Το “φλεξ” προσπαθώ να το αποφεύγω, αλλά προχθές έζησα μια εμπειρία-πρόκληση σε αυτή μου την προσπάθεια: είδα τη γενική πρόβα του The Boy και του Παύλου Παυλίδη πριν τη χθεσινοβραδινή τους συναυλία στο Ηρώδειο. Είναι γλυκό το φλεξ, όταν είσαι ανάμεσα σε έναν περιορισμένο αριθμό ανθρώπων που καλούνται να παρακολουθήσουν από μια άτυπη κλειδαρότρυπα την προετοιμασία δυο καλλιτεχνών πριν τη μεγάλη συναυλία. Βέβαια, δεν κατέληξε σε τάση για φλεξ η εμπειρία, αλλά περισσότερο με έβαλε σε μια κάψουλα, μετατρέποντας μια κάπως θλιμμένη Κυριακή, στην πιο απαραίτητη κόντρα με τα συναισθήματά μου. Φεύγοντας, ήμουν σίγουρη πως για όποιον η επερχόμενη Δευτέρα ήταν εξίσου θλιμμένη, κενή, στερημένη από εκείνα τα μικρά πυροτεχνήματα χαράς, το ότι έκλεισαν εισιτήριο για να ακούσουν Παυλίδη και The Boy live ήταν ένα δώρο από το σύμπαν. 

Γιατί δεν γίνεται να μη διαβάσεις σαν spoiler του τι θα ακολουθήσει, το ότι ο The Boy καταλαμβάνει τη σκηνή, όντας σταθερά μπροστά στο συνθεσάιζερ του και τραγουδάει “τα όνειρά σου κόκκινα, τα όνειρά μου άσπρα” για να σταματήσει απότομα, ξεκινώντας τα “μπουμπ μπουμ μπουμ”, κάνοντας ένα πέρασμα σαν σε roller coaster από όλη του τη δισκογραφία, περνώντας από το “Σ’αγαπώ να της λες” μέχρι “Το Αγαπημένο μας Μέρος στη Γη” και να φτάνει στο “Απαιτώ” και στο “Γλυκιά μου Αγάπη” και να καταλήγει στο “Αν πεθάνω απόψε” και το “Θρίλερ”. Και εσύ μένεις εκεί, να μην παρακολουθείς πια τον The Boy, αλλά το υποσυνείδητο και το ασυνείδητό σου μαζί να να εξιστορούν τα τέλη και τις αρχές σου, το τι απαιτείς -ναι, μόνο εσένα- φόβους, πνευματικές απομονώσεις, σκηνές της ζωής σου, αλλά και μια υπενθύμιση: υπάρχει εκεί έξω ένας καλλιτέχνης που μπορεί και να βάλει στη σειρά τις σκέψεις που κάνεις και δεν ακούς, όταν οδηγείς, όταν δεν επιτρέπεις στον εαυτό σου να ξενερώσει, να κλάψει, να ρωτήσει “γιατί”, να πει δεν θέλω άλλο ή θέλω πολύ ακόμα. Και αυτός είναι ο The Boy, που μέσα σε 40 λεπτά στο σχεδόν άδειο Ηρώδειο με έκανε να αναρωτηθώ γιατί δεν τον ακούω πιο συχνά. Μάλλον γιατί η υπερβολική μου επαφή με την αλήθεια μου ίσως με σκοτώσει. 

Και μετά βγαίνει ο Παύλος Παυλίδης, σχεδόν σαν να έρχεται να πάρει το ξεγυμνωμένο σου ασυνείδητο και να το πλαισιώσει, σαν κομμάτι μιας ονειροπόλας ιστορίας. Με μια νέα ομάδα μουσικών ξανασυστείνει τα τραγούδια που διαμόρφωσαν μυαλά και ψυχοσυνθέσεις, με ένα σχεδόν μυσταγωγικό αποτέλεσμα. Καινούργια του κομμάτια, όπως το “Οφθαλμός αντί Οφθαλμού, αλλά και το “Χαζοπούλι”, η “Μόχα”, ο “Κηπουρός”, κομμάτια με τα οποία ενδέχεται να έχουν γίνει το soundtrack ζωών, ταξιδιών, ερώτων και βαρετών διαδρομών, τραγούδια που έχουν σηματοδοτήσει βραδινές περιπλανήσεις και μεθυσμένα βράδια σε ερωτευμένα μπαλκόνια, ακούγονται σαν φρέσκο υλικό, δίνοντας σου αυτό το αίσθημα του “τι έγινε τώρα;”. Και τι έγινε τώρα; Μάλλον ονειρεύεσαι πως η Ελλάδα έχει έναν μόνο ποιητή, τον Παυλίδη και σε κάνει να σκέφτεσαι με ταχύτητα φωτός, όσο δεν μπορείς να ελέγξεις το σώμα σου που θέλει να ακολουθήσει τον ρυθμό, αψηφώντας τη ζέστη και τη γενική ακινησία που χωρίζει το Ηρώδειο από το υπόλοιπο σύμπαν. 

Εύχομαι όσοι είδαν χθες το live του The Boy και του Παύλου Παυλίδη να μην έζησαν μια Δευτέρα βουτηγμένη στο fail. Αλλά σε κάθε περίπτωση είμαι σίγουρη πως και να ήταν, οι δυο αυτοί καλλιτέχνες τη στέγνωσαν από ξενέρα και έσπρωξαν σε μια χρονική συνέχεια που ισορροπεί ανάμεσα σε σκληρές αλήθειες και συνειδητή ονειροπόληση.