Το είχα το κόλλημα από μικρός – για την ακρίβεια ένα από τα πολλά κολλήματα. Μου άρεσε να έχω μαγαζί-στέκι. Ξέρεις αυτό το μπαρ που μπορούσες να πας και μόνος σου, που έμπαινες μέσα και σε ήξεραν από τις σερβιτόρες και τον Dj μέχρι τον μπάρμαν και τους ιδιοκτήτες. Που χαιρέταγες άλλους 6-7 θαμώνες μέχρι να αράξεις στην μπάρα και σου έβαζαν το ποτό χωρίς να παραγγείλεις – κι αν δεν είχες όρεξη για gin tonic εκείνη τη μέρα, δεν έτρεχε και τίποτα, το έπινες, στα αρχίδια σου.
Και από τα 15-16 μου που άρχισα να βγαίνω (αρχικά στη Νέα Σμύρνη και μετέπειτα στο κέντρο) πάντα «ακολουθούσα» αυτό το κόλλημά μου. Είχε τα καλά του – σε κερνούσαν ποτά και σφηνάκια, πάντα είχες κάποιον να πεις τη παπαριά σου, δεν σε παρεξηγούσαν όταν έκανες μαλακίες. Αλλά όσο περνάνε τα χρόνια, τελικά αυτό το κόλλημα αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση. Βλέπεις σταδιακά το ένα μετά το άλλο από αυτά τα μαγαζιά κλείνουν. Αυτά τα στέκια που μας μεγάλωσαν – και μας ώθησαν στον αλκοολισμό.
Είναι, όπως όταν μια πρώην σου λέει ότι παντρεύεται. Δεν σε παίρνει από κάτω, απλά μένεις με το υφάκι «πλάκα κάνεις φίλε τώρα». Και απλά συνειδητοποιείς ότι τα χρόνια περνάνε, θέλεις δεν θέλεις.
Κάπως έτσι έμεινα χθες όταν διάβασα ότι το Mo Better στις 10 Μαΐου κλείνει μια για πάντα. Όχι, για να μην λέω μπούρδες, δεν ήταν ποτέ στέκι μου. Αλλά ήταν ένα μέρος, που θα πήγαινες από την ώρα που τριγυρνούσες στο κέντρο – επειδή ήταν το μόνο με κόσμο στις 5 το πρωί, επειδή ήξερες τα παιδιά που έβαζαν μουσική, επειδή ήσουν πολύ κομμάτια για να πεις όχι. Και η πρώτη ανάμνηση που μου πέρασε από το μυαλό στο άκουσμα της είδησης ήρθε από το 1998. Μια Πέμπτη βράδυ, όπου την επόμενη ημέρα είχα το πρώτο μου σοβαρό επαγγελματικό ραντεβού στο Βήμα. Και είχα άγχος. Πολύ άγχος. Και πήρα τη Γιάννα και τη Ρίσα και πήγαμε βόλτα στο κέντρο. Και περπατήσαμε και στο τέλος μπήκαμε στο Mo Better, έτσι για να χαλαρώσω λίγο με μουσικές και ποτό. Και είχα τόσο άγχος για την επόμενη μέρα, που το πρώτο ποτό μου γλίστρησε από τα χέρια (από μικρός είχα αστάθεια τελικά). Και το ραντεβού πήγε καλά την επόμενη και εγώ για ένα διάστημα κόλλησα και πριν από κάθε ραντεβού πέρναγα μια βόλτα από το Mo για το γούρι (όχι ποτό δεν έριχνα).
Και με αυτή τη σκέψη θυμήθηκα μαγαζιά και μαγαζάκια στα οποία μεγαλώσαμε και είπαμε «αντίο» τα τελευταία χρόνια – επειδή δεν ήταν trendy πλέον, επειδή υπήρχε υπερπροσφορά, επειδή (μετά) υπήρχε κρίση, επειδή χίλια δυο πράγματα.
Θυμήθηκα το Φλου στη Θεμιστοκλέους λίγο μετά την πλατεία, που πηγαίναμε με τα παιδιά από τη σχολή και όταν κομματιαζόμασταν κατεβάζαμε τον Dj από τα decks και βάζαμε εμείς 4-5 κομμάτια (και μας άφηναν).
Θυμήθηκα το νταρκάδικο Dada (το παλιό στα Εξάρχεια, το καλό), όπου ένα βράδυ με τον Τάσο είδαμε έναν τύπο με μακριά μαλλιά και μαύρη καμπαρντίνα να κουβαλάει ξίφος μαζί του λες και ήταν ο Χαϊλάντερ – και πιστεύαμε ότι μας είχε πειράξει το αλκοόλ.
Θυμήθηκα το Pop που μόλις άνοιγε ο καιρός εμείς λιώναμε στον βρώμικο πεζόδρομο της Κλειτίου και η σερβιτόρα δεν προλάβαινε να φέρνει Zombie (εγώ τρελαινόμουν για το White Beast, το πιο σάπιο και εθιστικό κοκτέιλ). Και εκεί γνώρισα και την πρώτη «κόρη» μου (α ρε Ναυσικούλα). Και κάποτε με μια ψυχή κλειστήκαμε στις τουαλέτες επειδή μεταξύ 5ου και 6ου ποτού αποφασίσαμε να τα ξαναβρούμε. Και το Pop είχε μία τουαλέτα και ξαφνικά μια μεγάλη ουρά.
Θυμήθηκα το Decadence στο λόφο του Στρέφη (στο σπίτι του παλιού αντιβασιλέα, όπως έλεγε και το ραδιοφωνικό σποτάκι) που για χρόνια είχε γίνει το δικό μας δεύτερο σπίτι. Που είδαμε φίλους να περνάνε από τα decks (μόνο αγάπη για τους Last Page Ηλία και Χρήστο), που γνωρίσαμε γκόμενες και μετά από λίγο ξεχνάγαμε το όνομά τους, που ουρλιάζαμε στίχους τους περισσότερους λάθος, που λιποθυμούσαμε και πηγαίναμε στην απέναντι οικοδομή για να συνέλθουμε. Και ο Νίκος Λακόπουλος μας άφηνε, μάγκας.
Θυμήθηκα τις Συχνότητες στην Εμμανουήλ Μπενάκη, που κάθε Τρίτη -μπορεί και Πέμπτη- έκανε Erasmus πάρτι με εκατοντάδες κοριτσάκια από το εξωτερικό και όποτε είχαμε κέφια μέναμε στο κλείσιμο και βοηθούσαμε τον Σοκόλ να καθαρίσει το μαγαζί (πίνοντας σφηνάκια παράλληλα).
Θυμήθηκα το Next, το Camel, την Οκτάνα (πόσο «ξύλο» έπεφτε εκεί μέσα), το λαϊβάδικο Ρόδον, το Mad στη Συγγρού, το παλιό και τίμιο Rock ‘n’ Roll και πολλά άλλα. Α, ναι, και το Anno 1930 στη Νέα Σμύρνη, το μαγαζί του Γιώργου και του Μπράιαν, όπου γνώρισα τον κουμπάρο μου, κοιμήθηκα στους καναπέδες του μέχρι να ξημερώσει – το μπαρ που οι τοίχοι του είχαν ποτιστεί με τις αλήθειες και τα ψέματά μας.
Και περνώντας από μπαρ σε μπαρ, το μόνο που έρχεται στο μυαλό μου αυτή τη στιγμή είναι «πλάκα κάνεις φίλε τώρα»…