Πριν λίγο καιρό, ο Κωνσταντίνος Δέδες, του απέναντι γραφείου, έγραφε το κείμενο που θα μας έκανε να μη μιλιόμαστε μέχρι και σήμερα. “Ήταν ποτέ αστείο το Κωνσταντίνου και Ελένης;” αναρωτιόταν ο -μέχρι ένα λεπτο πριν τη δημοσίευση- συμπαθέστατος συνάδελφος. Ήλπιζα σε κάποιο λάθος στην πληκτρολόγηση. Ίσως ήθελε να γράψει αν σταμάτησε ποτέ να είναι αστείο. Στην πραγματικότητα, ο Κωνσταντίνος είχε γράψει αυτό που πίστευε. Πως το “Κωσνταντίνου και Ελένης” ποτέ δεν υπήρξε αστείο και πως όσοι το βλέπουμε μέχρι σήμερα και έχουμε φτάσει σε ένα σημείο να συνεννοούμαστε με ατάκες του, σε τραπέζια που έχουν φιλοξενήσει από καφέ μέχρι τρεις γύρες ποτά, είμαστε ακατανόητοι. Ποιος θα του πει πως δεν έχει καταλάβει τίποτα; Εγώ. Ας είναι. 

Πριν λίγο ένα τεστ για το πόσες ατάκες του Κωνσταντίνου και Ελένης θυμάμαι, μου απέδειξε πως τα μεσημέρια μου, για πολλά χρόνια, είχαν σάουντρακ το spaña cañí του Pascual Maruina Narro. Όχι, δεν θα το πιάσουμε από τις τάξεις του Δημοτικού, οπότε και είδα για πρώτη φορά το πρώτο μου επεισόδιο (έβερ) της σειράς. Όχι γιατί τότε δεν μου άρεσε. Αντιθέτως, με θυμάμαι να περιμένω πώς και πώς να δω το καινούργιο επεισόδιο κάθε εβδομάδα. Απλώς όταν είδα τη σειρά (και την ξαναείδα και την ξαναείδα) ως ενήλικη, κατάλαβα να πιάσω τα αστεία, να δω πόσα πράγματα δεν είχα καταλάβει και άλλα τόσα με τα οποία δεν είχα ταυτιστεί. Γιατί, παιδιά, στο Δημοτικό, δεν χρειάστηκε να πω “ωραία τα παπουτσάκια σου, Πέγκυ μου”, σε κάποια φίλη που έκανε μια ερώτηση, την απάντηση στην οποία δεν ήταν καθόλου έτοιμη να ακούσει. Ούτε “εμείς, μωρή Πέγκη, γιατί δεν έχουμε διαπρέψει σε κανέναν τομέα;” σαν χιουμοριστικό, και καλά αυτοσαρκαστικό σχόλιο, σε άνθρωπο που φλέξαρε την προαγωγή του όταν εγώ ακόμα δυσκολευόμουν να διαβάσω για δεύτερη φορά το “Δίκαιο της Θάλασσας”, ξεχωρίζοντας αιγιαλίτιδα ζώνη και ΑΟΖ. 

Τα μεσημέρια που αφιέρωσα στο Κωνσταντίνου και Ελένης μετέτρεψαν το “αγκαλιάστε τη, φιλήστε τη και πείτε της πως είναι τοπικός” σε απάντηση-ημεριμιστικό σε φίλους μετά από έναν σεισμό, πακέτο με meme του Κατακουζηνού με το τρομπόνι του για παν ενδεχόμενο. Η νοσοκόμα από το επεισόδιο στο νοσοκομείο, που είναι “έτοιμη για το ερωτικό γιουρούσι” είναι σημείο ταύτισης για όλες εκείνες τις ημέρες που νιώθουμε έτοιμες να φλερτάρουμε και με τα πόμολα, και σιγά και μη νιώσουμε άσχημα για αυτό. Η σκηνή με τον από το πουθενά χαρτοπαίκτη Κατακουζηνό, να τσιρίζει “ΤΙ ΚΑΝΕΙ Η ΘΕΙΑ ΣΟΥ Η ΦΙΟΝΑ;” στον Μάνθο, είναι η πιο κατάλληλη απόκριση σε εκείνον τον φίλο που σε έχει στριμώξει, αλλά δεν έχεις πολλά ράματα για τη γούνα του. Γιατί, πρακτικά, αυτό είναι η φιλία σε ένα κομμάτι της: το δικαίωμα που δεν έχεις να κριτικάρεις τον άλλο, γιατί εσύ έχεις κάνει χειρότερα και το ξέρετε και η δυο. Μια συμφωνία λαθών, ξεφτιλισμάτων και στιγμών που απολέσατε αξιοπρέπεια. 

Το Κωνσταντίνου και Ελένης ήταν πάντα αστείο, απλώς χρειάστηκε να το δεις ξανά και ξανά, για να καταλάβεις τα μηνύματα, τους συσχετισμούς, τις αστείες ατάκες, τα κρυμμένα μηνύματα. Για να πεις “χλέμπουρα” και “λολότα” ένα ζευγάρι φίλων που μια μέρα αποφάσισαν να ντυθούν πιο λαμέ από ποτέ (μπράβο τους) και για να κάνεις αστειάκι με τον ερωτευμένο εαυτό σου, δηλώνοντας “συνοδεύομαι” σαν άλλη Ματίνα Μανταρινάκη. Αν και το “με είδατε; Σας ευχαριστώ που με είδατε” είναι ίσως μια πιο relatable ατάκα, μιας και οι φορές που ερωτευτήκαμε από το 2019 και μετά είναι πολύ λιγότερες από εκείνες που νιώθαμε πως είμαστε αόρατες, κακοντυμένες και κακοχτενισμένες.

Ας λήξουμε αυτό το κείμενο με την παραδοχή πως τώρα πια, στην καθόλου διαχειρίσιμη ενήλικη ζωή μας, το Κωνσταντίνου και Ελένης δεν είναι τόσο μεσημεριανη συνήθεια, αλλά βραδινή. Πατάμε play στο YouTube το βράδυ πριν τον ύπνο και το αφήνουμε στην αυτόματη αναπαραγωγή μέχρι να μας πάρει ο ύπνος. Στον Δέδε λέω να σταματήσω τα μουτράκια. Τη Δευτέρα λέω να του πω “γειαααααααα” ελπίζοντας βαθειά μέσα μου πως η σκηνή θα εξελιχθεί κάπως έτσι: 

Μάλλον δεν θα πάει καλά αυτό.