Η δική σου Τεχνόπολη ή καλύτερα, #HdikisouTexnopoli. Αυτό είναι hashtag το οποίο συνοδεύει το μήνυμα που αναρτήθηκε στη σελίδα του Athens Technopolis Jazz Festival λίγο πριν ο φωτισμός χαμηλώσει και η εναρκτήρια μελωδία από το σαξόφωνο του Martin Wirén (Bear Garden) φτάσει στα αφτιά μας με τη βοήθεια των ηχητικών κυμάτων. Ο Σουηδός είναι εκείνος που θα ανοίξει το μακροβιότερο και ίσως πιο επιτυχημένο μουσικό φεστιβάλ της χώρας μας, αφού εδώ και είκοσι ολόκληρα χρόνια, οι Έλληνες επισκέπτονται το Γκάζι και χτυπούν το πόδι τους στον ρυθμό των εκάστοτε σχημάτων.

Από την Παρασκευή 28 έως και την Κυριακή 30 Μαΐου, η Αθήνα θα γεμίσει μετά από ένα χρόνο αναγκαστικής απουσίας, με τζαζ ήχους, με το φεστιβάλ να σηματοδοτεί -όπως πάντα- την έναρξη του καλοκαιριού. Πέντε ελληνικές συμμετοχές πάνω στη σκηνή και εννέα ξένες συμμετοχές από τις οθόνες που έχουν στηθεί, θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν όσοι βρεθούν στην Τεχνόπολη ή απλά στο σπίτι τους αφού το ATJF έχει φροντίσει για όλα. Με ένα απλό κλικ εδώ, το φεστιβάλ μεταφέρεται στο μπαλκόνι ή την αυλή σου.

«Η συγκίνηση είναι μεγάλη», μου λέει η Άννα Γάγγα, η διευθύντρια προγραμματισμού και παραγωγής εκδηλώσεων που βρέθηκε από το πρώτο, άγουρο ακόμα φεστιβάλ στην Τεχνόπολη. «Χθες το βράδυ είχαμε τις τελευταίες πρόβες στα τεχνικά και δεν θέλαμε να φύγουμε από το χώρο. Σας το λέω και ανατριχιάζω, είναι μεγάλη η χαρά μου, ειδικά για το jazz festival. Πέρυσι, που δεν έγινε, κλαίγαμε στην κυριολεξία. Είναι πολύ σημαντικό που θα γίνει φέτος, έστω και σε υβριδική μορφή».

«Αυτό που θα παρουσιάσουμε φέτος, είναι μία μίξη αυτών που θέλαμε να παρουσιάσουμε τον προηγούμενο χρόνο για να γιορτάσουμε τα 20 χρόνια» απαντά ο Αντώνης Ζουγανέλης, καλλιτεχνικός διευθυντής του ATJF τα τελευταία πέντε χρόνια, στην ερώτησή μου για το πώς θα περιέγραφε τη φετινή διοργάνωση. «Δυστυχώς, πέρυσι, ο κορονοϊός μας πέτυχε τη χειρότερη δυνατή στιγμή, εκεί που ήμασταν έτοιμοι να ανέβουμε ένα μεγάλο σκαλί φέρνοντας μπάντες με μεγάλη παρουσία στην Ευρώπη αλλά και στα διεθνή σόου με σκοπό να το εξελίξουμε ακόμα περισσότερο. Το φετινό, με λίγα λόγια, είναι μια συνέχεια της υπόσχεσης που είχαμε δώσει όσον αφορά τα bookings που είχαν γίνει με κάποια γκρουπ του εξωτερικού. Επίσης, θέλαμε να δώσουμε περισσότερο χώρο στους Έλληνες μουσικούς». 

