Οι περισσότερες ιστορίες με καλό, κακό ή γλυκόπικρο τέλος, ξεκινούν συνήθως κάπως έτσι: «Θα σου πω τι έγινε». Με αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε και η συζήτησή μας με τον Χρήστο Ξανθάκη. Σε κάποιο σημείο του πλανήτη, ενδεχομένως, κάποιος άνοιξε εκείνη τη στιγμή ένα ιστορικό βιβλίο και διάβασε για τις λαϊκές εξεγέρσεις και τους εμφύλιους πολέμους στο Μεξικό. Αναπόφευκτα, η νεαρή ή ο νεαρός που καίγεται εσωτερικά για να μάθει περισσότερα γύρω από τις επαναστάσεις στο τόπο των Αζτέκων, θα διαβάσει για τους Εμιλιάνο Ζαπάτα και Πάντσο Βίγια. Λίγο αργότερα, ίσως και στην επόμενη σελίδα, θα αντικρίσει μια φωτογραφία του 1917 από τον Αγουστίν Βίκτορ Κασασόλα. Κάτω από αυτή, θα βρει το όνομα του Φορτίνο Σαμάνο, επαναστάτη υπολοχαγού του Ζαπάτα που «καπνίζει και σκέφτεται» στο εκτελεστικό απόσπασμα, λίγο πριν αφήσει οριστικά τον κόσμο των ζωντανών.
Όπως είχε αναφέρει ο φωτογράφος Σεμπαστιάο Σαλγάδο, ο οποίος επέλεξε τη φωτογραφία του Κασασόλα ως μία από τις πέντε σημαντικότερες στιγμές του φωτορεπορτάζ, «το συγκεκριμένο ενσταντέ συνέβαλε έναν άνθρωπο εν ειρήνη τόσο με τον εαυτό του όσο και με τις ιδέες του. Δεν πρόκειται για περίπλοκη σύνθεση. Σε κλάσματα ωστόσο δευτερολέπτου, κατάφερε ο φωτογράφος να δείξει την ηρωική πλευρά της ανθρώπινης φύσης». Χωρίς να γνωρίζουμε σε βάθος την ιστορία του Φορτίνο Σαμάνο, αφού οι απόψεις διίστανται, παρατηρώντας τη φωτογραφία, συνειδητοποιούμε ότι η ουσία δεν βρίσκεται στο παρελθόν του ή στον λόγο που οδηγήθηκε στο θάνατο, αλλά στη γενικότερη στάση του απέναντι σε αυτόν.
«Να έχουμε όλοι τη δύναμη και το σθένος του Φορτίνο Σαμάνο απέναντι στα δύσκολα που εμφανίζονται στη ζωή μας και βεβαίως απέναντι στο θάνατο», μου λέει ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και ένα γάβγισμα έφτασε στα αφτιά μου. Έκανε τον απογευματινό του περίπατο, παρέα με τον σκύλο του. Μιλήσαμε για τη φωτογραφία και φυσικά για το πώς εμπνεύστηκε από αυτή ώστε να γράψει ένα από τα ομορφότερα τραγούδια του. Ήταν ένας «κλεφτοκοτάς» ή ένας ήρωας; Καμία σημασία δεν έχει. Αυτά τα τέσσερα λεπτά και εικοσιτέσσερα δευτερόλεπτα του Φορτίνο Σαμάνο, ήταν αρκετά για τον Λεωνίδα Κουτσόπουλο να εμπνευστεί αλλά και να δημιουργήσει μια σειρά από δραστηριότητες. «Το τραγούδι ήταν η έμπνευση για να κάνουμε νέα πράγματα». Είχε προηγηθεί μια κουβέντα για τον Θανάση Παπακωνσταντίνου και το πόσο μεγάλος θαυμαστής του είναι. Λίγο πριν ολοκληρωθεί η συζήτησή μας, μου έκανε γνωστό ένα από τα όνειρά του το οποίο μάλιστα βρίσκεται πολύ κοντά στην υλοποίησή του. Σύντομα, λοιπόν, ίσως βρεθούμε σε μία νέα μπουάτ στην Πλάκα.
Τρεις διαφορετικοί άνθρωποι, ένας δημοσιογράφος, ένας τραγουδοποιός και ένας σεφ (δεν πρόκειται για ανέκδοτο), μιλούν στο Provocateur για τον Φορτίνο Σαμάνο. Τον άνθρωπο που φύσηξε τον καπνό του τσιγάρου του στο πρόσωπο του Χάρου χωρίς ίχνος φόβου.
