Το βράδυ της χθεσινής Κυριακής ήταν σαν να μας ήρθε από αλλού. Ο Παύλος Παυλίδης συμμετείχε έβγαινε από το Principal της Θεσσαλονίκης στο stages a/live της Στέγης και την ίδια ώρα, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου δεν έδινε συναυλία, αλλά ήταν καλεσμένος του Λεωνίδα Κουτσόπουλου στο Samano Radio. Τέτοια διλήμματα θέλουμε. Πήραν φωτιά τα inbox (ακούς; βλέπεις;) και κάτι σκουπιδάκια μπήκαν στα μάτια μας για όσα μας έχουν λείψει κοντά ένα χρόνο τώρα. 

Η χθεσινή Κυριακή ξεκίνησε με μία-δύο ειδήσεις αισιόδοξες. Στη Βαρκελώνη πραγματοποιήθηκε συναυλία με 5.000 όρθιους θεατές, οι οποίοι φορούσαν μάσκες και είχαν κάνει rapid tests λίγα λεπτά πριν την έναρξή της. Έμοιαζαν τόσο ξένες αυτές οι εικόνες ώστε ακόμα και τώρα τα δάχτυλα δυσκολεύονται να πληκτρολογήσουν τις σωστές λέξεις στη σειρά ακόμα και για μία τόσο κλισέ περιγραφή όσο η παραπάνω.

Περισσότερο όμως από αισιοδοξία γέννησαν και έναν αναστεναγμό – όχι ανακούφισης. Μπορεί για άλλα μέρη του κόσμου αυτές οι εικόνες να μοιάζουν με σκηνές από τα προσεχώς στη χώρα μας όμως περισσότερο θυμίζουν εικόνες που παίζουν με παράσιτα σε ένα παλιό τηλεοπτικό δέκτη. Δεν έρχονται από το μέλλον, αλλά από τη χώρα των συναυλιακών μας αναμνήσεων. Άλλωστε, ανάμεσα σε όλα αυτά τα σχέδια για την επαναλειτουργία ολόκληρων τομέων της οικονομίας το επόμενο διάστημα, είναι εκκωφαντική η απουσία του ενός σχεδίου για τον πολιτισμό. Κανείς δεν γνωρίζει ακόμα, κυρίως οι επαγγελματίες, αλλά και εμείς οι θεατές, αν και κάτω από ποιες συνθήκες θα πραγματοποιηθούν συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις. Πίσω από τις κλειστές πόρτες οι φθηνές πτήσεις Ευρώπη μετράνε περισσότερο από μερικά καθαρτικά βράδια στην Τεχνόπολη, στους Βράχους, όπου.

Δεν χρειάστηκε να περάσουν περισσότερα από πέντε λεπτά στο live του Παυλίδη για να παραχτώ αυτό που κατά βάθος γνώριζα ότι δεν μου λείπουν μόνο οι συναυλίες του Παυλίδη, αλλά προφανώς μου λείπουν οι συναυλίες -γενικά (και πολύ)- καθώς και η σύνδεση με τον χώρο, αυτή η κοινή εμπειρία του βιώματος.  Δεν ξέρω αν οι Θεσσαλονικείς διηγούνται  για το Principal παρόμοιους αστικούς μύθους με εκείνους που κυκλοφορούν για το Gagarin ή αν τύχει να περάσεις βράδυ απόν την 26ης Οκτωβρίου και κάνεις ησυχία ίσως να το ακούσεις να αναπνέει. Ξέρω όμως ότι οι συναυλίες χρειάζονται φυσικούς χώρους, αυτά τα μικρά νησάκια μέσα σε πόλεις αβίωτες πολλές φορές και αλλοπρόσαλλες.

Κάπου στα μισά, όταν έπαιξαν οι πρώτες νότες του «κηπουρού» και αφού νωρίτερα το πειραγμένο βιολί του Σιώτα είχε πυρπολήσει λιμάνια και καλοκαιρινές ιστορίες που πάντα τσουρουφλίζονται από το θαλασσινό αλάτι, ένιωσα ότι από τις συναυλίες πλέον μου λείπουν και όσα μέχρι πριν από 12 μήνες θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά για την απόλαυσή τους. Καθώς μεγαλώνω, συνειδητά επιλέγω να προστίθενται όλο και περισσότερες σειρές θεατών που με χωρίζουν από τη σκηνή, λες και παίζω ένα ιδιότυπο space invaders. Όμως τώρα με το φως του λάπτοπ να πέφτει πάνω στο πρόσωπο μου, ένιωσα ότι λαχταρώ ξανά το δίχως ανάσα στριμωξίδι και το «σύρε-σπρώξε-πάμε».

Όπως επίσης μου έχουν λείψει όλα αυτά τα συναυλιακά θανασικά τσιτάτα, κάποια από τα οποία μοιράστηκε και ο ίδιος με διάθεση  αυτοσαρκασμού στη συνέντευξή του στο Samano Radio: για την έκσταση της τέχνης, για την απελευθερωτική δύναμη της ουτοπίας, για το πώς ο νους υποδουλώνεται κάτω από τα καρτεσιανά όρια του ορθολογισμού. Όλα αυτά τα είπε, όπως είπε ότι μάλλον θα αργήσει να έρθει η πρώτη συναυλία μετά την πανδημία καθώς δεν μπορεί να παίζει και από κάτω να βλέπει θεατές με μάσκες -και κάπως έτσι ίσως να ξαναστηθούν αυτοσχέδιες κερκίδες σε μπαλκόνια και ταράτσες και να ανάψουν καπνογόνα μπροστά από οθόνες, όπως έγινε τον περασμένο Σεπτέμβριο.

Χθες το βράδυ λοιπόν, που, βυθισμένοι στον καναπέ μας, είχαμε να διαλέξεις αν θα δεις Παυλίδη ή αν θα ακούσεις τον Θανάση, ίσως και να βιώσαμε το πιο όμορφο δίλημμα της καραντινικής μας ζωής. Ίσως και να θυμηθήκαμε ότι η ζωή πάντα θα βρίσκει τον τρόπο μέσα από την κατάφασή της και όχι από την αναστολή της.