Γυρίζουμε τον χρόνο λίγο πίσω. Η δημόσια καταγγελία ενός βιασμού φέρνει στην επιφάνεια για ακόμα μια φορά έννοιες όπως το victim blaming και τάσης, όπως η πλήρης αμφισβήτηση των λεγομένων του θύματος. Τα social media, πέρα από τις φωνές που καταδίκαζαν το γεγονός και εξέφραζαν τη συμπαράστασή τους στο θύμα, κατακλύστηκαν και από εκείνες που αμφισβητούσαν τον βιασμό τον ίδιο και συνέχεαν τη συναίνεση με την απουσία αντίστασης, δίνοντας άλλοθι σε βιαστές υπεράνω πάσης υποψίας. Ναι, εκείνοι που απορούσαν γιατί η Σοφία Μπεκατώρου δεν αντέδρασε, δε φώναξε, δεν πάλεψε, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως επρόκειτο για συναινετικό σεξ, δεν ήταν λίγοι. Αυτό που αγνοούσαν -και πιθανότατα συνεχίζουν να αγνοούν- αυτοί οι άνθρωποι είναι πως πολλά θύματα βιασμού, όταν περιγράφουν το περιστατικό σε αστυνομικά τμήματα, φιλικά τραπέζια, πολυθρόνες ψυχολόγων και φιλικούς καναπέδες, δεν αναφέρουν τίποτα για αντίσταση και φωνές κατά τη διάρκεια της κακοποίησής τους. Απλούστατα γιατί δεν υπήρξαν. Όχι γιατί συναινούσαν με κάποιο τρόπο, αλλά γιατί αυτή ήταν η αντίδρασή τους μπροστά σε ένα γεγονός που απειλούσε τη ζωή τους.
Σύμφωνα με έρευνα, η πλειοψηφία των θυμάτων βιασμού που επισκέφτηκαν την Emergency Clinic for Rape Victims στη Στοκχόλμη ανέφεραν πως δεν πάλεψαν. Πολλά από αυτά, μάλιστα, όχι απλώς δε φώναξαν, αλλά βίωσαν μια προσωρινή παράλυση που ονομάζεται tonic immobility. Η πλήρης έλλειψη αντίδρασης μπροστά σε μια σεξουαλική επίθεση, λοιπόν δεν σημαίνει συναίνεση, δεν είναι αιτία αμφισβήτησης της ίδιας της επίθεσης, αλλά είναι μια συνηθισμένη απόκριση μπροστά σε ενδεχόμενο κίνδυνο.
Προσπαθώντας να μου εξηγήσει τη σημαίνει αυτό το πάγωμα, το freeze response, σε περιπτώσεις βιασμού, ο ψυχολόγος Αλέξανδρος Γεροντίδης, ξεκινά από τις ήδη γνωστές και «συνηθισμένες» αντιδράσεις απέναντι σε επερχόμενο κίνδυνο ή απλώς σε ένα στρεσογόνο γεγονός: το “arousal” (διέγερση, η οποία επιταχύνεται μέσω του αυτόνομου νευρικού συστήματος) και αντίδραση “flight or fight” (φυγή/εγκατάλειψη ή πάλη/μάχη). Ωστόσο, υπάρχει και μια άγνωστη αντίδραση στο ευρύ κοινό, αλλά όχι ασυνήθιστη ως ψυχολογικός μηχανισμός αυτοάμυνας: η αντίδραση freeze, η οποία, όπως μου λέει, «συναντάται συχνά σε περιπτώσεις σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης».
«Το freeze είναι το πάγωμα την ώρα που δεχόμαστε την απειλή ή που μας επιτίθενται. Είναι μία μορφή ακούσιας παράλυσης ή και εμβροντησίας, η οποία περιλαμβάνει μειωμένη ή μηδενική αντίδραση στα εξωτερικά ερεθίσματα». Το πάγωμα αυτό, παράλληλα, δείχνει να εντείνει τις πιθανότητες εμφάνισης μετατραυματικού στρες στα θύματα. «Τα άτομα που εμφανίζουν μία τέτοιου είδους αντίδραση σε περιπτώσεις κακοποίησης θεωρείται ότι έχουν διπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν μεταγενέστερα διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD), κατάθλιψη και κοινωνική απομόνωση», αναφέρει ο Αλέξανδρος.
