Ο «Χρήστος Δε Μένει Πια Εδώ» και πιθανότατα μένει στις στιγμές που έχουμε ξεχάσει τι θα πει να χάνεσαι στα λεπτά μιας ταινίας, να εντοπίζεις μια φαινομενικά μικρή, αλλά σημαντική σκηνή ενός φιλμ, από εκείνες που πιστεύεις πως μόνο εσένα άγγιξαν, μόνο εσύ πρόσεξες. Ο «Χρήστος Δε Μένει Πια Εδώ», αλλά μένει στο Facebook, όπου και έχει φτιάξει μια σινεφίλ γωνία που λειτουργεί σαν όαση στη δίνη των σκρολαρισμάτων και της τοξικότητας των social media. Ο «Χρήστος» είναι ο Χρήστος Πολίτης και δημιούργησε τη σελίδα αυτή, δίνοντάς της μορφή ημερολογίου για τις πρώτες του μέρες σε μια Αθήνα που πάντα σκεφτόταν, αλλά για πρώτη φορά κλήθηκε να την αποκαλέσει σπίτι του έξι χρόνια πριν.

Έχεις πει ότι ο στόχος σου δημιουργώντας τη σελίδα «Ο Χρήστος Δε Μένει πια Εδώ» ήταν να κρατήσεις ένα άτυπο ημερολόγιο για τη μετακόμιση σε μια Αθήνα που ποτέ ως τότε δεν είχες γνωρίσει. Πώς ήταν για εσένα η εμπειρία του να βλέπεις τη σελίδα σου να κερδίζει κοινό και τελικά, μετά από τόσα χρόνια πώς σου φαίνεται η Αθήνα και κυρίως πόσο έχεις αλλάξει εσύ ζώντας σε αυτή από το πρώτο σου ποστ μέχρι και σήμερα;
 
 Η Αθήνα για όσους έχουν μεγαλώσει στην επαρχία είναι το big dream, ένας μικρός παράδεισος που σίγουρα δεν ξέρεις τι περιέχει, κι ακόμα πιο σίγουρα δεν ξέρεις πώς θα σου φερθεί. Όπως ακριβώς το σινεμά. Πριν δεις μια ταινία, δεν ξέρεις πόσο ευγενικά θα σε κοιτάξει. Ωστόσο, αυτό ακριβώς έκανε η σελίδα αυτή από την πολύ αρχή της, μια εξαετία πίσω, όσο καιρό είμαι στην Αθήνα. Έψαχνε να βρει -κι ακόμα ψάχνει- εκείνους τους παράδεισους που έχει το σινεμά και πολλές φορές δεν τους βλέπουμε. Μπορεί να τους βλέπουν άλλοι για εμάς και να μας τους φυλάνε. Κάπως έτσι στήθηκε αυτή η σελίδα και γι’ αυτό μέσα μου η Αθήνα δεν έχει αλλάξει. Σίγουρα μου έχει φερθεί καλά, κυρίως οι άνθρωποί της κι αυτό έχω σαν Χρήστος, το κρατάω ως νίκη της σελίδας. Με καμία, μα καμία δόση υπεροψίας. Όλοι μαζί είμαστε. 
 
 
Έχεις μεγαλώσει σε ένα μικρό χωριό, σε μια Ελλάδα αρκετά αθηνοκεντρική. Τι θα άλλαζες αν μπορούσες; Τον τόπο που μεγάλωσες ή το πρίσμα μέσα από το οποίο πολλοί βλέπουν την επαρχία;
 
Η επαρχία είναι μια πολύ διαφορετική πίστα από την Αθήνα, είναι σίγουρα πιο αγνή, αλλά και πολύ μόνη της στο σινεμά. Εγώ μεγάλωσα σε ένα χωριό που από πολύ νωρις δεν είχαμε σινεμά, αλλά με κάποιο τρόπο το αναζήτησα, διάβαζα πολύ για αυτό και ήταν πιο «σινεμά» όταν μετά από χρόνια θα έβλεπα αυτές τις ταινίες στο σινεμά. Και αυτό το έκανε ακόμα πιο «κινηματογραφικό». Ήταν μια διαδικασία όλη αυτή, χρειάστηκε αρκετό κόπο και δεν θα άλλαζα ούτε ένα «και» στην οικογενειακή ζωή μου εκεί. Είχα απεριόριστη αγάπη από τους γονείς και νομίζω αν δεν είχα τον αδερφό και την ξαδέρφη μου σαν δορυφόρους, δεν θα ήταν η επαρχία ίδια όπως την έχω στο μυαλό μου τώρα. Θα την είχα αποβάλλει με κάποιον τρόπο, αλλά όχι. 
 
