Ο πεζόδρομος της Βαλτετσίου, έξω από το Ριβιέρα, είναι το place to be εδώ και μέρες. Η ουρά στο ταμείο για τα εισιτήρια του Digger μαρτυρά ότι η ταινία, mouth to mouth, διαφημίζεται. “Μην τυχόν και δεν την δεις”. Αυτό μας είπαν, αυτό θα σας πούμε για να πάτε.

Αυτό το κείμενο θα μπορούσε απλά να τελειώσει εδώ. Με την παραίνεση/παράκληση να δείτε το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Τζώρτζη Γρηγοράκη. Αλλά θα σας δώσουμε κι άλλους λόγους. Ο Γρηγοράκης έχει σπουδάσει κοινωνική ψυχολογία και οι ήρωές τους είναι έτσι δομημένοι που ανοίγουν το παράθυρο της ψυχής τους στο θεατή για να το δει. Να διαβάσει τις φοβίες, τις αδυναμίες, τη θνητότητά τους και το μεγαλείο των καθημερινών ηρώων να σηκώνονται από το κρεβάτι τους και να πηγαίνουν σε μια δουλειά, ρημαγμένοι ψυχολογικά ψάχνοντας ένα σκοπό ζωής. Και ο Νικήτας, ο κεντρικός πρωταγωνιστής, τον βρήκε. Και θυσίασε πολλά για να μην το χάσει. Θα εξηγηθώ για να μην παρεξηγηθώ.

Είναι ένα ελληνικό γουέστερν. Μιλάω σοβαρά. Υπάρχει και άλογο. Είναι η ελληνική επαρχεία, καθόλου ωραιοποιημένη αλλά γοητευτικά οικεία. Είναι η αυθεντική ελληνική ταινία της χρονιάς. Ο Βαγγέλης Μουρίκης, στο ρόλο του πατέρα, κοσμοκαλόγερου είναι ένα ποίημα. Ο άνθρωπος δεν μιλάει και μπορεί να αφηγηθεί ιστορίες του παρελθόντος όλων μας.

https://twitter.com/hashtag/Digger?src=hash&ref_src=twsrc%5Etfw

Ο διευθυντής φωτογραφίας του Digger (Γιώργος Καρβέλας)  αξίζει όσκαρ χθες, το ορεινό ελληνικό δάσος όπως έπρεπε να το έχει διαφημίσει η κυβέρνηση για τους τουρίστες χρόνια τώρα. Και το κεντρικό θέμα είναι το πιο επίκαιρο θέμα που τόλμησε να αγγίξει Έλληνας δημιουργός. Η κλιματική αλλαγή και πόσο ακόρεστα ο κάθενάς μας για προσωπικό κέρδος, χωρίς ίχνος ενσυναίσθησης, επιθετικά διαταράσσει την άγρια φύση για να απειλήσει το μέλλον μας.

Βλέπεις κάπου τον εαυτό σου σε αυτή την ταινία που ουρλιάζει ελληνικότητα. Γιατί μιλάει για τη σύγκρουση δυο γενιών, δύο κόσμων, δύο ανδρών. Ένας πατέρας που δεν ήταν έτοιμος για την πατρότητα κι ένας βαθιά πικραμένος γιος (εξαιρετικός Αργύρης Πανταζάρας) που θρηνεί το χαμό της μητέρας του και αναζητά μια νέα ταυτότητα. Συγκρούονται γιατί είναι ίδιοι. Κι απεγνωσμένα μόνοι τους. Τους ενώνει η γη τους.

Ο μικρός επιστρέφει σε ένα άγριο σκηνικό στη βόρειο Ελλάδα να ζητήσει όσα του χρωστάνε. Πατρικά χάδια και φιλιά στην πραγματικότητα. Λεφτά στην επιφάνεια. Δεν υπάρχει ίχνος γραφικής απεικόνισης της επαρχίας. Υπάρχει διάχυτη αγάπη. Άγρια, ζωώδης αγάπη που δεν έχει αστικοποιηθεί. Μια δυνατή αγάπη. Που πρέπει να φτάσει κοντά στο θάνατο για να μπορέσει να εκφραστεί. 

Το ορυχείο θα έπρεπε να έχει credit καθώς παίζει τον τρίτο μεγάλο χαρακτήρα της ταινίας. Τον πιο καθοριστικό. Που κρύβει θαμμένα μυστικά και συναισθήματα που εκρήξεις θα τα φέρουν στην επιφάνεια να σκονίσουν τους πάντες. Πιστεύεις ότι βλέπεις μια χαμηλόφωνη ταινία αλλά στην ουσία σκηνοθέτης και σεναριογράφοι σκιαγραφούν τα ανδρικά πορτρέτα εκείνων που δεν ζουν στην Αθήνα. Δεν έχει πολλά λογάκια αυτή η ταινία. Δεν είναι φλύαρη. Έχει ουσία. Και ψυχή. Και βιώνεις το αδιέξοδο εκείνων που δεν απολαμβάνουν τα δικά σου προνόμια.

Ο Μουρίκης λατρεύει τα δέντρα. Ο άνθρωπος είναι εκεί ριζωμένος. Δεν θα τον εκθρονίσει κανείς από το βασίλειο του όρθιο. Ο γιος του είναι φευγάτος. Ανταριασμένος κι ούτε το γυναικείο χάδι δεν τον ηρεμεί.

Αν στο γλέντι που στήνεται αυθόρμητα στο καφενείο με τον Μιχάλη Ιατρόπουλο, τον Βασίλη Μπισμπίκη, τον Βαγγέλη Μουρίκη, την Μαριάνθη Παντελοπούλου και το τεράστιο Αντώνη Τσιτόπουλο δεν θέλατε να συμμετάσχετε, κάτι πήγε πολύ λάθος στη διάρκεια της καραντίνας σας. FYI, ταινία που παίζει ο Θύτης πλέον είναι άχαστη ταινία. 

Πρωταγωνιστούν: Βαγγέλης Μουρίκης, Αργύρης Πανταζάρας, Σοφία Κόκκαλη, Θίο Αλεξάντερ, Θύτης, Μιχάλης Ιατρόπουλος, Παύλος Ιορδανόπουλος, Στέφανος Κουτσαρδάκης, Βασίλης Μπισμπίκης, Μαριάνθη Παντελοπούλου, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος