«Ναι, Γιώργο, αλήθεια είναι…», απάντησα στον προβοκάτορα Πολυμενέα με στόμφο και με σιγουριά ακραιφνούς Αιγαλεώτη τεσσάρων δεκαετιών που δεν σηκώνει δεύτερη κουβέντα, όταν μου ζήτησε να γράψω ένα άρθρο βασισμένο στην ερώτηση του τίτλου.
Εν τω μεταξύ, έχω μετακομίσει εδώ και κάνα εφτάμηνο στον Κορυδαλλό…
Κάτι που ο ίδιος το γνωρίζει από πρώτο χέρι, καθότι είμαστε πλέον γειτονάκια. Από την πάνω πλευρά των φυλακών μένει αυτός, από την κάτω εγώ. Κάπου εκεί σκέφτηκα ότι ίσως να με προβοκάρει. Προτού προλάβω να του ψελλίσω το «ρε συ, με τι μούτρα να γράψω για τις αλυσίδες με τις οποίες εθελούσια δένονται οι Αιγαλεώτες στον τόπο τους, από τη στιγμή που αλλαξοπίστησα;» (ή με μια κάπως πιο νορμάλ πρόταση τέλος πάντων), εκείνος είχε κλείσει ήδη το τηλέφωνο. Ήταν σίγουρος, φαίνεται, πως θα έβρισκα τον τρόπο να επιβεβαιώσω το ερώτημα.
Και ήταν σίγουρος, γιατί γνωρίζει τον έρωτα μου για το Αιγαλεάκι. Μαζί με τον Γιώργο περπατάμε τα απογεύματα στα καλοφτιαγμένα πεζοδρόμια της Ταξιαρχών και της νεόδμητης Πλατείας Ελευθερίας και μπορεί να καταλάβει ότι πίσω από το δήθεν ευτυχισμένο μου προσωπείο, το μυαλό ταξιδεύει σε Εκείνη τη λακκούβα έξω από το «Σταύρος Μαυροθαλασσίτης». Το Αιγάλεω είναι η Χαλκιδική των φτωχών και σαν αυτό δεν έχει.
Ένας μαγνήτης με ταξικά χαρακτηριστικά
Έφυγα, λοιπόν, από το Αιγάλεω για τον γειτονικό Κορυδαλλό. Τρία λεπτά χρονομετρημένα με το αμάξι και αυτό τα λέει όλα. Δεν μπορούσα, δεν ήθελα να κουνήσω παραπέρα. Δεν μπήκαν, ας πούμε, ποτέ στη bucket list μου ούτε τα λούσα των Βορείων Προαστίων, ούτε η δροσερή απόδραση προς το παραλιακό μέτωπο. Ακόμη και ο πλουραλισμός του Κέντρου, ανέκαθεν με γοήτευε τόσο όσο.
Όλα τα παραπάνω, βέβαια, δεν ισχύουν για κάθε άνθρωπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αιγάλεω. Κάποιοι ονειρεύτηκαν το φευγιό και τελικά το επιχείρησαν, αποτελούν ωστόσο μια διαχρονική μειοψηφία στις έξι περίπου γενιές Αιγαλεωτών. Έξι γενιές ανθρώπων με ετερόκλητη καταγωγή αλλά με κοινή ταξική καταβολή. Μικρασιάτες, Μακεδόνες, Πόντιοι, Πελοποννήσιοι μα κυρίως και πλειοψηφικά εργάτες.
Άνθρωποι της εργατιάς (χωρίς ίχνος κλισεδιάρικης χροιάς στον συγκεκριμένο προσδιορισμό), που δημιούργησαν μια χωροχρονική αλυσίδα ένθεν κακείθεν της πιο Ιερής Οδού στον κόσμο. Εκείνοι που λέρωσαν χέρια και πνευμόνια στο Πυριτιδοποιείο, όσοι έσπειραν τη γη από τον Ελαιώνα μέχρι του Λιούμη και τα Νταμαράκια, αυτοί που πνίγηκαν όταν αποφάσιζε ο Κηφισός να μανουριάσει φουσκώνοντας. Οι απέθαντοι που σκοτώθηκαν από ναζιστική σφαίρα τον Άη Γιώργη. Οι παππούδες μας που έβαλαν τούβλα πάνω στο χώμα και οι μανάδες μας που πρόλαβαν να γλεντήσουν σε κάποιο από τα θρυλικά νυχτερινά κέντρα της Θηβών όταν εκείνη ήταν η Μέκκα της αθηναϊκής νύχτας. Εμείς που πίνουμε στην υγειά όλων των παραπάνω κάθε που γεμίζουμε τα τραπεζάκια στα ρακάδικα της Αγίας Λαύρας.
