Φασαρία. Τα αυτοκίνητα παραταγμένα στη σειρά περιμένουν το πράσινο χρώμα να εμφανιστεί στο φανάρι και να αντικαταστήσει το κόκκινο που τόσο άκομψα διέκοψε την πορεία τους. Άνθρωποι περνούν από μπροστά σου βιαστικοί κρατώντας πλαστικές σακούλες με τα ψώνια της εβδομάδας ή έναν καφέ που μάλλον κοντεύει να τελειώσει. Κοιτάζεις τον ηλεκτρονικό πίνακα και ανυπομονείς ο αριθμός 7 να γίνει 0. Έχεις αργήσει και το λεωφορείο δε λέει να κάνει την εμφανισή του. Μία κοπέλα στα αριστερά σου, που μάλλον έχει δεχθεί και εκείνη μερικές κλήσεις από τον εργοδότη της λόγω της αργοπορίας της, αποφασίζει να διαβάσει. Ο μοναδικός τρόπος για να κερδίσεις τον χρόνο, είναι να πείσεις τον εαυτό σου πως αυτός δεν υφίσταται, τουλάχιστον όχι όσο εσύ γυρίζεις τις σελίδες του βιβλίου σου. Βγάζεις το κινητό από την τσέπη του μπουφάν σου και τη φωτογραφίζεις. Δεν είσαι η Βίβιαν Μάιερ στη Νέα Υόρκη του 1980, είσαι απλά ένας ζωντανός οργανισμός με έντονο το αίσθημα της περιέργειας στην Αθήνα του 2021.
Ράγες που τρίζουν, φρένα που τεστάρουν την αποτελεσματικότητά τους και ανακοινώσεις που προειδοποιούν για βλάβη σε έναν ανελκυστήρα κάποιου σταθμό που ίσως δεν έχεις επισκεφτεί ποτέ. Κοιτάζεις διακριτικά τον διπλανό ή την διπλανή σου. Δεν σε ενδιαφέρει η ενδυματολογική τους επιλογή ή το μυστήριο τατουάζ ανάμεσα στα δάχτυλα, σε ενδιαφέρει το βιβλίο που κρατούν. Έχουν σκύψει ελαφρώς πάνω από αυτό και το αριστερό τους χέρι έχει καλύψει τον τίτλο στο εξώφυλλο. Βγάζεις τα ακουστικά από τα αυτιά σου. Η κίνησή σου μοιάζει αρκετά με αυτή του παρκαρίσματος όταν χαμηλώνεις τη μουσική του ραδιοφώνου. Απαιτείται συγκέντρωση. Γέρνεις προς στα δεξιά και παράλληλα παριστάνεις τον αδιάφορο ή την αδιάφορη. Προλαβαίνεις να δεις με την άκρη του ματιού σου την επικεφαλίδα στο πάνω μέρος της σελίδας. Το μυστήριο λύθηκε. Κλικ. Η φωτογραφία βρίσκεται πλέον στη συλλογή σου. Πατάς στο εικονίδιο του Facebook και στη συνέχεια ανεβάζεις το αποδεικτικό στοιχείο στην ομάδα ”Τι διαβάζουν οι άνθρωποι στο μετρό και το λεωφορείο; Ε;”.
Οι παραπάνω περιγραφές δεν είναι αληθινές, σίγουρα όμως ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Να εξηγήσω: Εδώ και περίπου 11 χρόνια, το γκρουπ ”Τι διαβάζουν οι άνθρωποι στο μετρό και το λεωφορείο; Ε;”, έχει φιλοξενήσει αμέτρητες φωτογραφίες ανθρώπων που λίγο πριν ή λίγο μετά τη δουλειά τους, το γεύμα τους ή τη βόλτα τους, αποφάσισαν να διαβάσουν σε κάποιο μέσο μεταφοράς ή στο παγκάκι της γειτονιάς τους ένα βιβλίο. Συνεπιβάτες και περαστικοί που μοιράζονται το ίδιο πάθος για τις λέξεις πάνω στις λευκές σελίδες, γίνονται καθημερινά paparazzi ή καλύτερα, bookarazzi. Ο Γιώργος Τσακνιάς, ο εμπνευστής και ιδρυτής της ομάδας που πλέον μετρά περίπου 36,9 χιλιάδες μέλη, τη δημιούργησε ”ένα βράδυ, χωρίς να το πολυσκεφτώ”. Από εκείνη τη νύχτα του 2010 έχουν αλλάξει πολλά, κυρίως στον αριθμό των μελών. Αυτό που δεν έχει αλλάξει, ωστόσο, είναι ότι η ομάδα ”Τι διαβάζουν οι άνθρωποι στο μετρό και το λεωφορείο; E;” παραμένει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλιοφαγικά στέκια στο διαδίκτυο.
