Το σπίτι που μένω περνά μια περίοδο ανακατασκευής και αναθεώρησης. Τη μία στιγμή είναι απλά ένα διαμέρισμα, την άλλη ένας χώρος που αναγκαστικά πρέπει να εκσυγχρονιστεί ώστε να συμβαδίσει και τέλος να αφομοιωθεί στη γενικότερη ανάπτυξη που βιώνει η περιοχή μου. Εγώ απλώς πληρώνω το ενοίκιο και κουνώ το κεφάλι μου συγκαταβατικά σε ό,τι μου ανακοινώνει ο ιδιοκτήτης. «Κώστα, θα φτιάξουμε νέο βόθρο». Φυσικά. «Κώστα, έχουν πρόβλημα τα ηλεκτρολογικά». Βεβαίως. «Κώστα, τα κυβικά νερού είναι πολλά, κάπου υπάρχει διαρροή στην πολυκατοικία. Θα έρθει ένας υδραυλικός». Να έρθει.

Τον τελευταίο καιρό, η καθημερινότητά μου συνοδεύεται από έναν αδιάκοπο θόρυβο. Απέναντί μου, χτίζουν ένα ξενοδοχείο πέντε αστέρων. Ανατριχιάζω κάθε φορά που το παρατηρώ καθώς βγαίνω να αγοράσω τον πρωινό μου καφέ. Σκέφτομαι τα κοκτέιλ που θα πίνω σύντομα στο roof garden, ξαπλωμένος σε ένα φουσκωτό, βρέχοντας φυσικά τα πόδια μου στην πισίνα. Μπορεί και όχι. Σίγουρα όχι. Λίγο πιο δίπλα, μια πολυκατοικία φρεσκάρει την εικόνα της, όπως ακριβώς και η δική μου. Δεν περνάω καλά.

via GIPHY

Η κατασκευή του νέου βόθρου, αν ήταν γροθιά, θα μου είχε σπάσει τη μύτη. Λίγα μέτρα με χώριζαν από τις μπουλντόζες, τους εργάτες και τις φωνές τους. Για μέρες, έπρεπε να γεμίζω την κενή οθόνη με λέξεις τη στιγμή που ο κόσμος γύρω μου κατέρρεε. Μετά τις εξωτερικές εργασίες, με ενημέρωσαν ότι στην κουζίνα πρέπει να γίνει νέα τρύπα για να περάσει μία σωλήνα. Μετά κόπων και βασάνων, βγήκα ζωντανός από όλο αυτό, ίσως με ένα PTSD και ένα θέμα στην συγκέντρωση. Αλλά όχι, δεν τελειώσαμε εδώ.

Υπέπεσα σε μέγα σφάλμα. Άφησα τον θερμοσίφωνα ανοιχτό την ώρα που εγώ, θέλοντας να τιμήσω την εστέτ καταγωγή μου, λέρωνα τα φρεσκοπλυμένα μου δάχτυλα με λίπη προβατίνας σε ένα ορεινό χωριό της Κορινθίας. Η απαραίτητη ρύθμιση κατά την τοποθέτησή του δεν είχε γίνει με αποτέλεσμα αυτός να παραδοθεί, να βαρέσει «κόκκινο». Ο προηγούμενος θερμοσίφωνας χαιρέτησε πριν από περίπου ένα μήνα. Είχε έρθει η ώρα του, που λένε. Γύρω στη μία τα ξημερώματα, ανήμπορος να συγκρατήσει τα δάκρυά του, γέμισε το μπάνιο μου με νερά και το στόμα μου με βωμολοχίες που θα ζήλευε κάθε Βρετανός σεφ που επισκέπτεται τη χώρα μας.

via GIPHY

Γνωρίζοντας πολύ καλά από θερμοσίφωνες μετά την πρόσφατη περιπέτειά μου, αποφάσισα να μην το παίξω μάστορας της μια βραδιάς και να καλέσω την επόμενη μέρα τον «ειδικό», το ίδιο άτομο που είχε έρθει και την πρώτη φορά ώστε να μου αντικαταστήσει τον παλιό με τον νέο θερμοσίφωνα. Του εξήγησα από το τηλέφωνο ότι τον είχα ξεχάσει ανοιχτό για ώρες. Πριν φτάσει αυτός, σκέφτηκα την πρώτη μας συνάντηση. Την ώρα που έπρεπε να γράψω, όφειλα παράλληλα να συμμετέχω σε μία βαρετή συζήτηση, να βοηθώ πού και πού και να ακούω από το μισό μέτρο τον ήχο της καταστροφής.

Γενικότερα, είχα πάντα την πεποίθηση ότι την πιο ανθρώπινη δουλειά, την κάνουν οι βοθρατζήδες, οι γιατροί και οι ποιητές. Στην ίδια κατηγορία βάζω πλέον τους ηλεκτρολόγους και τους υδραυλικούς. Είναι βαθιά ανθρώπινο να κάνεις ερωτήσεις κρατώντας ένα τρυπάνι λίγο πριν καταστρέψεις τον εσωτερικό κόσμο του πελάτη σου με τον θόρυβο που θα προκαλέσεις. Είναι βαθιά ανθρώπινο να ενοχλείς.

«Δημοσιογράφος, ε;», ήταν η πρώτη αντίδραση του μάστορα μετά το κλασικό «τι δουλειά κάνεις». Καθαρά για λόγους ευγένειας, ήθελα να ρωτήσω το ίδιο όμως δεν το έκανα για ευνόητους λόγους. «Και πού γράφεις;» ήταν η αμέσως η επόμενη ερώτηση. Η συζήτηση κάπου εκεί περιπλέκεται. Ανάλογα με τη διάθεσή μου, αλλάζω την πραγματικότητα και την φέρνω στα μέτρα του εκάστοτε μάστορα, όπως ακριβώς έκανα και με τους προηγούμενους που άνοιξαν μια τρύπα στην κουζίνα μου και κατέστρεψαν την αυλή μου.

via GIPHY

Αυτή η διαδικασία, το ζύγισμα δηλαδή, απαιτεί μερικά δευτερόλεπτα. Πριν τους δώσω την απάντηση, συνήθως πιέζουν δοκιμαστικά την σκανδάλη στο τρυπάνι, έτσι, από συνήθεια. Αυτό, βέβαια, μπορεί να κρύβει ένα μεγάλο «τελείωνε, έχουμε και δουλειές». Τους λέω το όνομα της σελίδας και το αφήνω πάνω τους. «Γαλλικό είναι;», με ρωτούν οι περισσότεροι. Go with the flow, σκέφτομαι και απαντώ ναι. «Και τι γράφεις εκεί;». Ένα ακόμα «βζζνν» ελευθερώνεται στο χώρο. «Ό,τι μου πουν». Το ενδιαφέρον τους μεγαλώνει. «Κάτσε ρε φίλε, γαλλικό site στην Ελλάδα;». Γιατί όχι, αναρωτιέμαι από μέσα μου και το ζυγίζω ξανά. «Γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων» λέω με στόμφο και πέφτουν ξεροί.

Επιστρέφουμε στο τώρα. Ο μάστορας έφτασε, έκανε την ίδια φασαρία (χωρίς λόγο, ένα ξεβίδωμα χρειαζόταν) και μου ανακοίνωσε μετά από μερικά λεπτά ότι «κάηκε ο θερμοστάτης». Έφυγε λέγοντάς μου ότι θα περάσει την επόμενη μέρα να τον αλλάξει. Δεν ήρθε ποτέ. Κανένα πρόβλημα. Θέλω απλά να δουλέψω με ησυχία, όσο γίνεται τουλάχιστον αφού οι εργασίες στο ξενοδοχείο δεν σταματούν. Η τηλεργασία είναι ιερή. Εκτός από ασφάλεια, παρέχει και μια ψυχική ηρεμία την οποία δεν βιώνω εδώ και μήνες. Με μια ολύμπια μακαριότητα, κάθομαι στην καρέκλα του γραφείου μου και αρνούμαι να ατενίσω το μέλλον. Κοιτάζω απλά τον τοίχο και φαντάζομαι ότι γεμίζει με τρύπες. Ίσως καταρρεύσει και με πλακώσει. Δεν με νοιάζει, τίποτα δεν με νοιάζει πια. Μην γυρίσεις μάστορα, θα κάνω μπάνιο με παγωμένο νερό, καλοκαίρι έχουμε.