188.201 κρούσματα έχουν ανακοινωθεί μέσα σε 365 ημέρες.6.439 συμπολίτες μας έχασαν τη ζωή τους. Από το κρούσμα 0 μέχρι σήμερα ζούμε ένα συλλογικό πένθος. Ζητήσαμε από τον μεταφραστή του “Πλησιάζοντας τον θάνατο” της Elisabeth Kübler-Ross, που  κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά να μας σχολιάσει τα πέντε στάδια του πένθους.Μέσω συνεντεύξεων και συνομιλιών, η Kübler-Ross διερεύνησε πώς ο επικείμενος θάνατος επηρεάζει τον ασθενή, τους γιατρούς και το ιατρικό προσωπικό που βρίσκεται κοντά του, καθώς και το οικογενειακό του περιβάλλον, και διαμόρφωσε τη θεωρία της, η οποία παραμένει μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς στον χώρο της ψυχιατρικής. Μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη για τον θάνατο που καταλήγει ένας ύμνος για τη ζωή.

Μια ερώτηση που εγώ την αντιλαμβάνομαι ως ρητορική αλλά με αφορά πολύ η άποψή σας. Ήταν το 2020 η χρονιά του πένθους;

Το πένθος είναι «δώρο» για τον άνθρωπο – τουλάχιστον, έτσι λένε οι ειδικοί, αντίθετα με την κυρίαρχη άποψη. Αποτελεί τον τρόπο της ψυχής να διαχειριστεί και να εκτονώσει ό,τι μας κάνει να υποφέρουμε, μας απειλεί, μας έπληξε βαριά, μας αποδιοργάνωσε. Επί της ουσίας, το πένθος είναι διαδικασία επαναφοράς – σαν την ξεκούραση που χρειάζεται ο χειρουργημένος μετά την εγχείρηση. Επαναφορά σε μια ζωή πιο λειτουργική, πιο χαρούμενη, πιο γεμάτη. Συνεπώς, με δεδομένο ότι το 2020 ήταν αναμφίβολα χρονιά απωλειών και πόνου, εάν για κάποιους έγινε και χρονιά πένθους, αυτό είναι ευχής έργον: αυτοί οι άνθρωποι φτάσαμε στην πέρα μεριά της σήραγγας της θλίψης“.

Από το κρούσμα 0 στις 26.2.2020 μέχρι σήμερα βιώσαμε έντονα το αίσθημα της απώλειας. Ποιο είναι το επόμενο βήμα -σύμφωνα με τα πέντε στάδια του πένθους;

“Αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση «μαζικό» και κλειδωμένο κοινωνικό δεδομένο. Κάθε άνθρωπος και οι χρόνοι του, κάθε ψυχή και οι διαδικασίες της. Άλλοι είμαστε ακόμη σε άρνηση, άλλοι έχουμε κολλήσει στο θυμό, άλλοι κάνουμε παζάρια για να ξανακερδίσουμε την παλιά ζωή, άλλοι μπαινοβγαίνουμε στην κατάθλιψη, μερικοί αρχίζουμε και αποδεχόμαστε ότι ο κόσμος όπως τον ξέραμε άλλαξε, και ότι χρειάζεται να προσαρμοστούμε σε νέες πραγματικότητες. Επιπλέον, πολλοί είμαστε και σε δύο ή και περισσότερα στάδια ταυτόχρονα. Το κρίσιμο εδώ είναι να κατανοήσουμε ότι κανένα στάδιο δεν είναι «καλό» ή «κακό» – αρνητικό ψυχολογικά και για την ζωή μας συνολικά είναι να κολλήσουμε σε κάποιο στάδιο για πολύ καιρό. Οι καθηλώσεις βλάπτουν. Οι αποκαθηλώσεις, ποτέ”.