Γεννήθηκα το 1968 στην Αθήνα. Σπούδασα Ιστορία στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ με μεταπτυχιακό στη σλαβική ιστορία (τότε έμαθα και σλαβικές γλώσσες, δηλαδή σερβικά και ρωσικά). Εργάστηκα για μερικά χρόνια ως μεταφραστής λογοτεχνίας (έχω μεταφράσει από τα ρωσικά Γκόγκολ, Τσέχοφ, Γκριν κ.ά., από τα αγγλικά Ι. Μπ. Σίνγκερ, Φίλιπ Ροθ, Γκράχαμ Γκριν, Στανίσλαβ Λεμ κ.ά.). Επίσης έχω γράψει τα βιβλία Λεξικό (αντι)τρομοκρατικό, χρηστικό και ευσύνοπτο (Στιγμή, 2002), Η πίπα του Στάλιν και άλλα (αντι)σοβιετικά ανέκδοτα (Κίχλη, 2017) και το παιδικό παραμύθι Μια φορά κι έναν καιρό, ένα πόδι… (Πατάκης, 2017). Από το 2001 εργάζομαι ως ιστορικός στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης. Είμαι αρχισυντάκτης του πολιτιστικού μπλογκ dim/art, το οποίο είχε αρκετά έντονη παρουσία από το 2012 ως το 2019 και συνεχίζει, αν και με τις μηχανές στο ρελαντί. Αρθρογραφώ στην Καθημερινή. Κατά τα άλλα, είμαι ερασιτέχνης μουσικός, μανιώδης φωτογράφος, μάγειρας με ανησυχίες και ιστιοπλόος τo καλοκαίρι.
Την ομάδα τη δημιούργησα χωρίς βέβαια να έχω την παραμικρή ιδέα ότι θα μεγαλώσει τόσο πολύ. Μετακινούμενος ο ίδιος καθημερινά με το μετρό, συνειδητοποίησα ότι προσπαθούσα να δω τι διάβαζαν οι συνεπιβάτες μου — επίσης πρόσεχα πόσοι διάβαζαν, ποιοι διάβαζαν κ.ο.κ. Από καθαρή περιέργεια, η οποία φαντάζομαι πως δεν είναι άσχετη με το γεγονός ότι με το βιβλίο έχω σχέση από πολύ μικρός ως αναγνώστης και, εν συνεχεία, και σχέση επαγγελματική. Έφτιαξα λοιπόν την ομάδα με αρχικά μέλη μερικούς φίλους μου, ορισμένοι από τους οποίους ήταν από τον χώρο του βιβλίου (συγγραφείς, μεταφραστές, επιμελητές, εκδότες) ένα βράδυ για πλάκα, χωρίς να το πολυσκεφτώ. Ήθελα να δω αν έχουν και άλλοι αυτοί την ανθρώπινη και φιλαναγνωστική περιέργεια και επίσης να εξερευνήσω τις δυνατότητες του facebook ως μέσου δικτύωσης ανθρώπων με κάποιο ειδικό ενδιαφέρον — πολύ ειδικό, εν προκειμένω.
Έχουν προκύψει φιλίες διαδικτυακές αλλά και πραγματικές, μερικές μάλιστα πολύ ισχυρές, έχουν προκύψει σχέσεις ερωτικές και συνεργασίες επαγγελματικές. Στις αρχές, τα πρώτα ένα-δύο χρόνια, οι δεσμοί μεταξύ των μελών ήταν πάρα πολύ ισχυροί. Την πρωτοχρονιά του 2011, μαζευτήκαμε τα μέλη (που βέβαια τότε ακόμα δεν ήταν τριάντα τόσες χιλιάδες!) στο σπίτι μου και κόψαμε την πίτα του γκρουπ.
