«Επιβεβαιώθηκε η πρώτη περίπτωση της νόσου στην Ελλάδα. Πρόκειται για Ελληνίδα 38 ετών ταξιδιώτισσα από πληττόμενη περιοχή της Βόρειας Ιταλίας», ανακοινώνει ο Σωτήρης Τσιόδρας. Ακολουθεί μια αναταραχή και μερικά επιφωνήματα. «Παρακολουθείται από μία ομάδα εξαιρετικών συναδέλφων στη Θεσσαλονίκη και τη στιγμή που σας μιλώ γίνεται ιχνηλάτηση των επαφών της και οι κοντινές επαφές θα τεθούν οικειοθελώς σε απομόνωση και θα επιτηρείται η υγεία τους. Η νόσος παραμένει μία ήπια στη συντριπτική πλειοψηφία νόσος».
Στη συνέχεια, με μια εξόφθαλμη ένταση, ο λοιμοξιολόγος τονίζει τη σημαντικότητα της τήρησης των κανόνων υγιεινής. Η συνέντευξη τύπου φτάνει στο τέλος της κάπως βιαστικά. Ο Σωτήρης Τσιόδρας, ανάμεσα σε φωνές και περιφερόμενα σώματα, λέει στους παρευρισκόμενους πως η «η γυναίκα είναι καλά στην υγεία της, είναι ήπια νόσος» λίγο πριν αφήσει την καρέκλα του και σηκώσει κάπως αμήχανα το χέρι του. Από εκείνη τη μέρα, έχουν αλλάξει πολλά. Δύο lockdown μεγάλης διάρκειας έχουν περιορίσει την ελευθερία μας η οποία κατάφερε να πάρει τις απαραίτητες ανάσες συντήρησης το καλοκαίρι. Οι μετακινήσεις μας, όπως και οι επαφές μας με την οικογένειά μας ή τους φίλους μας, είναι πλέον ελάχιστες. Πολλοί άνθρωποι γύρω μας, βάζοντας πρώτη την ασφάλεια των μεγαλύτερων σε ηλικία, αποφεύγουν να συναντηθούν μαζί τους.
Σε αυτή την κατηγορία ανήκει η Νίνα, ο Μανώλης και ο Κωνσταντίνος. Όλοι τους, δεν έχουν δει τους γονείς τους και τα αδέρφια τους για μήνες. Είναι ένα φυσικό επακόλουθο της κατάστασης που βιώνουμε αν και μοιάζει τόσο ξένο απέναντι στην ανθρώπινη ανάγκη να αγκαλιάσει κάποιος τη μητέρα του ή τον πατέρα του και να μοιραστεί τους προβληματισμούς του με τους δικούς του ανθρώπους. Στις 26 Φεβρουαρίου του 2021, ένα χρόνο ακριβώς μετά το πρώτο κρούσμα στην Ελλάδα, το να κάτσεις στο ίδιο τραπέζι με τους γονείς σου, μοιάζει δύσκολο και για πολλούς επικίνδυνο. Ακολουθούν οι ιστορίες τους.
Η Νίνα Αλτάνη θέλει να πάρει τους γονείς της μια αγκαλιά διαρκείας
«Μια ιδεώδης σχέση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους βασίζεται στην αμοιβαία ανεξαρτησία», λέει ο Τράγκαρντ.
Ωραία τα λένε οι Σουηδοί. Εγώ όμως νιώθω μία αδιανόητη ανάγκη να “εξαρτηθώ” – έστω και για λίγο – από τη μαμά μου, τον μπαμπά μου, την αδερφή μου. Βλέπεις, όλα είναι αποδεκτά όταν έχεις την επιλογή. Μια επιλογή που ο κορονοϊός μου την πήρε και πλέον μετρώ σχεδόν ένα οκτάμηνο που έχω να δω τους γονείς μου και ενάμιση χρόνο την αδερφή μου. Εμείς στην Κέρκυρα, αυτοί στην Αθήνα και ανάμεσά μας η πανδημία. Μια νέα πραγματικότητα που μας στερεί όσα αγαπάμε και γουστάρουμε. Θυμίζαμε λίγο το “ΕΚΜΕΚ ΠΑΓΩΤΟ”, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, οπότε οι φωτογραφίες και το skype call προσφέρουν μία πρόσκαιρη χαρά, η οποία στο τέλος φέρνει τόσα δάκρυα στα μάτια, ώστε το κλείνουμε χωρίς καν να πούμε “γεια”.