Προσπαθώντας να καταλάβω για ποιο λόγο τα θύματα τα οποία ανταποκρίθηκαν με «πάγωμα» στη σεξουαλική επίθεση, είναι πιο επιρρεπή σε μετατραυματικό στρες, το μυαλό μου τρέχε να βρει την εξήγηση στις τύψεις. Είναι πιθανό τα θύματα να νιώθουν πως δεν προσπάθησαν αρκετά ώστε να σώσουν τον εαυτό τους τη στιγμή που το σώμα τους παραβιαζόταν; Για τον Αλέξανδρο δεν είναι τόσο σαφής η απάντηση. Εξηγώντας μου πως ενώ το ενδεχόμενο «παράλυσης» και απουσίας αντίδρασης κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης είναι γνωστό σε νομικό επίπεδο και λαμβάνεται υπόψη (άρα δε μένει κάποιο κενό που να αμφισβητεί τον βιασμό ως γεγονός), στο δικό του γραφείο έχουν φτάσει θύματα που πράγματι ταλαιπωρούνταν από τύψεις επειδή πάγωσαν και δεν αντέδρασαν. «Θα ήθελαν να έχουν μια πιο δυναμική αντίδραση», μου αναφέρει. Παρόλα αυτά, οι τύψεις στις περισσότερες περιπτώσεις, αφορούσαν την έλλειψη καταγγελίας, ότι δηλαδή τα θύματα δεν έδρασαν όταν «έπρεπε», όταν το τραύμα ήταν νωπό. Υπήρξαν όμως και περιπτώσεις, όπου ο Αλέξανδρος είχε απέναντί του survivors που ένιωθαν κάποιου είδους ευγνωμοσύνη για το «πάγωμα» αυτό. «Ευτυχώς που δεν αντέδρασα και δε με σκότωσε», του είχε αναφέρει ένα από αυτά.
Για τον Αλέξανδρο το «γιατί τώρα και όχι τότε;» οχριά μπροστά στις επιπτώσεις που έχει μια σεξουαλική επίθεση, όχι μόνο σε ψυχολογικό επίπεδο, αλλά και στον ίδιο τον οργανισμό γενικότερα. «Η οξεία αντίδραση στο στρες που έρχεται ως συνέχεια του τραυματικού γεγονότος της κακοποίησης είναι μια διαδικασία κατά την οποία εκκρίνονται και απελευθερώνονται ουσίες και ορμόνες όπως γλυκόζη, αδρεναλίνη, ινσουλίνη, κορτιζόλη, των οποίων οι υψηλές συγκεντρώσεις αλλά και οι απότομες μεταβολές είναι δυνατό να προκαλέσουν βλάβες στο ανοσοποιητικό σύστημα, αλλά και δομικές αλλοιώσεις σε περιοχές του εγκεφάλου που επηρεάζουν τη διάθεση, τη συμπεριφορά, ακόμη και γνωστικές διεργασίες όπως μνήμη, αντίληψη, προσοχή. Η κακοποίηση δηλαδή δεν είναι μόνο μια τραυματική εμπειρία αλλά και μία πράξη δυνητικά επιβλαβής για τον οργανισμό», μου εξηγεί.
Για τον ίδιο, το σπάσιμο της σιωπής είναι το μαγικό βήμα για λύτρωση. Επικαλούμενος τις αρχαίες τραγωδίες και την πολυπόθητη κάθαρση του θύματος και τίση του θύτη, μου λέει χαρακτηριστικά πως «η λύτρωση σε τέτοιες περιπτώσεις πολλές φορές περνάει μέσα από την κόλαση». Όπου κόλαση, εννοεί τις μνήμες, τα flashbacks και την αναβίωση του τραύματος. «Είναι απαραίτητο τα θύματα να μη σιωπήσουν, να μιλήσουν και να εκφραστούν για όσα πέρασαν για να μπορέσουν να φτάσουν στην κάθαρση. Ναι, η κακοποίηση δε λησμονείται, ούτε διαγράφεται μαγικά, αλλά αν γεμίσουμε από γενναία πλάσματα και πληροφορημένους «ακροατές», η λύτρωση θα είναι μονόδρομος. Είτε το θύμα παλέψει, είτε παγώσει, είτε φωνάξει, ο βιασμός είναι βιασμός, η κακοποίηση είναι κακοποίηση, και ο μόνος που οφείλει απολογία είναι ο θύτης. Ποτέ το θύμα. Και δε λέμε συχνά “ποτέ”.