O χρόνος που αφιερώνει στην ομάδα και οι στιγμές που ξεχώρισε. Τελικά, το αίσθημα της περιέργειας είναι κάτι καλό ή όχι;
Ο χρόνος έχει μειωθεί. Αφενός πέρασε ο ενθουσιασμός της αρχής. Γίναμε πολλοί κι έτσι χάθηκε η αίσθηση της παρέας. Από την άλλη, κερδίσαμε σε πολυφωνία και ποικιλία. Να πω εδώ ότι έχουμε και πολλά μέλη που που ταξιδεύουν συχνά στο εξωτερικό και αρκετά που δεν ζουν στην Ελλάδα, ή κι έτσι βλέπουμε αναρτήσεις από πόλεις όλου του κόσμου. Οι κανόνες, από την άλλη, είναι αρκετά σφιχτοί, με την έννοια ότι πήρα αρκετά νωρίς την απόφαση να κρατήσω την ομάδα προσηλωμένη στον πολύ συγκεκριμένο σκοπό για τον οποίον φτιάχτηκε και να μην την αφήσω να γίνει ένα γενικώς βιβλιοφιλικό γκρουπ, ας πούμε. Στα σχόλια, βέβαια, συζητάμε τα πάντα, κυρίως περί βιβλίων προφανώς. Αλλά οι αναρτήσεις πρέπει να αφορούν το διάβασμα στα Μέσα Μεταφοράς και, γενικότερα, στους δημόσιους χώρους. Έτσι απαγορεύουμε και τις διαφημίσεις, τις προσκλήσεις σε παρουσιάσεις βιβλίων, τις ειδήσεις κι ας αφορούν το χώρο του βιβλίου, της ανάγνωσης, των βιβλιοθηκών κ.ο.κ. Κι αυτό για να μην «ξεχειλώσει» το γκρουπ θεματικά. Στο κάτω κάτω, το ίντερνετ έχει ένα πλεονέκτημα: είναι άπειρο. Έχει χώρο για τα πάντα. Συνεπώς, θεωρώ πως δεν χρειάζονται ομάδες όπου συζητούνται τα πάντα όλα, αλλά, αντιθέτως, ομάδες πολύ ειδικού ενδιαφέροντος, ιδίως αν μιλάμε για δημόσια γκρουπ, ανοιχτά σε όλους, όπως είναι το ΤΙΔΑΜΕΛΕ που ήδη, όπως αναφέραμε, αριθμεί κάπου 36.000 μέλη.
Δεν νομίζω πως μπορώ να ξεχωρίσω στιγμές. Έχουν γίνει πάρα πολύ ωραίες και ενδιαφέρουσες συζητήσεις κατά καιρούς. Επίσης έχουν γραφτεί πολύ ωραία κείμενα στο γκρουπ ή και με αφορμή το γκρουπ. Κι έχουν γίνει και καβγάδες — μεγάλοι, ατελείωτοι, άχαροι, κλασικοί φεϊσμπουκικοί καβγάδες. Οι καλές και οι κακές στιγμές, συνεπώς, είναι ακριβώς αυτό που θα περίμενε κανείς, έχοντας συναίσθηση των ορίων του μέσου (δηλαδή του facebook) και των συμπεριφορών, θετικών και αρνητικών, που απαντώνται σε αυτό.