Πώς «πλησιάζει κανείς το θάνατο»; Τι σας έμεινε μεταφράζοντας ένα τόσο σημαντικό βιβλίο και θέλετε να το μοιραστείτε;

“Στο ομώνυμο βιβλίο, τον πλησιάζει γιατί διαβάζει μια γεμάτη κατανόηση, ευαισθησία και τόλμη μελέτη που σε ένα βαθμό τον αποκωδικοποιεί, αλλά ως επερχόμενο φαινόμενο. Το βιβλίο απαντά σε ερωτήματα πολύ ειδικών συνθηκών. Μερικά από αυτά: Πως  νιώθουν οι άνθρωποι που ξέρουν ότι έχουν μια θανατηφόρα ασθένεια; Τι τους παρηγορεί; Τι τους βοηθά να γαληνέψουν; Πως επηρεάζονται οι συγγενείς τους; Τι μπορούν να κάνουν; Πως μπορούν να βοηθήσουν τους εαυτούς τους ώστε να είναι σε θέση να βοηθήσουν τους βαριά ασθενείς συγγενείς τους; Πως λες σε κάποιον, αν το λες, ότι έχει ένα χρόνο ζωής; Πέρα από αυτό, όπως κάθε καλό βιβλίο, και αυτό εδώ γίνεται για τον αναγνώστη (και προφανώς και για τον μεταφραστή του) μια πολύ προσωπική σχέση, ένα πρόσφορο, ένα δώρο. Αυτό που μου έμεινε από το “Πλησιάζοντας τον Θάνατο” είναι πως η εκφρασμένη αλήθεια, η ειπωμένη πραγματικότητα των ανθρώπων, η αμεσότητα και η ουσιαστική επικοινωνία μπορούν να αλαφρύνουν και την μεγαλύτερη τραγωδία“.

Υπήρχε το καλοκαίρι έντονο το αίσθημα της αισιοδοξίας και της ανέμελης αδιαφορίας. Πριν τη δεύτερη καραντίνα. Είναι στάδιο της διαδικασίας του πένθους;

“Πολύ εύστοχη παρατήρηση. Πιστεύω πως ναι. Ήταν το στάδιο της άρνησης, θα μπορούσε να πει κανείς. Από την άλλη βέβαια είναι κάπως πιο πολύπλοκο το ζήτημα: θυμίζω ότι το καλοκαίρι είχαμε την αίσθηση από όσα ακούγαμε πως το πρόβλημα είχε λήξει, πως  αποτελούσαμε success story. Όταν αποδείχτηκε πως δεν ήταν έτσι, έπρεπε να διαχειριστούμε ακόμη μια βαριά απογοήτευση που προστέθηκε σε ήδη μεγάλα βάρη”.

Γιατί πιστεύετε ότι πρέπει να διαβαστεί το βιβλίο της Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ρος; Τι θα λέγατε σε κάποιον αναγνώστη για να το πείσετε;

“Δεν είναι τυχαίο πως το “Πλησιάζοντας τον Θανάτο” αποτελεί ένα από τα πιο επιδραστικά και ιστορικά κείμενα ψυχολογίας του 20ου αιώνα. Είναι ένα πολύ ειδικό βιβλίο, με μεγάλο ειδικό βάρος, με ουσιαστική επίδραση στην ψυχολογία και την προσωπικότητα του  αναγνώστη. Τόσο άμεσα, όσο και μακροπρόθεσμα και πιο υπαινικτικά. Νομίζω πως όπως όλα τα μεγάλα έργα, λειτουργεί σαν κάτι που πλάθεται και αποκωδικοποιείται από τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Για μένα,  ήταν μια υπενθύμιση ότι η ζωή είναι χαρά και ουσιαστική, χωρίς στρεβλώσεις, επικοινωνία, ότι οι άνθρωποι είμαστε σχηματισμένοι από την αλληλεπίδραση με τους άλλους, και ότι καμιά φορά οι ελάχιστες στιγμές των ανθρώπων και οι μικρές χειρονομίες τους μπορεί να περιέχουν πολύ, πολύ, πολύ, πραγματικά πολύ μεγάλα νοήματα και αισθήματα”.

Σε κάποιον που δεν γνωρίζει απολύτως τίποτα μπορείτε να περιγράψετε -κατανοητά- τα πέντε στάδια του πένθους;

“Στο πλαίσιο του βιβλίου, που υπενθυμίζω ότι αφορά το πένθος που σχετίζεται με θανατηφόρα ασθένεια, δηλαδή ετοιμοθάνατους ανθρώπους και τους συγγενείς τους (αυτοί δηλαδή που «πλησιάζουν τον θάνατο» μεταφορικά και κυριολεκτικά) τα πέντε στάδια του πένθους είναι:

1. Άρνηση – «κάνει λάθος ο γιατρός/μπέρδεψαν τις εξετάσεις μου/αν δεν πάω στο νοσοκομείο, δεν θα έχει συμβεί/δεν είμαι άρρωστος, κουρασμένος είμαι απλώς/μου κάνει πλάκα ο θεός».