Συνομιλία πρώτη: Η εμπνευση
Ο δημοσιογράφος Χρήστος Ξανθάκης γράφει το 2001 στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία για το ενσταντέ του Κασασόλα και τις προτιμήσεις του Σαλγάδο.
Μιλάμε για την αρχή της δεκαετίας του 2000. Το ίντερνετ ήταν στα σπάργανα. Οπότε ό,τι πληροφορία θέλαμε από το διεθνές περιβάλλον, είτε έπρεπε να απευθυνόμαστε στις εφημερίδες στα περίπτερα είτε έπρεπε να μας στέλνουν περιοδικά και εφημερίδες από το εξωτερικό. Εγώ έχω έναν θείο στη Νέα Υόρκη και κάθε 40-45 μέρες, μάζευε 6 τεύχη από το περιοδικό των New York Times και μου τα έστελνε. Έτσι, με μία σχετική καθυστέρηση, μάθαινα τι γινόταν στην διεθνή επικαιρότητα. Βλέπω, λοιπόν, σε ένα τεύχος τα πέντε μεγαλύτερα ρεπορτάζ με βάση την άποψη του Σεμπαστιάο Σαλγάδο, ο οποίος είναι ένας σπουδαίος φωτορεπόρτερ. Διαβάζω τα πέντε ρεπορτάζ και κοιτάζω και τις φωτογραφίες.
Κάποιες από τις φωτογραφίες, μπορούσαμε να τις σκανάρουμε, να τις κλέψουμε εντός εισαγωγικών και μετά πλήρωνες τον λογαριασμό. Εκεί βρίσκω και την φωτογραφία του Αγκουστίν Κασασόλα με τον Φορτίνο Σαμάνο αλλά ήταν πολύ μικρή και δεν μπορούσαμε να τη σκανάρουμε. Γυρίζω λοιπόν όλα τα βιβλιοπωλεία της Αθήνας μπας και τη βρω. Καταλήγω σε ένα βιβλιοπωλείο στη Σταδίου το οποίο δεν υπάρχει πια. Εκεί δούλευε μια φίλη μου, η Ραλλία. Της λέω τι ψάχνω και κάνει τα μαγικά της. Είχαν μια ολόκληρη σειρά με μονογραφίες φωτογράφων και μέσα εκεί, υπήρχε και ο Κασασόλα. Τρελαίνομαι εγώ, βρίσκω τη φωτογραφία και γράφω το κομμάτι στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία. Δημοσιεύεται, όλα καλά και ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Με ρωτάει ”μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτή τη φωτογραφία;”, του λέω ”το ρωτάς;”. Την πήρε και έκανε το τραγούδι.
Είναι μια φωτογραφία ο ορισμός της μαγκιάς, αλλά με την καλή έννοια. Κάθεται μπροστά στο απόσπασμα ο τύπος και λέει ”δεν φοβάμαι ούτε εσάς, ούτε τον θάνατο ούτε κανέναν. Θα πεθάνω. Και λοιπόν; Αυτό δε σημαίνει ότι θα παρακαλέσω. Γεια σας παιδιά, εγώ φεύγω τώρα. Φεύγω μια χαρά ήρεμος και το κυριότερο, δεν σας φοβάμαι’’. Είναι αυτό που, ξέρεις, έχουν ελάχιστοι άνθρωποι. Άντρες και γυναίκες. Δεν είναι αντρικό προνόμιο η μαγκιά. Οι περισσότεροι, μπροστά στον θάνατο, τους πιάνει ένας τρομερός, αδιανόητος εσωτερικός τρόμος και λυγάνε. Ε, αυτός δεν λύγισε και λες, κοίτα να δεις αυτό το άτομο, ξέρει ότι σε λίγα λεπτά θα πεθάνει και όχι μόνο δεν φοβάται, αλλά τους λέει ‘σιγά και τι έγινε, δεν μου κάνατε και τίποτα’.
Λίγες μέρες μετά, δέχεται τηλεφώνημα από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου.
Συνομιλία δεύτερη: Το τραγούδι και οι ζωές που δεν έζησε ο Σαμάνο
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, τραγουδοποιός, εμπνεύστηκε από τη φωτογραφία του Φορτίνο Σαμάνο και έγραψε το κομμάτι με την ίδια ονομασία στον δίσκο του ”Ο Σαμάνος”, το 2008.