Η περιέργεια είναι η κινητήριος δύναμη για την απόκτηση γνώσης. Πιο πολύ και από την ανάγκη, νομίζω. Εννοώ ότι ο άνθρωπος έχει ανακαλύψει κι έχει επινοήσει πολύ σημαντικά πράγματα από ανάγκη (την ανάγκη να τραφεί, να προστατευθεί, να ντυθεί κ.λπ.) αλλά η ιστορία των επιστημών μάς δείχνει ότι πάρα πολλές ανακαλύψεις ξεκίνησαν από την παρατήρηση των φαινομένων, από την καθαρή περιέργεια του ανθρώπου να ερμηνεύσει ό,τι αντιλαμβάνεται να συμβαίνει στο περιβάλλον του. Στην περίπτωση της ομάδας, δεν είναι τυχαίο ότι από νωρίς τράβηξε το ενδιαφέρον ανθρώπων που είτε ασχολούνται με το βιβλίο επαγγελματικά είτε είναι φανατικοί βιβλιόφιλοι. Αυτό έγινε εκ των πραγμάτων και βέβαια, όπως προανέφερα, η ομάδα είναι δημόσια, που σημαίνει ότι δεν κάνουμε κανενός είδους face control στα μέλη. Πρόκειται, πάντως, για μια ειδική περιέργεια. Και οι απαντήσεις, τα «ευρήματα», έχουν το ενδιαφέρον τους: πόσοι διαβάζουν, ποιοι διαβάζουν περισσότερο (άντρες ή γυναίκες, νεότεροι ή μεγαλύτεροι κ.ο.κ.), τι διαβάζουν — χίλιες δυο απαντήσεις που δίνουν έναυσμα σε συζητήσεις, παρ’ όλο βέβαια που ούτε μπορούμε ως ομάδα να επεξεργαστούμε τα δεδομένα μεθοδικά ούτε και ήταν ποτέ κάτι τέτοιο στις προθέσεις μας.
Άλλαξε η συμπεριφορά των μελών στο πρώτο και το δεύτερο lockdown; Τι διάβασε ο ίδιoς στην καραντίνα και τι θα πρότεινε στους φίλους του;
Όχι ιδιαίτερα. Η κίνηση στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς είναι μειωμένη για προφανείς λόγους —εγώ έχω σχεδόν έναν χρόνο να μπω στο μετρό— κι έτσι έχουν μειωθεί αντίστοιχα οι αναρτήσεις. Αλλά πού θα πάει, θα περάσει η πανδημία και θα επανακάμψουμε δριμύτεροι. Στο πρώτο lockdown, που ήταν αυστηρό και όντως δεν κινείτο τίποτα, για να ξεχαρμανιάσουμε λέγαμε τι διαβάζουμε εμείς, κάτι που σε ομαλές συνθήκες το μοιραζόμαστε με τα άλλα μέλη του γκρουπ σε ειδικό ποστ, που γίνεται κάθε Δευτέρα βράδυ από όποιο μέλος μας προφτάσει να κάνει τη σχετική ανάρτηση (οργάνωση, όχι αστεία).
Διάβασα κυρίως ποίηση. Δεν ξέρω αν υπήρχε κάποιος λόγος γι’ αυτό, μάλλον απλώς έτυχε — γενικά πάντως αγαπώ την ποίηση και τη διαβάζω πολύ. Δυο σημαντικοί ποιητές κυκλοφόρησαν πρόσφατα στα ελληνικά, σε ωραίες μεταφράσεις και καλές εκδόσεις: ο Ρέιμοντ Κάρβερ σε μετάφραση Άκη Παπαντώνη από την Κίχλη και ο Φίλιπ Λάρκιν σε μετάφραση Θοδωρή Ρακόπουλου από τον Πατάκη. Από πεζογραφία, διάβασα το αριστουργηματικό ταξιδιωτικό αφήγημα του Ματσούο Μπασό «Ο στενός δρόμος προς τα βάθη του Βορρά», σε μετάφραση Μαρίας Αρώνη και Kyoko Shibayama (Άγρα), το οποίο είχα ως τώρα διαβάσει στα αγγλικά. Ένα άλλο πολύ ιδιαίτερο πεζό που διάβασα ήταν η «Λεωφόρος ΝΑΤΟ» του Νικήτα Σινιόσογλου (Κίχλη). Κατά μία έννοια, «ταξιδιωτικό» κι αυτό. Ίσως οι επιλογές μου να μην είναι άσχετες με την καραντίνα, σκέφτομαι τώρα. Ξαναδιαβάζω επίσης το Χόμπιτ του Τόλκιν, κάθε βράδυ το διαβάζω στην κόρη μου πριν κοιμηθεί, κι αυτό ταξίδι είναι.