2. Θυμός – «είναι δυνατόν εγώ που ακόμα είμαι τόσο μικρός; Που είμαι καλός άνθρωπος; Α! ξέρω γιατί, επειδή οι γύρω μου με παιδεύουν, για αυτό αρρώστησα».

3. Διαπραγμάτευση – «ας γίνω καλά και θα γίνω ο καλύτερος άνθρωπος/αύριο κόβω το κάπνισμα/θα πάω για να ανάψω μια λαμπάδα τρία μέτρα/αρχίζω διαλογισμό και να διαβάζω ιερά κείμενα».

4. Θλίψη – «κουράστηκα με τους γιατρούς/όλο χάπια, χάπια, χάπια, ως πότε;/πονάω – και δεν εννοώ σωματικά…/πόσο μου έχει λείψει η κολύμβηση και μια βόλτα στην θάλασσα»

5. Αποδοχή – «ας σταματήσουν πια να μου μιλάνε, θέλω λίγο να κοιμηθώ/βάλτε με πιο κοντά στο παράθυρο να βλέπω έξω, φέρτε μου το ραδιόφωνο και αφήστε με μόνη σας παρακαλώ…»

Υπενθυμίζω κάτι πολύ σημαντικό. Η εφαρμογή του μοντέλου των πέντε σταδίων του πένθους σε άλλες απώλειες (πχ, χωρισμός, ανεργία) που προφανώς είναι πολύ λιγότερο απειλητικές από μια θανατηφόρα ασθένεια, ενδέχεται να βασίζεται στις ίδιες αρχές, αλλά διαφέρει κατά πολύ στην κατάληξη – όπως και σε πολλές άλλες λεπτομέρειες. Πάντως σε αυτό το βιβλίο παρουσιάστηκε πρώτη φορά το μοντέλο των πέντε σταδίων που είναι τώρα τόσο διαδεδομένο και σε μεγάλο ή μικρό βαθμό, γνωστό σε όλους μας”.

Σε ποιο στάδιο βρίσκεται σήμερα (26/02/2021) η ελληνική κοινωνία;

“Εξαρτάται από το πιο κομμάτι της εξετάζει κανείς. Βλέπω γύρω διάχυτη τοξικότητα που υποδεικνύει πολύ θυμό. Η εμμονή με τα reality show και με τα γεγονότα της επικαιρότητας ή και με το εφήμερο των social media, κατά την άποψή μου, φωνάζει «άρνηση». Σίγουρα όλοι είμαστε θλιμμένοι (για τους θανάτους, για τις χαμένες θέσεις εργασίας, για τα κλειστά μαγαζιά, για τους φίλους που έχουμε μήνες να δούμε). Να συμπληρώσω εδώ ότι πολύ συχνά τα στάδια μπορεί να υπάρχουν και ταυτόχρονα… λόγου χάρη εγώ είμαι θλιμμένος, θυμωμένος αλλά και προσπαθώ να αναδιοργανώσω όσο είναι εφικτό την ζωή μου”.

Μας κάνει καλό να μιλάμε τόσο πολύ για τον θάνατο; Ξορκίζουμε τον φόβο; Ή βλέποντας καθημερινά τα στατιστικά κυριευόμαστε από άγχος και υπαρξιακή αγωνία και φερόμαστε ως μελλοθάνατοι;

“Το πολύ δεν είναι για τίποτε καλό, σε οτιδήποτε. Το λέγαν και οι αρχαίοι! Νομίζω ότι είναι καλό να μην αρνούμαστε την ύπαρξη του θανάτου, γιατί η υπενθύμιση πως είμαστε εδώ για λίγο μπορεί να λειτουργεί ως ενόρμηση χαράς, επικοινωνίας και δημιουργίας. Από την άλλη, όμως, η θανατολαγνεία μπορεί να μας παραλύσει, να μας κάνει υπερβολικά φοβισμένους και δειλούς, να μας κλείσει στο καβούκι μας, να μας προκαλέσει ασφυξία. Δείτε όμως και κάτι παράξενο πολύ. Την ίδια επίδραση με την θανατολαγνεία έχει και άρνηση του θανάτου: άνθρωποι που δεν έχουν κλάψει τα πένθη τους, τους γονείς ή τους φίλους και οικείους που πέθαναν, και εκείνοι παραλύουν, κλείνονται στον εαυτό τους, ξεχνάνε να ζουν ουσιαστικά.

