Όταν η ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη κυκλοφόρησε το μακρινό πια 2000, πέρασε στα ψιλά. Σταδιακά, και με τη βοήθεια της τεχνολογίας, τα Φτηνά Τσιγάρα απέκτησαν μια ανεξήγητη δυναμική και το φιλμ καθιερώθηκε στη συνείδηση του κόσμου, Αθηναίων και μη, ως η απόλυτη καλοκαιρινή ταινία. Αν το θέλετε, όμως, ακόμα και ο χειμώνας γίνται καλοκαίρι. 

Πλέον, θεωρείται δεδομένο ότι στα θερινά σινεμά της πρωτεύουσας, θα ακούσεις το εκπληκτικό soundtrack του Παναγιώτη Καλατζόπουλου, τους μονολόγους του πρωταγωνιστή και τις ερωτήσεις της Άννας Μαρίας Παπαχαραλάμπους. Για να το θέσουμε διαφορετικά: δεν υπάρχει Αύγουστος χωρίς Φτηνά Τσιγάρα.

Η άδεια Αθήνα, ο βουβός της ήχος, τα κίτρινα φώτα της και οι στοές της, εκτιμήθηκαν. Ο μποέμ, άφραγκος τύπος που το μόνο που κάνει είναι να πίνει καφέ, να καπνίζει και να μεταφέρει ιστορίες, απενοχοποιήθηκε και οι καλοκαιρινοί έρωτες που βράζουν κάτω από το θόλο της Αθήνας, μάθαμε ότι τελικά υπάρχουν, αρκεί να κάνουμε μια βόλτα στο κέντρο της, τη στιγμή που τα λιγοστά ταξί περιμένουν να ανάψει πράσινο για να συνεχίσουν την πορεία τους.

Τι κρατάμε από τα Φτηνά Τσιγάρα; Την αισθητική, τη μουσική, τους cult χαρακτήρες, την αυθεντικότητα, τα χρυσόψαρα και φυσικά τη συνεχή και παρ’όλα αυτά υπέροχη καταβύθιση σε ό,τι απασχολούσε τον Ρένο Χαραλαμπίδη εκείνη την εποχή. Α, ναι, κρατάμε και τις ατάκες, τις ατάκες που μας σημάδεψαν και μας κάνουν να πατάμε το play ξανά και ξανά τους θερινούς μήνες. Ακολουθούν μερικές από αυτές.

-Θα ‘θελα τόσο πολύ να σε εντυπωσιάσω. Η μοναδική μας νύχτα ήταν ξαφνική και σύντομη σαν μια μπόρα ούτε που πρόλαβα να αρχίσω. Ούτε που πρόλαβα να σου πω την μοναδική μου ιδιότητα. Είμαι συλλέκτης, μαζεύω το πιο σκληρό και άγριο πράγμα του κόσμου: στιγμές.

Όταν έχω αυτό το ξαφνικό πόθο να πετάξω, και δεν έχω πού να πετάξω, κρύβομαι στην συλλογή μου γεμάτη καφέδες, μποξέρ, χορευτές, τυχαία αγγίγματα, βρισιές, τρυφερούς παρανόμους, στοές, συναντήσεις, κραυγές , σιωπές, χωρισμούς , λόγια, λόγια, λόγια…

Έτσι και αλλιώς τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά. Η ζωή ξέρει και εγώ την εμπιστεύομαι. Είμαι από αυτούς που πάντα κάπνιζαν φθηνά τσιγάρα.

-Το δικό σου όνειρο;
-Για απόψε, είσαι εσύ.

-Αγαπώ τα καφέ όπως άλλοι αγαπούν τα ταξίδια. Μια βαριά βιομηχανία χαμένου χρόνου, ένα απόλυτο μυστήριο: η τέχνη του να επιτρέπεις στον καιρό να κυλάει και να μην αφήνει πάνω σου σημάδια. Μια ευγενική πράξη απέναντι στον εαυτό σου και γιατί όχι, απέναντι στην ανθρωπότητα.

-Κλείνω τα μάτια και μέσα από το πλήθος έρχεται μια θάλασσα. Μέσα από τη θάλασσα έρχονται τα φτερουγίσματα των πουλιών. Μέσα απ’ τα φτερουγίσματα, θα ‘ρθεις εσύ…

-Με ενοχλεί να ακούω το “Σ’αγαπώ”, ξέρεις, είναι πολύ ύπουλο, κρύβει μια ερώτηση, το “Μ’αγαπάς;” Ο άλλος λέει σ’αγαπώ για να σου ζητήσει λογαριασμό, για να του πεις και εσύ αν τον αγαπάς, είναι πολύ ύπουλο.

-Πίνεις αλκοόλ για να ξεχάσεις και καφέ για να θυμηθείς. Το μπαρ. Το μπαρ είναι η ψυχολογική τουαλέτα. σου πετάνε τα μπουκάλια και τα ποτήρια επάνω, να ζαλιστείς και να ξεχάσεις πιο εύκολα τα υπαρξιακά σου. ενώ το καφέ, το καφέ είναι ο καθρέπτης πάνω από το νιπτήρα κάθε πρωί ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών.

-Ναι;
-Ναι, γεια.
Α, 2030.Έχεις οικογένεια, παιδιά, ένα σύζυγο, λεφτά και τυχαία περνάς απ’ το συγκεκριμένο καρτοτηλέφωνο και σκέφτεσαι πως εκείνος ο άντρας που του είπες “όχι”, ίσως ήταν ο άντρας της ζωής σου. Άσε με να αποδείξω ότι δεν είμαι ο άντρας της ζωής σου. Μη μου κλείσεις το τηλέφωνο.
-Πρέπει να κλείσω.

-Κάθε πρωί σκέφτομαι ότι αυτή είναι η πρώτη μέρα της επόμενης ζωής μου. Είναι άλλη μια μέρα που θα προσπαθήσω να μην κάνω τίποτα. Κι είναι το μόνο πράγμα που ξέρω να κάνω πολύ καλά. Αυτό μου δίνει την επιστημονική ιδιότητα του ερευνητή του χαμένου χρόνου. Εντάξει, δεν είναι λογικό, αλλά τουλάχιστον είναι αισιόδοξο.

-Δε μπορεί, με κάτι θα ασχολείσαι κι εσύ.
-Είμαι, ε… Είμαι ειδικός περί των γενικών. Καλλιτέχνης…

-Ναι ρε, αθλούμαι.