Αυτή τη φωτογραφία την είδα στην Ελευθεροτυπία, σε μία παρουσίαση του Σεμπαστιάο Σαλγάδο. Μόλις την είδα, σκέφτηκα ”αυτή γιατί την έβαλε τώρα;”. Ήταν η φωτογραφία με τον Σαμάνο, έναν τύπο που στεκόταν σχετικά ανέμελος. Λέω, ”σιγά τη φωτογραφία”. Μετά όμως διάβασα στο κείμενο και ότι βλέπουμε έναν άνθρωπο σε ειρήνη με τον εαυτό του και τον κόσμο και ότι βρισκόταν στο εκτελεστικό απόσπασμα τη στιγμή που τραβήχτηκε η φωτογραφία. Ξέρεις τι, συνήθως κάποια πράγματα τα διαβάζουμε και μένουν καιρό μέσα μας και κάποια στιγμή μπορούν να βγουν προς τα έξω. Έτσι, κάποια στιγμή μου ήρθε να γράψω για αυτή τη φωτογραφία και έπλασα και εγώ κάποια πράγματα.
Στην πρώτη στροφή, σκέφτηκα τι θα μπορούσε να σκέφτεται ο Φορτίνο Σαμάνο απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα και με βάση τα όσα έγραψα, νομίζω ότι σκεφτόταν πράγματα καθημερινά. Μάλιστα, υπάρχει και μια ειρωνεία με την επόμενη στροφή γιατί ο Σαμάνος, σύμφωνα με το πώς το σκέφτομαι, ό,τι δεν έζησε ήταν το πιο σημαντικό στη ζωή του, όπως συμβαίνει νομίζω με όλους μας. Αυτά που δεν εκπληρώνονται. Ενώ στη δεύτερη στροφή, βάζω έναν από τους στρατιώτες που είναι στο εκτελεστικό απόσπασμα, να λέει ‘’με μια κίνηση απλή θα του κλέψω ό,τι έχει ζήσει’’. Ο ένας νομίζει ότι ο άνθρωπος είναι αυτό που έχει ζήσει και ο άλλος όσα δεν έχει ζήσει. Στην τρίτη στροφή, κάνω μια υπέρβαση και βάζω το τσιγάρο που έχει στο στόμα του να σκέφτεται και αυτό, δίνοντας έτσι και μια διεύρυνση στο γεγονός.
Νομίζω είχε φιλοξενηθεί και μια έκθεση του Κασασόλα στο Μουσείο Μπενάκη. Είδα πολλές φωτογραφίες με εκτελέσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια των επαναστάσεων στο Μεξικό και θεώρησα ότι σε αυτό το πλαίσιο έγινε και αυτή η εκτέλεση. Τελικά, δεν ήταν από ηρωισμό η εκτέλεσή του. Με βάση κάτι που διάβασα αργότερα, αφού είχε κυκλοφορήσει ο δίσκος, νομίζω τον είχαν κατηγορήσει για κλοπή. Και το έψαξα στην πορεία και ίσως να κλείνει προς τα εκεί η ιστορία. Είχε πάρει μέρος στην επανάσταση εκείνης της εποχής, όντως, όμως τον κατηγόρησε μια ηλικιωμένη κυρία ότι της έκλεψε κάτι από την περιουσία της, κάτι κότες (σ.σ. γέλια). Όλη η ουσία, όμως, βρίσκεται αλλού. Δεν το συναντάς συχνά στη ζωή, αυτή τη στάση απέναντι στο θάνατο και μάλιστα με απόλυτη ηρεμία.
Γιατί μπορεί, ας πούμε, να οδηγηθείς στον θάνατο αν έχεις μια ιδεολογία… πώς να το πω; Φανατική. Να νομίζεις ότι θα πας στον Παράδεισο για παράδειγμα. Αν δεν υπάρχουν αυτά τα στοιχεία της πίστης και του φανατισμού, νομίζω είναι πιο εύκολο. Ο Φορτίνο Σαμάνο θεωρώ στάθηκε σαν ατομική μονάδα χωρίς στηρίγματα ιδεολογικά. Ίσως ήταν ένας άνθρωπος ψύχραιμος, ίσως και θυμόσοφος. Ίσως επίσης να έχει ζήσει και πολλά πράγματα στη ζωή του. Αυτή την αίσθηση έχω βλέποντας τη φωτογραφία.