Θα μακρηγορήσω λίγο αλλά ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου είναι εκεί όπου ερμηνεύει την εμμονή μας με τον θάνατο διασημοτήτων, ή με τις τραγωδίες που συμβαίνουν μακριά από εμάς. Ουσιαστικά, σύμφωνα με την Κιούμπλερ – Ρος, αυτό που λέμε ενδόμυχα όταν διαβάζουμε με προσήλωση για τον θάνατο της Νταϊάνα, λόγου χάρη, είναι κάτι σαν «αφού συνέβη εκεί, δεν θα συμβεί εδώ! Την γλύτωσα και σήμερα! Συμπληρώθηκαν οι ημερήσιοι αριθμοί!». Ενδόμυχα «ανακουφιζόμαστε».

Όσον αφορά τον covid και τις τρομερές του στατιστικές, η επίδραση τους εξαρτάται από την προσωπικότητα κάθε ανθρώπου. Άλλοι τρομάζουμε και προσέχουμε πιο πολύ, άλλοι τρομάζουμε και πίνουμε μισό μπουκάλι βότκα, μέχρι να μην τρομάζουμε, άλλοι κλεινόμαστε στον εαυτό μας… Μερικοί έχουμε ταυτόχρονα κάμποσες αντιδράσεις. Μια πολύ σημαντική παρατήρηση, που είναι και μάθημα του βιβλίου: στα σημαντικά ψυχικά φαινόμενα δεν υπάρχουν μαζικότητες. Μια κοινωνία δεν αντιδρά συνολικά σε κάτι μεγάλο και τρανταχτό. Ο κάθε άνθρωπος έχει την δική του αντίδραση που καθορίζεται από εκατομμύρια παράγοντες. Για αυτό και οι λύσεις τέτοιων θεμάτων στην εποχή μας δεν μπορούν να είναι απλοϊκές και μονοσήμαντες. Και για να το περιπλέξω ακόμη περισσότερο (ναι! μπορώ!) να σας πω ότι ενδέχεται να έχει τεράστια ψυχική επίδραση στον κάθε ένα από εμάς – και θετική και αρνητική – το γεγονός ότι όλο αυτό το χάος της πανδημίας εν πολλοίς το βιώνουμε μέσω των κοινωνικών δικτύων. Που μας βομβαρδίζουν με αλήθειες και με ψέματα, μας τρομάζουν, αλλά και μας εκτονώνουν. Μένει να φανεί, λοιπόν.

Ξαναλέω: τα φαινόμενα στο ψυχικό τοπίο του ανθρώπου δεν είναι ποτέ απλά!”

Μπορεί κάποιο κεφάλαιο του βιβλίου «Πλησιάζοντας τον Θάνατο» να εξηγήσει το φαινόμενο των αρνητών και των συνομοσιολόγων; Είμαστε τον τελευταίο χρόνοι όλοι ευάλωτοι σε τέτοιες θεωρίες;

“Άμεση εξήγηση δεν δίδεται. Η βασική αρχή που παρουσιάζεται πάντως στο βιβλίο είναι ότι όταν κάτι μας ξεβολεύει, απειλεί την ύπαρξη μας, ή μας φοβίζει, σε κάποια φάση σίγουρα θα προσπαθήσουμε να αρνηθούμε ότι συμβαίνει, ή ότι είναι τόσο σοβαρό. Ένας τρόπος να αρνηθείς ότι ο ιός είναι απειλητικός, είναι και το να τον αποδώσεις στην διάνοια του ανθρώπου, να πεις ότι είναι κατασκεύασμα του κακού Μπιλ Γκέιτς που θέλει να μάθει τι βρακί φοράς εκεί στα περίχωρα της Θήβας. Αυτή η θεωρία, παραδόξως, παρηγορεί κάποιους ανθρώπους περισσότερο από το απλό δεδομένο ότι «οι ιοί συμβαίνουν στην φύση εδώ και εκατομμύρια χρόνια» και ότι «σε μια κοινωνία που όλοι ταξιδεύουμε η μετάδοση είναι πολύ πιο εύκολη και μαζική»”

Τα media εκμεταλλεύονται τρομολαγνικά την πανδημία;