Ελάχιστοι κόκκοι σιδήρου από αυτήν την νοητή αλυσίδα, μαγνητίστηκαν από την ιδέα να φύγουν σε άλλα μέρη και ο λόγος είναι πρωτίστως οικονομικοταξικός. Πού να πάνε και γιατί να φύγουν άνθρωποι που από το τίποτα βρέθηκαν να απολαμβάνουν το όνειρο της ιδιοκατοίκησης; Οι παππούδες, τα παιδιά και σε πολύ μεγάλο βαθμό τα εγγόνια, παρέμειναν και παραμένουν στο Αιγάλεω γιατί δεν είχαν και δεν έχουν άλλη επιλογή.
Με άλλα λόγια, δεν διαμορφώθηκαν διαχρονικά στο Αιγάλεω συντριπτικές συνθήκες για μια μαζική, ανοδική κοινωνική κινητικότητα η οποία θα έδινε το πάτημα στους γηγενείς να μετακομίσουν στη Γλυφάδα, στο Ψυχικό, στη Νέα Σμύρνη έστω. Αυτός είναι και ο λόγος που η συντριπτική πλειοψηφία όσων διαμένουν στα όρια του δήμου, δεν είναι περαστικοί (οι οποίοι κατά τα άλλα πλειοψηφούν σε μπόλικες γειτονιές της Αθήνας), ούτε προφανώς κυνηγοί του ονείρου που θέλχτηκαν από τις ομορφιές του Μπαρουτάδικου και τον καθαρό αέρα από το Όρος. Στο Αιγάλεω ζούσαν και συνεχίζουν να ζουν άνθρωποι που κινούνται στον άξονα «μαροκαμιατιάρη-μεσοαστού», το Αιγάλεω αποτελεί για αυτούς μια επιλογή που τους δόθηκε ανάμεσα σε μηδαμινές εναλλακτικές.
Μόνο η Βίκυ Μοσχολιού είχε τάσεις φυγής
Η εξήγηση γύρω από την μειωμένη ενδοαστική κινητικότητα των Αιγαλεωτών, πάντως, θα ήταν ανεπαρκής αν έμενε απλά και μόνο στην παραπάνω κυνική αφήγηση. Αυτή που αναφέρει μέσες άκρες ότι «στο Αιγάλεω μένεις γιατί οι προηγούμενοι σου εξασφάλισαν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι».
Το Αιγάλεω λειτουργεί μαγνητικά και για έναν άλλο κυρίαρχο λόγο: για την έντονη αίσθηση τοπικότητας με την οποία είναι διαποτισμένοι οι κάτοικοί του και τη χαρά του «συνανήκειν» που απολαμβάνουν όσοι δεν έμαθαν να «πνίγονται» μέσα σε μια τέτοια πραγματικότητα. Τα παρεάκια στο Αιγάλεω γεννιούνται στα δημοτικά σχολεία και βαστάνε μέχρι την ηλικία της δηλωτής στα καφενεία. Το ίδιο γερά βαστάει και η αίσθηση της Γειτονιάς. Στα Ρώσικα, στου Λιούμη, στον Άγιο Ελευθέριο, στην Ιεράπολη, θα βγεις να αγοράσεις τσιγάρα στη γωνία και θα χαιρετήσεις δέκα νοματαίους, θα μάθεις θες δεν θες τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούν αβέρτα, θα δεις το κηδειόχαρτο στην κολώνα και θα σταθείς 10 δευτερόλεπτα. Κοιτώντας το, χωρίς όμως να το διαβάζεις. Τους ξέρεις, σε ξέρουν και αυτή είναι μια κανονικότητα που αν την αποδεχτείς στα πρώτα βήματα της ενηλικίωσης, στην πορεία της ζωής σου εθίζεσαι τόσο μαζί της που οποιαδήποτε άλλη, απρόσωπη επιλογή, φαντάζει αδιανόητη.
Η Βίκυ Μοσχολιού θα διαφωνούσε κάθετα, αλλά από το Αιγάλεω δεν φεύγεις. Ναι μεν η πρωταρχική μου αιτιολογία αφορούσε στην τσέπη των Αιγαλεωτών, αλλά αν έκανες μια γύρα στην πόλη ρωτώντας 100 από δαύτους «γιατί δεν φεύγεις από εδώ;», θα εισέπραττες αιτιολόγηση βγαλμένη από την καρδιά.