίνει ένστικτο επιβίωσης, σε μια εποχή που η βία φορά και πάλι στολές και έρχεται προς το μέρος μας, η απόφαση του Σουκατζίδη ας γίνει λίγη τροφή για σκέψη, απέναντι σε ένστικτα και βολέματα. Μεταφορικά και αλληγορικά, όπως όμορφα μας περνάει τα μηνύματα και τις εφαρμογές τους ο αληθινά καλός κινηματογράφος. 

Σκηνοθεσία: Παντελής Βούλγαρης
Σενάριο: Παντελής Βούλγαρης, Ιωάννα Καρυστιάνη
Ηθοποιοί: Ανδρέας Κωνσταντίνου, Αντρέ Χένικε, Μελία Κρέιλινγκ, Τάσος Δήμας, Αινείας Τσαμάτης, Βασίλης Κουκαλάνι, Λουκάς Κυριαζής