“Τα media είναι μεταπωλητές της προσοχής μας, που μας την παίρνουν και την πουλάνε στην διαφήμιση. Η προσοχή μας παραμένει προσκολλημένη σε οτιδήποτε πολύ δραματικό, πολύ μελό, πολύ ακραίο, πολύ κραυγαλέο, πολύ ερεθιστικό για το θυμικό μας… άρα… τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι… πόσο το λαδόξιδο; Ευτυχώς υπάρχουν και εξαιρέσεις, κάποια μέσα ενημέρωσης είναι όντως ενημέρωσης, όχι έντασης, αλλά πρέπει να ψάξεις να τα βρεις, και κυρίως να αντισταθείς στο λαίμαργο για δράμα και εντυπωσιασμό θυμικό σου”.

Πώς περιγράφονται οι ασθενείς στο βιβλίο που μετέφρασες; Βρήκατε κοινούς τόπους με μαρτυρίες ασθενών που βγήκαν από ΜΕΘ και μονάδες Covid-19;

“Οι περιγραφές των ασθενών στο “Πλησιάζοντας τον Θάνατο” είναι ίσως είναι από τα πιο πολύτιμα στοιχεία του βιβλίου. Μάθημα ανθρωπιάς, διακριτικότητας, ενσυναίσθησης. Πρόκειται κατά κανόνα για ανθρώπους με χρόνια νοσήματα, κυρίως καρκίνο, μιας άλλης εποχής – μιλάμε για τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Θέλω αντί για τις ομοιότητες τους με τους ασθενείς από Covid, να σταθώ σε μια διαφορά τους, που είναι κομβική και με θλίβει. Οι άνθρωποι στο βιβλίο παρηγορήθηκαν και γαλήνεψαν κυρίως μέσω της επαφής και της επικοινωνίας – με το άγγιγμα και με την αγκαλιά, με την κουβέντα δίπλα στο κρεβάτι τους. Οι ασθενείς από Cοvid-19 δυστυχώς καμία εκδοχή της επαφής δεν μπορούν να βιώσουν. Αυτό μου φαίνεται και ουσιαστικά αλλά και συμβολικά πολύ βαρύ – και σίγουρα είναι κάτι που δεν θα ήθελα να συμβεί ποτέ σε κανέναν“.

Ποιο είναι το πιο δύσκολο και έντονο στάδιο;

“Φαντάζομαι το πρώτο, οι πολύ αρχικές στιγμές του. Το να θρυμματίζεται έτσι η μέχρι τότε πραγματικότητά σου, το να σου λένε ότι έχεις κάτι που μπορεί να είναι και θανατηφόρο… Αλλά βέβαια και όλες οι μεταβάσεις από το ένα στάδιο σε επόμενο, που επί της ουσίας αποτελούν λίγο μεγαλύτερη αποδοχή της σκληρής αλήθειας, έχουν σίγουρα τις προκλήσεις τους. Σκέφτομαι καμία φορά ότι είναι πραγματικά εντυπωσιακό πόσο η αλήθεια είναι και λύτρωση, αλλά και βαθύς πόνος”.

Ο ασθενής είναι σίγουρα ένα θύμα της πανδημίας. Η οικογένεια του, ο/η σύντροφός του/της, οι φίλου του/της είναι θύματα; Η κοινωνία; Πχ στο πρόσφατο πρωτοσέλιδο των NYT σοκαριστήκαμε με τις μαύρες κουκίδες που απεικόνιζαν 500.000 ζωές.

“Φυσικά και υπάρχουν απώλειες και σε ανθρώπους που δεν είναι ασθενείς. Και μάλιστα πολλές από αυτές τις απώλειες δεν είναι καθόλου εύκολα μετρήσιμες. Θα φανούν μετά από πολύ χρόνο και κόπο. Η κατάθλιψη, η πεσμένη ενέργεια, η αίσθηση απειλής, η μοναξιά, η απώλεια αίσθησης προσανατολισμού, η ψυχική επίδραση της ανεργίας, η απώλεια αγαπημένων και απαραίτητων χώρων (ένα μαγαζί που εργαζόμασταν ή που συχνάζαμε) και πολλά, πολλά ακόμη φαινόμενα του ψυχικού τοπίου των ανθρώπων φοβάμαι θα αποδειχτούν πολύ επιδραστικά. Μακροχρόνια, και όχι θετικά”.