Συνομιλία τρίτη: Η ακρόαση και πώς επιζεί ένα τραγούδι
Ο Λεωνίδας Κουτσόπουλος, γνωστός στο ελληνικό κοινό και ως «θείος», σεφ και λάτρης της μουσικής του Θανάση Παπακωνταντίνου, έχει δώσει το όνομα “Σαμάνο” σε τρία εστιατόρια, ένα διαδικτυακό ραδιόφωνο, ένα μουσικό φεστιβάλ και κανείς δεν ξέρει πού θα σταματήσει.
Με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου έχουμε μια σχέση, όχι προσωπική, αλλά γενικότερα τον αγαπάω. Κάναμε και μια συνομιλία στο ραδιόφωνο. Έχω κάνει και το εξής γραφικό, το είπα και στον Θανάση. Είχα πάει μέχρι το χωριό του και περίμενα στην πλατεία μήπως και περάσει και τον γνωρίσω. Μιλάμε για stalker. Τέλος πάντων. Ακούγοντας το κομμάτι αλλά και βλέποντας τη φωτογραφία και τη δύναμη που εκπέμπει, σε συνδυασμό ότι αυτό το τραγούδι είναι και του Θανάση, του δίνει για μένα διπλή δύναμη και διπλή αξία. Είναι και αυτό που έχει ο Θανάσης καλλιτεχνικά, αυτή την ικανότητα να πλάθει εικόνες.
Την πρώτη φορά που μίλησα με τον Θανάση για το Samano Radio, είχα γίνει πάλι γραφικός. Λίγες μέρες πριν μιλήσει βρήκα ανθρώπους που ασχολούνται με το ραδιόφωνο να έρθoυν να τα τελειοποιήσoυν όλα μην γίνει κάτι και πέσει η γραμμή. Και ακούω τον Θανάση στο τηλέφωνο και είναι τόσο ευγενής, τόσο ξεκάθαρος, τόσο φιλικός, τόσο άμεσος. Είναι αυτό που τραγουδάει. Χρησιμοποίησα πληθυντικό ευγενείας και θαυμασμού, του το εξήγησα και μου λέει ”Λεωνίδα άκου να δεις, αν μου μιλάς στον πληθυντικό θα στο κλείσω”. Τέλος πάντων, νομίζω μόνο τέτοιοι άνθρωποι μπορούν να γράψουν τέτοια τραγούδια, να εμπνευστούν από μία εικόνα και να δημιουργήσουν.
Αυτό το στιχάκι, το ‘’θα γίνω γέλιο να κρυφτώ σε παιδιά που ξεφαντώνουν’’ θεωρώ ότι είναι ένας από τους πιο μαγικούς στίχους που έχουν γραφτεί ποτέ. Είναι τεράστιος στίχος για εμένα. Με αφορμή αυτό και επειδή θέλαμε να κάνουμε και διάφορα πράγματα, επέλεξα το όνομα Φορτίνο Σαμάνο. Έχω και το ραδιόφωνο που έχει αυτή την ονομασία και έχει αποκτήσει και μια δυναμική. Εύχομαι και ελπίζω να έχουμε ανοίξει έναν δρόμο σε ανθρώπους που δεν άκουγαν, δεν είχαν την ευκαιρία ή κοντινούς ανθρώπους για να γνωρίσουν αυτά τα ακούσματα και να το έκαναν μέσω του Samano Radio.
Το επόμενο μεγάλο όνειρο, είναι να κάνω μια μπουάτ Samano στην Πλάκα. Το αμέσως επόμενο, είναι να βρεθούν σε μία γωνία 250 άτομα και να είναι εκεί ο Θανάσης ή ο Σωκράτης και να τραγουδούν. Οπότε ναι, το τραγούδι ήταν η έμπνευση για να κάνουμε νέα πράγματα και μέσα από αυτά εξυπηρετούμε και αυτό τον σκοπό γιατί μου αρέσει πολύ η μουσική. Ανήκω και σε μια γενιά που ο καλλιτέχνης και τα τραγούδια του δεν ήταν μόνο συντροφιά για εμάς, πατούσαμε και στα χνάρια τους. Για μένα έχει σημασία η συνέπεια του ανθρώπου με το έργο του.