Τον Ιανουάριο του 2020 γέννησα το τρίτο μου παιδί. Η γιαγιά και ο παππούς έχουν να τον αγκαλιάσουν από τεσσάρων μηνών, ενώ η θεία και ο θείος δεν τον έχουν δει από κοντά. Τα δύο μεγαλύτερα, η Αντριάνα (13) και ο Αλέξανδρος (11) σκαρφίζονται τρόπους να τους φέρουν στα κρυφά από την Αθήνα, με την ελπίδα ότι φέτος δε θα λείπουν από τα γενέθλιά τους. Και εγώ, σχεδόν σαράντα, θέλω μία αγκαλιά, έναν καφέ και μία μπίρα στο μπαλκόνι. Θέλω να με μαλώσει ο μπαμπάς μου που δεν τρώω κρέας και να παίξουμε τάβλι με προδιαγεγραμμένη την ήττα μου. Θέλω να ξαπλώσω στα σεντόνια της μαμάς μου, τα οποία αν και χρησιμοποιώ το ίδιο απορρυπαντικό μυρίζουν πάντα πιο ωραία. Θέλω να βρεθώ δίπλα δίπλα με την αδερφή μου και να γελάμε με πράγματα που κανένας άλλος ποτέ δε θα καταλάβει. Να κάτσουμε όλοι μαζί στον καναπέ και κάποιος να γκρινιάζει επειδή δεν του έμεινε κουβέρτα. Θέλω να τους πάρω μία αγκαλιά. Από εκείνες τις μεγάλες. Μια αγκαλιά διαρκείας. Νίνα Αλτάνη, account manager στην εταιρεία Zuma Communications.
Ο Μανώλης Εμμανουήλ αισθάνεται πως χάνει πολύτιμο χρόνο μακριά από τη μητέρα του
Μένω Λονδίνο εδώ και 20 πλέον χρόνια και αυτό που μου λείπει περισσότερο από την Ελλάδα είναι οι δικοί μου άνθρωποι- η οικογένεια και οι φίλοι μου. Η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας όμως, σε συνδυασμό με τα συχνά ταξίδια μπρος πίσω, βοήθησε στο να διατηρώ διαρκή επαφή μαζί τους και να μπορούμε να βλεπόμαστε αρκετά συχνά και να χτίζουμε και κάθε φορά και νέες αναμνήσεις…
Με την μητέρα μου πιο συγκεκριμένα (έχασα τον πατέρα μου πριν περίπου μια δεκαετία), το είχαμε καθιερώσει να έρχεται εκείνη Λονδίνο κάθε άνοιξη και φθινόπωρο και να κατεβαίνω καλοκαίρι και Χριστούγεννα. Επομένως, ποτέ δεν περνούσαν πάνω από 3 μήνες χωρίς να βρεθούμε. Μέχρι που ήρθε η εποχή του κορονοϊού.
Λόγω της ηλικίας της, η μητέρα μου βρίσκεται σε ομάδα υψηλού κινδύνου- επομένως ουσιαστικά σταμάτησε να βλέπει τους πάντες και απομονώθηκε. Το να πάω να την επισκεφτώ, που κάποτε ήταν απόφαση στιγμής και μπορούσα να το κάνω και για ένα ΣΚ (στα γενέθλια της για έκπληξη για παράδειγμα) τώρα έγινε πολύ ριψοκίνδυνο: το να περάσω από αεροδρόμια και να μπω στο αεροπλάνο αναιρεί αυτόματα όση προσοχή και να είχα δείξει προηγουμένως (κλεισμένοι μέσα ήμασταν και εδώ).
Από τα Χριστούγεννα του ’19, την είδα ξανά για 1 εβδομάδα τον Αύγουστο του ’20 (όταν η κατάσταση και εδώ και στην Ελλάδα ήταν σε ύφεση και μετά από τεστ πριν πετάξω) και αυτό χωρίς αγκαλιές/φιλιά και με απόσταση- ο ένας στην μια άκρη του τραπεζιού και ο άλλος στην απέναντι.
Και υπό κανονικές συνθήκες τα λέμε καθημερινά τηλεφωνικώς (ως κλασική σχέση μεσογειακής μητέρας με τον γιό της) αλλά από τον Μάρτη του 20, μιλάμε τουλάχιστον 2 φορές την ημέρα, καμιά φορά και από 1 ώρα τη φορά, με συνδυασμό τηλεφώνου και facetime. Τί λέμε τόσες ωρες; Έλα ντε… Πάντως ξέρω πως τουλάχιστον η τεχνολογία μας έχει επιτρέψει να είμαστε e-κοντά (κάνω πατέντα την λέξη) αν και μακριά. Δεν είναι το ίδιο όμως. Όσο περνάει ο χρόνος, τόσο νιώθω πως χάνουμε ευκαιρίες να πάμε βόλτες, να δούμε πράγματα, τώρα, που είναι ακόμη γερή και σωματικά και νοητικά. Και αυτό για μένα είναι η μεγαλύτερη θυσία που κάνω λόγω της πανδημίας- χάνω πολύτιμο χρόνο.
Η μητέρα μου έκανε τη πρώτη δόση του εμβολίου αυτή την εβδομάδα. Πολλή μεγάλη χαρά γιατί αυτό σημαίνει πως σύντομα, θα μπορώ να έρθω Αθήνα χωρίς να αγχώνομαι και πως θα μπορέσουμε να περάσουμε αρκετό χρόνο μαζί φέτος το καλοκαίρι. Μανώλης Εμμανουήλ, ηθοποιός.