Μπορείτε πλέον (μετά τη μετάφραση του βιβλίου αυτού) να καταλάβετε ποιος είναι ο τύπος της προσωπικότητας που ελπίζει και εκείνος που οργίζεται όταν έρχεται σε επαφή με ασθενή ετοιμοθάνατο ή που κινδυνεύει να πεθάνει;

Μπορεί να είναι και ο ίδιος άνθρωπος, ξέρετε. Σε διαφορετικά στάδια απλώς. Προ και μετά του στοχασμού, λόγου χάρη, ή προ και μετά της κατανόησης του ίδιου του σκεπτικού του, του ψυχικού του τοπίου, και των συναισθημάτων του. Οι άνθρωποι είμαστε ικανοί για το χειρότερο και για το καλύτερο. Πολλές φορές για να φτάσουμε στο καλύτερο, χρειάζεται να λουστούμε, με κατανόηση και με ψυχραιμία, με επιείκεια, και το χειρότερο. Αυτή η ιδιότητα μας για επιλογή είναι η υψηλή ανθρώπινη ουσία μας, πιστεύω”.

Πόσο έντονα εμπλέκεται (αν εμπλέκεται) ο μεταφραστής με το έργο που αναλαμβάνει; Επί παραδείγματι, στο συγκεκριμένο βιβλίο πώς νιώθατε όταν τελειώνατε ένα κεφάλαιο; Μπορείτε να μην εμπλακείτε συναισθηματικά;

“Υπήρχε μια πολύ ειδική περίσταση στην σχέση μου με το συγκεκριμένο βιβλίο, που νομίζω με έκανε ίσως κάπως πιο δεκτικό στις διαδικασίες που με τόση ευαισθησία καταγράφει και αναλύει. Όταν πέθανε η μητέρα μου, μετά από μακροχρόνια ασθένεια, στα 47 της, ήμουν 20 χρονών. Για πολλούς και διάφορους λόγους, οι περιστάσεις της ασθένειας και του θανάτου της, θα ήταν ιδανικές για την εμφάνιση ενός ανθρώπου σαν την Κιούμπλερ – Ρος. Που θα μας βοηθούσε να μιλήσουμε, μεταξύ μας, ασθενής μητέρα και τρομαγμένα παιδιά, πιο ανοιχτά και πιο τολμηρά. Άρα και πιο παρηγορητικά. Κατά κάποιον τρόπο, η μετάφραση του βιβλίου, μου επέτρεψε να δημιουργήσω έναν υποθετικό και μεταχρονολογημένο διάλογο με την μητέρα μου, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό της. Της «είπα» πράγματα που δεν μπορούσα τότε και «μου είπε» και εκείνη.

Στενοχωρήθηκα πολύ σε αυτήν την διαδικασία, ομολογώ, αλλά και ξεπλήρωσα ένα βαρύ χρωστούμενο. Αυτό είναι ενδεχομένως και το μεγάλο δώρο του βιβλίου αυτού (όπως και της γνώσης γενικότερα): ότι σου δίδει την δομή πάνω στην οποία μπορείς να ακουμπήσεις την σκοτεινιά σου, για να λιαστεί και να καθαρίσει”.

Υπάρχει τελικά τρόπος να συμφιλιωθεί ποτέ ο άνθρωπος με το τέλος του;

“Υπάρχει. Μέσω του στοχασμού ενδεχομένως, και βέβαια όταν είναι ορατό για κάποιον λόγο. Αλλά είναι ακόμη πιο χρήσιμο (και νομίζω πιο εύκολο) να συμφιλιωθούμε με τον εαυτό μας, με τα ελαττώματα και τις σκοτεινές πλευρές μας. Αλλά και με τους γονείς και τους σημαντικούς ανθρώπους στην ζωή μας, και με την αμφιλεγόμενη ανθρώπινη φύση – ώστε να ζούμε με χαρά και τόλμη, με δημιουργικότητα και με έρωτα. Έτσι, λέει, δεν φοβάσαι τον θάνατο, αν έρθει η ώρα του. Αν έχεις ζήσει πλήρη, ελεύθερη, δοτική ζωή“.

Οι συλλογές διηγημάτων του Βαγγέλη ΠροβιάΤα Μαύρα Παπούτσια Της Παρέλασης” και “Πλατεία Μεσολογγίου” κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ολκός. Το “Πλησιάζοντας τον Θάνατο” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.