Όλες σου οι δουλειές σχεδόν αφορούν το σινεμά. Πώς και πότε συνειδητοποίησες πως αυτό θα είναι ο επαγγελματικός σου δρόμος;
 
Νομίζω αυτό ξεκίνησε από την ορμή που είχε η έννοια του σινεμά στη ζωή μου, επειδή μου ήταν ένα εντελώς άγνωστο λήμμα. Αλλά παρέμενε εντυπωσιακό. Διάβαζα το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, δεν ήξερα σίγουρα ποιος ήταν ο Ταρκόφσκι και ο Ντε Σίκα και αγνοούσα τους επικίνδυνους κόσμους του Ντέιβιντ Λιντς, αλλά κάτι με πήγαινε προς τα εκεί. Αργότερα ως φοιτητής ήρθα στην Θεσσαλονίκη και από τη πρώτη χρονιά δούλεψα στο φεστιβάλ Κινηματογράφου. Χρόνια μετά στην Αθήνα, συνδυάζοντας τις σπουδές της Δημοσιογραφίας στο ΑΠΘ και του σινεμά στο Λονδίνο έκανα ένα βήμα τη φορά, πρώτα στις Νύχτες Πρεμιέρας, που το θεωρώ το σημείο Μηδέν. Εκεί γνώρισα φίλους που μέχρι τώρα ξενυχτάμε μαζί και μου γνώρισαν την Αθήνα και το σινεμά -μπορεί κι έναν άλλο Χρήστο-, ύστερα η Feelgood κι εκεί γνώρισα φίλους που μου έμαθαν ένα άλλο σινεμά, μετά το Cinobo, κυρίως το Parthenώn Film Festival, ένα τριήμερο φεστιβάλ σινεμά με κλασικές ταινίες που κάνουμε πέντε φίλοι από το χωριό μας, τον Νέο Μαρμαρά στη Χαλκιδική. Κάπως σαν κύκλους ήταν για μένα το σινεμά, ένα γύρω γύρω από μια πηγή ανεξάντλητη.
 
Από όλους τους τρόπους με τους οποίους έχεις καταπιαστεί με τον κινηματογράφο, ποιος έχει κλέψει την καρδιά σου και σε διαμόρφωσε με έναν τρόπο;
 
Αν έπρεπε να επιλέξω ένα μου κινηματογραφικό κομμάτι θα ήταν ο Δαναός. Δούλεψα αρκετούς χειμώνες στην είσοδο του Δαναού κι ήταν η καλύτερη αποφόρτιση που θα μπορούσε κάποιος να έχει μετά από ένα 8ωρο δουλειάς. Το να μιλάς με τον κόσμο που έρχεται, που φεύγει, που βγαίνει από την αίθουσα επειδή δεν αντέχει, που θα σου πει κάτι για την ταινία, που δεν θα σου πει τίποτα, οι ουρές στα ταμεία, οι άδειες αίθουσες, τα φεστιβάλ, δεν αλλάζω ούτε μια μέρα από εκείνους τους μήνες. Και πάντα θα επιστρέφω εκεί. 
 
Τι άλλο θέλει ένα τέτοιο ρομάντζο; Δυο που κάτι λένε, που έχουν μια υπόσχεση, μια πρόθεση και τίποτα άλλο. Τα άλλα θα βρεθούν. 
 
 
Υμνείς τον έρωτα μέσα στον κινηματογράφο και τον ψάχνεις μέσα σε αυτόν. Έχεις καταλήξει στο ποια συστατικά κάνουν ένα κινηματογραφικό love story αξέχαστο; Ποιο είναι το δικό σου αγαπημένο και γιατί;
 
Κάποτε έλεγα πως είναι δύσκολο να βρεις τι σημαίνει έρωτας στο σινεμά. Θυμάμαι είχα δει το «Αυτή η Νύχτα Μένει» του Παναγιωτόπουλου στα 14 μου και συγκλονίστηκα. Δεν είχα δει πολύ σινεμά μέχρι τότε στη ζωή μου, μπορεί και καθόλου σινεμά. Αλλά ο τρόπος που διαχειρίζεται ο Παναγιωτόπουλος τους ερωτευμένους με γονάτισε. Ο άλλος σηκώνει όλη την επαρχία στους ώμους του για να βρει την αγαπημένη του που έφυγε για να γίνει τραγουδίστρια. Από τότε νομίζω, ακόμα και ενδόμυχα αναζητάω πως περιγράφει ένας σκηνοθέτης τον έρωτα στο σινεμά, πόσο «πολύ» μας τον δείχνει, ευγενικά, άγρια, κρυφά. Κι αν έπρεπε να επιλέξω έναν έρωτα θα ήταν η «Σύντομη Συνάντηση» του Ντέιβιντ Λιν, μια ταινία στα τέλη του ’40 για μια γυναίκα παντρεμένη που συναντά σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό έναν άντρα, τον ερωτεύεται και τον συναντά μια φορά την εβδομάδα στο ίδιο σημείο. Ένας έρωτας διακοπτόμενος, μα ένας έρωτας πάντοτε εκεί. Σαν εικονοστάσι. Τι άλλο θέλει ένα τέτοιο ρομάντζο; Δυο που κάτι λένε, που έχουν μια υπόσχεση, μια πρόθεση και τίποτα άλλο. Τα άλλα θα βρεθούν. 
 
Kοιμάμαι ήσυχος που ξέρω πως ανήκω στους καλούς, σε εκείνη την πλευρά που υπερασπίζεται τη λογική τάξη των πραγμάτων.
 
