To Jazz in Jazz συστήνεται ως «ένα μπαράκι -μικρό μουσείο της jazz, ακριβώς πάνω από την πλατεία Δεξαμενής. Εδώ από το 1978, μπορείτε να απολαύσετε το ποτό σας και τη ζεστή ατμόσφαιρα, να ακούσετε jazz μουσική απο τις δεκαετίες του ’20 μέχρι τέλη του ’60 και ίσως λίγη κλασική». Το ταπεινό αυτό σημείωμα στις πληροφορίες που μπορεί κανείς να διαβάσει στο Facebook, δεν λέει όλη την αλήθεια. Για την ακρίβεια, δεν λέει ούτε τη μισή.

Μπορεί όντως να μιλάμε για ένα μικρό μπαρ όσον αφορά τα τετραγωνικά -αυτό είναι που το κάνει τόσο ξεχωριστό- αλλά όσοι το επισκέπτονται σε συχνή βάση, έχουν αντίθετη άποψη. Το Jazz in Jazz είναι ένα τεράστιο μπαρ και τα τεράστια μπαρ δημιουργούνται από τα άτομα που το λειτουργούν, από τα άτομα που πίνουν το ποτό τους στην ξύλινη μπάρα, από τις διεξοδικές και ουσιαστικές συζητήσεις, από το καλό ποτό και φυσικά την καλή μουσική.

Ας μείνουμε για λίγο στο τελευταίο πριν περάσουμε στον κύριο λόγο που γράφεται αυτό το κείμενο. Στο Jazz in Jazz θα βρεις δύο κατηγορίες ανθρώπων. Θα βρεις αυτούς που εστιάζουν στη μουσική -πράγμα που σπάνια γίνεται πλέον στα μπαρ- και αυτούς που δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτή. Και το δεύτερο δεν είναι απαραίτητα κακό. Η τζαζ, άλλωστε, δεν είναι μια εύκολη μουσική.

Αυτό που πάντα μου έκανε εντύπωση, όμως, είναι πως ποτέ δεν άκουσα να σχολιάζεται αρνητικά, ακόμα και από τα άτομα που δεν έχουν ιδέα ποιος είναι ο Τελόνιους Μονκ και δεν χτύπησαν ποτέ το πόδι τους στον ρυθμό του Bright Mississippi. Και αυτό λέει πολλά, γιατί όταν σέβεσαι το χώρο που έχεις αποφασίσει να περάσεις το βράδυ σου, σέβεσαι αυτόματα και εκείνους που πάνε στο Jazz in Jazz να ακούσουν το είδος που τους αρέσει. Με λίγα λόγια, τους κερδίζει η ατμόσφαιρα.

Σαν μαγαζί είναι εντυπωσιακό. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά καθώς το ξύλο, οι αμέτρητες ετικέτες ουίσκι, ο χαμηλός φωτισμός και τα ενθύμια που βρίσκει κανείς από την είσοδο μέχρι την τουαλέτα, κάνει τα άτομα που πάνε για πρώτη φορά εκεί να αναρωτηθούν για πιο λόγο δεν το επισκέφτηκαν νωρίτερα. Η πρώτη εικόνα που κράτησα εγώ σαν πρωτοετής φοιτητής και με ενθουσίασε, ήταν ένα μικρό καμπανάκι. Το καμπανάκι ή καλύτερα το κουδούνι, βρίσκεται πάνω στην μπάρα για να θυμίζει στα ανθρώπους που αρέσκονται στο να φωνάζουν όταν συζητούν, πως υπάρχουν κι’ άλλα άτομα δίπλα μας που θέλουν να απολαύσουν τη βραδιά τους. Το λάτρεψα.

Τα χρόνια πέρασαν. Πλέον δεν με ακολουθεί ο τίτλος του φοιτητή που ψάχνει στην Αθήνα το στέκι του και ούτε είχε ποτέ τη διάθεση να τον διατηρήσω. Τα πάντα απλοποιούνται όσο μεγαλώνουμε. Από το τι θα φάμε το μεσημέρι μέχρι το πόσους πάγους θέλουμε στο χαμηλό μας ποτήρι. Έτσι, καταλήγω στο Jazz in Jazz, εκεί που ο Τσάρλι Πάρκερ παθαίνει ξανά και ξανά τις αυτοσχεδιαστικές του κρίσεις και η Μπίλι Χόλιντεϊ, σαν κυρία που είναι, τραγουδά τα μπλουζ. Κοιτάζω γύρω μου και διακρίνω γνωστές φυσιογνωμίες. Δεν έχουμε ανταλλάξει ούτε ένα γεια αλλά αυτό μικρή σημασία έχει. Ξέρω τι ποτό πίνουν, αυτό είναι αρκετό για να καταλάβεις ποιος κάθεται απέναντί σου.

Ύστερα παρατηρώ τα νέα πρόσωπα. Όποιος πατάει το πόδι του για πρώτη φορά στο μαγαζί μοιάζει με παιδί που κρατά στο χέρι του «μαλλί της γριάς» με τη διαφορά πως κρατάει ένα όμορφο ποτήρι με ανοιχτό καφέ περιεχόμενο. Είναι χαρούμενοι, μιλούν διακριτικά στο άτομο που τους συνοδεύει, ξεκινούν συζητήσεις για το παρελθόν με σκοπό να μάθουν καλύτερα ο ένας τον άλλο ώστε να υπάρξει και μέλλον. Τα κορίτσια παίζουν με τα μαλλιά τους και οι άντρες φουσκώνουν τα στήθη τους. Φλερτάρουν, χαμογελούν, ξεχνούν για λίγο τον διαδικτυακό κόσμο και τοποθετούν με ακρίβεια το ποτό τους πάνω στο σουβέρ.

Και αναρωτιέμαι: πού ερωτεύονται οι άνθρωποι τώρα που το Jazz in Jazz είναι κλειστό;