Υπό φυσιολογικές συνθήκες, σίγουρα όχι πανδημικές, η Τεχνόπολη δέχεται τις ημέρες του φεστιβάλ περίπου 6.000 άτομα την ημέρα. Άτομα που στην πλειοψηφία τους δεν έχουν άμεση επαφή με τη τζαζ και που βρίσκονται χιλιόμετρα μακριά από τον πυρήνα της. Παρ’ όλα αυτά, η ανταπόκριση του κόσμου αυξάνεται συνεχώς, κάτι που ζήτησα από τον Αντώνη να μου το σχολιάσει. «Θα σου πω τι θέλω να κάνουμε και θα καταλάβεις γιατί συμβαίνει αυτό. Το πιο βασικό, είναι να αναγνωρίσεις το κοινό. Ύστερα πρέπει να το φροντίσεις, να το συγκρατήσεις, να το εξελίξεις και να το εκπαιδεύσεις. Ο κόσμος που έρχεται στο φεστιβάλ και τον βλέπεις εσύ χαρούμενο και χαμογελαστό, άσχετα με το αν παρακολουθεί τι συμβαίνει στη σκηνή, είναι λόγω του vibe. Αυτό το happy vibe είναι το δυνατό σημείο αυτού του φεστιβάλ. Η μουσική σαν μουσική, ενώ παίζει σημαντικό ρόλο, δεν είναι η προτεραιότητα της εμπειρίας του κοινού. Προτεραιότητα για εμάς, λοιπόν, ώστε να εκπαιδεύσουμε τον κόσμο που έρχεται, είναι να τον κάνουμε να νιώσει καλά. Όταν ο κόσμος περνάει καλά και είναι χαρούμενος, είναι και ανοιχτός να ακούσει οτιδήποτε παίζει πάνω στη σκηνή».

Τι έχει αλλάξει από το μακρινό πια 2000; Σύμφωνα με την Άννα, «στο πρώτο φεστιβάλ που είχε διοργανωθεί, ζήτημα να είχε 100 άτομα από κάτω. Aπό την τρίτη χρονιά και μετά άρχισε να γεμίζει η Τεχνόπολη. Η επιτυχία του ATJF νομίζω οφείλεται σε δύο λόγους. Η είσοδος είναι δωρεάν, κάτι πολύ σημαντικό. Επίσης, όλα αυτά τα χρόνια ήμασταν συνεπείς στις ημερομηνίες μας, δηλαδή ήταν πάντα πριν την έναρξη των θερινών εκδηλώσεων οπότε ο κόσμος ερχόταν για να πιει την μπίρα του, όχι απαραίτητα για να ακούσει τζαζ. Αυτό άλλαξε σιγά-σιγά. Τα τελευταία πέντε χρόνια γίνεται τρομερή δουλειά τόσο από την κριτική επιτροπή όσο και από τον Αντώνη Ζουγανέλη και το αποτέλεσμα είναι πάρα πολύ καλό. Ελεύθερη είσοδο σε συνδυασμό με ποιοτικό πρόγραμμα στην αρχή του καλοκαιριού, αυτό είναι μια επιτυχία από μόνο του».

Τι ακριβώς έχει πετύχει αυτός ο θεσμός όλο αυτό το διάστημα; Η Άννα θεωρεί ότι η τζαζ έγινε πιο προσιτή και αυτό το συνειδητοποιεί κάθε φορά που κοιτάζει τον αριθμό των ατόμων που στρέφουν το βλέμμα και την προσοχή τους στη σκηνή. Το «πάμε να ακούσουμε τζαζ», πριν από χρόνια, όπως μου λέει, θα φαινόταν αστείο. «Το φεστιβάλ έχει διάρκεια γιατί έχει χαρακτήρα και συνέπεια», τονίζει ο Αντώνης Ζουγανέλης λίγο πριν η συζήτησή μας φτάσει στο τέλος της ενώ στην ερώτησή μου για το αν η Αθήνα είναι μια τζαζ πόλη, μου απάντησε ότι «η Αθήνα είναι τζαζ από τη φύση της», με ό,τι αυτό συνεπάγεται.