Ωραία τα φοιτητικά χρόνια. Κοιτάς το πορτοφόλι σου, δακρύζεις, προσπαθείς να θυμηθείς πώς κατάφερες να χαλάσεις τα τελευταία 50 ευρώ σου στο ρεμπετάδικο που βγήκες χθες βράδυ και ανάβεις ένα τσιγάρο. Το στόμα σου είναι στυφό από το αμφιβόλου ποιότητας τσίπουρο που ήπιες και ο μισός καπνός πέφτει στο ξύλινο παρκέ γιατί ήταν τρίμμα. Δε βαριέσαι, αυτή είναι μια αυθεντική μιζέρια, σχεδόν μπουκοφσκική. Πολλοί από μας, άλλωστε, όταν κοιταζόμασταν στον καθρέφτη σε αυτές τις ηλικίες βλέπαμε τον Τσαρλς και όχι τον εαυτό μας. Μηδέν ευρώ στην τσέπη, πονοκέφαλος και ατσίγαρος, σιγά το πράγμα.

Αλλά όταν είσαι φοιτητής, έχεις ξεμείνει από  χρήματα και η πείνα σου έχει φτάσει στο ταβάνι, βρίσκεις λύσεις. Αν δεν μπορείς να φας σουβλάκια, τρως μακαρόνια, έτσι λέει ο άγραφος νόμος. Αυτό, λοιπόν, ήταν το φαγητό που τρώγαμε με την παρέα μου τουλάχιστον 2 φορές τη βδομάδα. Είναι μεσημέρι, κάπου στο Παγκράτι και πάνω στο μικρό τραπεζάκι για όλες τις χρήσεις, βρίσκονται τρία πιάτα. Το ερκοντίσιον γεμίζει με τις σταγόνες του τον κουβά στο μπαλκόνι και ο ντελιβεράς που εργάζεται στο καφέ της γειτονιάς συνεχίζει να πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι γεμίζοντας το μαύρο του τσαντάκι με ψιλά. Γενικά, πρέπει με κάτι να γεμίζει η καθημερινότητά μας. Το ίδιο ισχύει και για το χρόνο μας μία απλή Τρίτη του Ιουλίου. Τι κάναμε, λοιπόν; Ανοίξαμε την τηλεόραση για να χαζέψουμε όσο τρώμε.

Το ελαφρώς πειραγμένο España cañí του Pascual Maruina Narro φτάνει στα αφτιά μου. Ο χρόνος παγώνει και το βλέμμα μου στρέφεται στην οθόνη. «Άλλαξέ το. Τώρα. Θέλω να φάω». Κοφτή, κατανοητή, τελείως άκομψη: αυτή ήταν η αντίδρασή μου με τα αντανακλαστικά της ευγένειας που κάποτε με χαρακτήριζαν να είναι στο αθόρυβο λόγω του hangover. «Γιατί;» με ρωτούν, «δεν βλέπεις Κωνσταντίνου και Ελένης;». Τους απάντησα πως όχι, δεν βλέπω Κωνσταντίνου και Ελένης ούτε το καλοκαίρι ούτε το χειμώνα. Ούτε όταν γύριζα σπίτι από το Δημοτικό ούτε τις πρώτες μέρες της νέας, σχεδόν ανεξάρτητης ζωής μου. 

Πριν ξεκινήσουν τα γνωστά σχόλια περί «κουλτούρας», «δήθεν ανωτερότητας» και «διαφοροποίησης με το στανιό», τους εξήγησα ότι δεν βρίσκω αστεία τη σειρά. Υποτίθεται ότι κάποιος την παρακολουθεί για να γελάσει, έτσι δεν είναι; Εκτός και αν την παρακολουθεί για τις ερμηνείες, εκεί σηκώνω τα χέρια ψηλά. Η σειρά έπαιξε από το 1998 μέχρι το 2000 και από τότε, παίζει ασταμάτητα σε επανάληψη. Μήπως υποβάθμισε τη σημασία της ή την ποιότητά της η αναπόφευκτη φθορά που προκαλεί ο χρόνος; Δύσκολο. Υπάρχουν σειρές, ακόμα και ελληνικές, που παραμένουν επίσης σταθερά στις προτιμήσεις του κοινού. Τυχαία επιλογή: Δύο Ξένοι.

Μήπως το χιούμορ επηρεάζεται από το χρόνο; Ναι, είναι πιθανό. Μήπως η κάθε εποχή έχει τα δικά της inside jokes και τη δική της αισθητική; Σαφώς. Βέβαια, προσπαθώντας να γυρίσω πίσω, να καταλάβω και να αφουγκραστώ τα όσα περιστασιακά είδα, με οδήγησαν στο εξής συμπέρασμα: cringe. Σεξουαλικά υπονοούμενα με ημερομηνία λήξης, στερεοτυπικές ιστορίες, στερεοτυπικοί χαρακτήρες και ένας λεφτάς που απατάει την κοπέλα του. Καμία λεπτότητα, όλα χοντροκομμένα και μία γεύση στο τέλος του κάθε επεισοδίου που δεν μπορείς να περιγράψεις. 

Και αν το χιούμορ επηρεάζεται από το χρόνο, τότε πώς γίνεται η γενιά που δεν έχει κλείσει ακόμα τα 30 να βλέπει ξανά και ξανά Κωνσταντίνου και Ελένης; Μήπως, τελικά, το ζήτημα είναι πιο βαθύ; Μπορεί απλά το χιούμορ μας να έχει μείνει στάσιμο, να μην θέλουμε να ξεκολλήσουμε, να νιώθουμε καλά με το παρελθόν μας, στο παιχνίδι είναι και αυτό. Μπορεί να μας αρέσει να βλέπουμε κάτι για την «καλτ διαχρονικότητά του». Μπορεί να μας αρέσει το εύπεπτο, το γρήγορο, το «για να περάσει η ώρα». Προσωπικά, χωρίς να έχει σημασία φυσικά, θεωρώ ότι η σειρά έχει μια απήχηση την οποία δεν μπορώ να δικαιολογήσω. Ίσως να έδωσε όσα έπρεπε να δώσει τότε, παλιά, το 2000. Φτάνει. Ας προχωρήσουμε παρακάτω.  Πόσα ακόμα «Καραβλαχάκη» να αντέξουμε;