Για τον Κων/νο Κίτση, καμία οθόνη δεν μπορεί να αναπληρώσει την αγκαλιά της μάνας, τις ανούσιες διαφωνίες με τον πατέρα και τις δήθεν νουθεσίες στον αδερφό
Έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια, αλλά θυμάμαι ακόμα την ανυπομονησία μου να φύγω από το πατρικό μου. Δεν το λέω συχνά – και καλά κάνω – μα χαίρομαι πολύ που γεννήθηκα και μεγάλωσα στην επαρχία, για ένα πολύ συγκεκριμένο λόγο. Οι γονείς εκεί έχουν μια ανελέητη πρεμούρα με το να φύγεις να σπουδάσεις. Αυτή η πρεμούρα λοιπόν οδήγησε εμένα όπως και τη συντριπτική πλειοψηφία των συμμαθητών μου τότε να διασκορπιστούμε σε Ελλάδα και εξωτερικό, αναζητώντας τη μόρφωση, την προσωπική ανέλιξη και το ανώτατο όριο αντοχής καφεΐνης και αλκοόλ που αντέχει το ανθρώπινο σώμα.
Μόλις τελείωσαν οι σπουδές και η στρατιωτική θητεία, γύρισα για ένα χρόνο στο πατρικό μου με σκοπό να συγκεντρώσω ένα κάποιο οικονομικό ποσό ώστε να κάνω ένα όνειρό μου πραγματικότητα. Το όνειρο αυτό είναι να έρθω στην Αθήνα και να ζήσω από τη μουσική. Αξίζει να αναφέρω ότι από την τελευταία θεία μέχρι και τους καθηγητές μουσικής που είχα, οι αντιδράσεις ήταν ιδιαιτέρως αρνητικές σε αυτή μου την απόφαση, αλλά οι γονείς μου ήταν οριακά πιο αισιόδοξοι κι από εμένα, φαινόμενο πιο σπάνιο κι από σωστή κυβερνητική απόφαση.
Εκεί λοιπόν που είχε μπει μια νέα σειρά, καλώς τον τον Covid 19 το ζουμπουρλούδικο. Ξεκινάει η πρώτη καραντίνα και παύουν τα όργανα, κυριολεκτικά, αλλά εμένα οι γονείς μου έχουν σούπερ μάρκετ, που σημαίνει ότι ζήσανε τον ανθρώπινο παραλογισμό στα κόκκινα. Ήθελα όσο τίποτα να πάω για να τους βοηθήσω, σκέφτηκα ακόμα και να παρανομήσω για να πάω, αλλά αξίζει να αναφέρω ότι μια φορά είχα πεταχτεί στο παρακάτω τετράγωνο να πάρω τσιγάρα χωρίς ταυτότητα και πέτυχα περιπολικό. Με τη δική μου τύχη λοιπόν, τώρα θα ήμουν κάνα δυο υπόγεια κάτω από τον Πάσαρη. Στη μέχρι στιγμής κοινή μας πορεία, το τωρινό διάστημα είναι το μεγαλύτερο που έχουμε να ιδωθούμε.
Στις αρχές, έλεγα τόσο σε μένα όσο και σε αυτούς ότι για να προστατευθούμε αμφότεροι πρέπει να αντέξουμε και όταν όλα ηρεμήσουν θα ανταμώσουμε όπως και πριν. Άλλωστε, τώρα μπορούμε να κάνουμε βιντεοκλήση και να ξεγελάσουμε την απόσταση. Η σκληρή αλήθεια όμως είναι ότι το διάστημα που μπορείς να ξεγελάσεις τον εαυτό σου είναι πιο πεπερασμένο από όσο νομίζεις. Έχει περάσει ένας χρόνος, τον αντέξαμε όπως τον αντέξαμε και τώρα τι; Η υψηλότερη ευκρίνεια οθόνης δε μπορεί να αναπληρώσει την αγκαλιά της μάνας, τις ανούσιες διαφωνίες με τον πατέρα και τις δήθεν νουθεσίες στον αδερφό μου.
Γνωρίζω ότι υπάρχουν άνθρωποι που ζουν στο εξωτερικό και βλέπονται ακόμα πιο σπάνια με την οικογένειά τους, αλλά δε με κάνει να νιώθω καλύτερα. Το περσινό Πάσχα, θυμάμαι είχα πει στη μάνα μου «θα έρθω τα Χριστούγεννα και μόλις μπω σπίτι θα ακούμε τα κρακ στις αρθρώσεις από τις αγκαλιές». Οι γιορτές πέρασαν, εγώ εδώ κι αυτοί εκεί και τώρα σκέφτομαι «μακάρι να μπορούσα να πάω για μία μέρα κι ας φορούσα σκάφανδρο αντί για μάσκα. Κωνσταντίνος Κίτσης, μουσικός.