Χέρια που κάνουν γρήγορες, βίαιες κινήσεις, ευτυχώς στον αέρα, αλλά ας μη γελιόμαστε, σε εσένα τις κάνουν. “Από εδώ”, “πάμε, πάμε” ακούγονται, και εσύ έχεις μόλις περάσει τη μπουκαπόρτα του πλοίου, αναρωτιέσαι αν τα λάστιχά σου θα την παλέψουν, αν οι θόρυβοι που ακούγονται από το αμάξι σου είναι φυσιολογικοί ή αν θα μείνεις εκεί στη μέση, με μια σειρά από χειρότερα σενάρια για να έχεις να παίζεις: 1. θα ακυρωθούν οι διακοπές σου, γιατί το σύμπαν σου επεφύλασσε έκτακτη επίσκεψη στο συνεργείο, 2. να καθυστερήσεις ολόκληρο πλοίο, μαζί με τους ανυπόμονους για ταξίδι συνεπιβάτες σου και συνοδοιπόρους σου στο σύμπαν του γκαράζ γιατί αποφάσισε να κλατάρει επιτόπου το ταλαίπωρο αυτοκίνητό σου και 3. το χειρότερο. Ο παρκαδόρος του πλοίου θα σου φωνάζει, στη δική του μαγική γλώσσα να προχωρήσεις, να κάνεις οπισθογωνία, αδιαφορώντας για σιδερένιες κολώνες και αδιέξοδα και να παρκάρεις, παίζοντας τέτρις με αυτοκίνητα. Εσύ όλα αυτά θα τα βλέπεις σε slow motion.
Δεν θα σου πω ψέματα. Οι παρκαδόροι στα πλοία μου προκαλούν ένα άγχος με ρίζες στην άβολη μαθητική περίοδο. Εκείνο το στρες του ενδεχομένου να με σηκώσει ο καθηγητής στον πίνακα να λύσω μια εξίσωση, χωρίς να έχω το θάρρος να του πως ότι εγώ και τα μαθηματικά χωρίσαμε κάπου στην πρώτη γυμνασίου. Και να σου πω και κάτι; Ούτε και με το τέτρις δεν ασχολήθηκα ποτέ. Όσο για την οδήγηση, πλάκα έχει, αρκεί να μη μοιράσω κανένα ανεπιθύμητο “φιλί” παρκάροντας. Όλα αυτά δεν έχουν καμία σημασία όταν το πλοίο έφτασε με καθυστέρηση στη Μήλο, για να μαζέψει μερικά μισοξενερωμένα πλάσματα που επιστρέφουν στον Πειραιά, τη στιγμή που άλλα τόσα μισοξενερωμένα πλάσματα το περιμένουν στη Σίφνο και στη Σέριφο. Οι παρκαδόροι έχουν στο νου τους πως το πλοίο πρέπει να μειώσει τον χρόνο καθυστέρησης, να σπάσει το σερί της αργοπορίας πάσει θυσία. Μερικοί άτυχοι θα χορέψουν στον ρυθμό της παντομίμας τους και των φωνών τους με το πλοίο να βρίσκεται εν κινήσει. Τρου στόρι.
Αν κάτι έχω μάθει στη ζωή μου, είναι πως η εκτεταμένη ένταση σε έναν χώρο, δεν συμβαίνει από χόμπι. Αίτιο-αιτιατό. Το να πρέπει να βολέψεις όλα τα αυτοκίνητα σε ένα γκαράζ, δεν είναι εύκολη δουλειά. Ειδικά αν δεν έχεις την πολυτέλεια του χρόνου. Στην τελική, ήδη στο κατάστρωμα ακούγονται τα πρώτα απηυδισμένα “ακόμα να ξεκινήσει”. Δεν είναι δυο-τρία τα πλοία στα οποία οι παρκαδόροι, αυτοί οι γκουρού της γεωμετρίας, έχουν ένταση, δυνατές φωνές και μπράτσα από τις γρήγορες κινήσεις των χεριών. Υπάρχει λόγος για αυτό, αλλά και εγώ πρέπει να συντονίσω τη συνθήκη. Βασικά, πρέπει να παρκάρω. Πρέπει να κερδίσω το “εμένα θα κοιτάς” που μου αναλογεί. Ναι, το “εμένα θα κοιτάς” είναι ο όρκος εμπιστοσύνης που δίνει ο οδηγός με τον παρκαδόρο του πλοίου και διαρκεί κάπου στα 60 δευτερόλεπτα. Το κόλπο για να κερδίσω το “εμένα θα κοιτάς” που μου αξίζει δεν είναι ούτε το να πανικοβληθώ ούτε να κοιτάζω το τιμόνι σαν να είναι το κουμπί κάποιου βαλλιστικού πυραύλου. Το κλειδί είναι στην επικοινωνία με τον παρκαδόρο μου. Ήρωά μου, εσένα θα κοιτάω, αλλά πρέπει να συνδεθούμε σε ένα ανώτερο πνευματικό επίπεδο.
“Αχ σας παρακαλώ, μη μου φωνάζετε, αγχνώνομαι”, του λέω. Δεν είναι ψέμα, το μοίρασμα ενός συναισθήματος είναι το χρυσό κλειδί μιας βαθειάς επικοινωνίας. Ο παρκαδόρος γελάει. Συνδεθήκαμε. Μετά από τρία πνιξίματα φωνής, γιατί το γεγονός ότι συνδεθήκαμε, δεν σημαίνει πως έπαψα να τον εκνευρίζω, με βολεύει ανάμεσα σε ένα τζιπ και ένα διθέσιο, μικρό αμάξι. Πριν αναλάβει τον επόμενο, των ρωτάω αν έχω να ανοίξω την πόρτα του οδηγού, γιατί αυτή του συνοδηγού δεν έχει πόμολο και θα κλειστώ έξω από τον τετράτροχο παράδεισο. Χωράω. Ο παρκαδόρος αρχίζει να βολεύει το πίσω αμάξι. Είναι ένας μεσήλικας, μόνος, φαίνεται νυσταγμένος. Βγαίνω και πριν προλάβω να βρω έντυπα για τον κορωνοϊό και στραβοκομμένα εισιτήρια στο χάος του backpack έρχεται ο παρκαδόρος και μου λέει “κορίτσι μου, ξέρεις τι γίνεται εδώ; Χαμός. Ένας χαμός”. Πιο δίπλα ένας συνάδελφός του, ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού ενός κόκκινου αυτοκινήτου για να βγει η συνοδηγός. “Καλέ, τους φοβάμαι”, μου λέει, δείχνοντάς μου με ένα νεύμα τον οδηγό, μάλλον σύντροφό της, που ακολουθεί νεύματα και φωνές. “Χαμός γίνεται”, της λέω και εκείνη νομίζει ότι συνεννοηθήκαμε.