Η πανδημία, μέσα σε όλα, μας στέρησε και τις ταινίες. Την προβολή τους μέσα στα «σπίτια» τους, τις αίθουσες. Πώς ήταν για εσένα η εμπειρία να μη μπορείς να πας στον κινηματογράφο; Πώς τη βίωσες;
 
Η πανδημία έκανε κι εκείνους που δεν έχουν δει πολύ σινεμά, να δουν πολύ σινεμά. Ακόμα και διαφορετικό σινεμά, και διαφορετικά στον τρόπο. Αλλά εφόσον και αν ο προορισμός της ταινίας είναι στην αίθουσα, τότε η πανδημία σίγουρα μας λοξοδρόμησε. Η κλειστή αίθουσα έχει μια μυσταγωγία ακόμα και το οτιδήποτε θα δει ένας θεατής εκεί. Είναι ένα χωρίς deadline ραντεβού, που θα σε περιμένει. Είναι σίγουρα δύσκολο για τον κάθε θεατή να αποχωριστεί το θέαμα, που όμως εύκολα μπορεί να βρει στο σπίτι του στην περίοδο ενός υποχρεωτικού εγκλεισμού. Και απέδειξε οτι το έκανε. Τώρα αναγκαία είναι και η Μεγάλη Έξοδος προς τις αίθουσες.  
 

Το Facebook συχνά αποτελεί ένα πολύ τοξικό social medium, και οι δικές σου αναρτήσεις αποτελούν μια όαση πολλές φορές. Το προσπαθείς; Έχεις νιώσει ποτέ να σε παίρνει μαζί της η τοξικότητα άθελά σου; Σου έχει δείξει ποτέ το Facebook ή το οποιοδήποτε social το «σκληρό» του πρόσωπο;
 
Ο «Χρήστος» είναι ένα πολύ καθαρό πράγμα, μένει εκεί που πιστεύει οτι ανήκει. Σε μια ρομαντική σφαίρα που συνεχώς κερδίζει ερεθίσματα. Υπάρχουν όμως φορές που ο Χρήστος θα σχολιάσει και θέματα της επικαιρότητας. Και εκεί ξεκινάει ένας -μονόπλευρος- πόλεμος στα μηνύματα, που όμως τον βρίσκω απολύτως υγιή πόλεμο και στο τέλος καταλήγω να κοιμάμαι ήσυχος που ξέρω πως ανήκω στους καλούς, σε εκείνη την πλευρά που υπερασπίζεται τη λογική τάξη των πραγμάτων.
 
Τι κάνει ο Χρήστος όταν δεν ασχολείται με το σινεμά;
 
Έχω πολλή αγάπη στους φίλους μου. Ίσως επειδή στερήθηκα σχολικούς φίλους, εκείνοι που ήρθαν σε μένα από τα χρόνια των σπουδών μέχρι και σήμερα είναι το «εκτός σινεμά» για τον Χρήστο. Οπότε και η ζωή μου κυλάει μαζί τους. 
 
Ποια ταινία σου άλλαξε τη ζωή και μετακίνησε κάτι μέσα σου; Και γιατί.
 
Μπορεί να μην είναι οι ίδιες οι ταινίες, αλλά οι συγκυρίες των ταινιών που μπορούν να σου αλλάξουν τη ζωή.  Είδα το «Αυτή η Νύχτα Μένει» σε μια ηλικία που μπόρεσα να ορίσω τι εστί έρωτας σε μια επαρχία άγρια, πολύ ιδανική οικογενειακά, μα άγρια κοινωνικά, οπότε το σινεμά λειτούργησε σαν ένα σκαλοπάτι για να δω πέρα από τον φράχτη. Είδα όταν πρωτοπήγα στο Λονδίνο το «Ψυχώ» του Χίτσκοκ μέσα σε μια σκοτεινή εκκλησία και κατάλαβα τι εστί τρόμος. Μετά είδα μέσα μέσα στην καραντίνα το «Cafe Bagdad» του Πέρσι Άλτον για μια γυναίκα που χωρίζει τον άνδρα της σε μια έρημο στο πουθενά μιας Αμερικής άγνωστης και βρίσκει καταφύγιο στο πανδοχείο μιας άλλης γυναίκας που θα γίνει οικογένειά της και έκλαιγα όλο το βράδυ. Είδα την «Ερωτική Αναπαράσταση» του Κριστόφ Μποέ για έναν άνδρα που ερωτεύεται μια γυναίκα που νομίζει πως ξέρει, χωρίς να γνωρίζω τι πάω να δω μια καλοκαιρινή νύχτα που έξω είχε κρύο και βγήκα από το Άστυ στην Κοραή και ανέβηκα όλη τη Βασιλίσσης Σοφίας σαν να πέρασε ένας χρόνος. Είδα το «Κόκκινο Μπαλόνι» του Λαμορίς στη πρώτη νύχτα μας στο Parthenώn Film Festival που κάνουμε στον Παρθενώνα, ένα μικρό χωριό στη Χαλκιδική και λέω «αυτό είναι οικογένεια». Το ίδιο το σινεμά είναι μια μεγάλη οικογένεια. Το πιστεύω εντελώς αυτό.