Ταυτίστηκε με κάτι που διάβασε τελευταία; Τι κάνει ένα βιβλίο αντικειμενικά καλό;
Ναι. Με τους ακόλουθους στίχους του Ζήση Οικονόμου (1909-2005): «…κρεμώ τις μάσκες στον τοίχο, αστεία, γελοία του ενθύμια. / Βρέχει κι όλα ξεπλένονται σε ζωτική δροσιά / ο Εαυτός απόμακρα καλεί τον εαυτό του». Τους διάβασα στην εξαιρετική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη «Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανθολογεί», που κυκλοφόρησε από το Μεταίχμιο στα τέλη του 2019, όταν δηλαδή ξεκινούσε το ταξίδι του νέου κορονοϊού από τη Γιουχάν, όταν ακόμα δεν ξέραμε πως η μάσκα θα γινόταν απαραίτητο αξεσουάρ για έναν χρόνο και άγνωστο για πόσο ακόμα. Φοράω με υπομονή τη μάσκα μου, γιατί όντως πρέπει κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας ώστε να μείνουμε ασφαλείς, και περιμένω το τέλος της πανδημίας, τη ζωτική δροσιά, περιμένω τον Εαυτό μου να με καλέσει.
Το τι κάνει ένα βιβλίο «αντικειμενικά καλό» δεν είναι εύκολο να απαντηθεί, και δη συνοπτικά· εγώ τουλάχιστον δεν θα αποπειραθώ να το κάνω. Μπορώ να πω πάντως πως υπάρχει καλή λογοτεχνία, υπάρχουν βέβαια και βιβλία που τα διαβάζουμε για άλλους λόγους: για να μάθουμε κάτι, π.χ. Ή και απλώς για να διασκεδάσουμε. Αυτό δεν είναι κακό. Υπάρχει ωστόσο και μέτρια λογοτεχνία, και κακή λογοτεχνία — όπως εξάλλου υπάρχουν κακά βιβλία και στις άλλες κατηγορίες που ανέφερα· βιβλία που είναι ας πούμε γραμμένα για να μας προσφέρουν ελαφρά διασκέδαση, αλλά δεν το κατορθώνουν. Να το πω με ένα χοντρό παράδειγμα: ένα βιβλίο με συνταγές μαγειρικής κατά κανόνα δεν συνιστά λογοτεχνία (αν και υπάρχουν και τέτοια), αν όμως δεν περιγράφει σωστά τις συνταγές (συστατικά, ποσότητες, αναλογίες, χρόνους μαγειρέματος) δεν εκπληρώνει τον σκοπό του και είναι ένα κακό βιβλίο. Αν πάλι το αγοράσουμε, φτιάξουμε επιτυχώς τις συνταγές που περιλαμβάνει αλλά ανακαλύψουμε πως τελικά δεν μας αρέσει, ξέρω ’γω, η ταϊλανδέζικη κουζίνα, δεν φταίει το βιβλίο. Το προσωπικό γούστο βεβαίως και υπάρχει, είναι προφανώς κάτι άλλο από τον λογοτεχνικό κανόνα· καλλιεργείται, ωστόσο. Εν κατακλείδι, νομίζω πως τα βιβλία καλό είναι να κρίνονται και ως προς την πρόθεση με την οποία γράφτηκαν. Από εκεί και πέρα, χρειάζεται σεβασμός μεταξύ των αναγνωστών —μεταξύ των ανθρώπων γενικώς, εδώ που τα λέμε. Δεν χρειάζεται να ενοχοποιείται το γούστο κανενός, δεν είναι κακό να διαβάζει κανείς κάτι light αν έτσι περνά καλά· δεν είναι βεβαίως «καλύτερος άνθρωπος» κάποιος που διαβάζει καλή λογοτεχνία, δεν είναι όμως και αναγκαστικά κάποιος ψωνισμένος, που χρειάζεται να τον αντιμετωπίσουμε κομπλεξικά.
Οι φωτογραφίες με τα ακάλυπτα πρόσωπα των αναγνωστών και το ίντερνετ στη σημερινή εποχή.
Αντιλαμβάνομαι τις ενστάσεις στην ανάρτηση φωτογραφιών με πρόσωπα, γι’ αυτό εξάλλου στους κανόνες διευκρινίζουμε ότι η φωτογραφία δεν είναι απαραίτητη για να γίνει μια ανάρτηση κι ότι όποιος ανεβάζει φωτογραφία το κάνει με δική του ευθύνη. Από την άλλη, είναι γεγονός ότι τα μέσα μεταφοράς είναι ένας κατεξοχήν δημόσιος χώρος, τα δε πρόσωπα, κι αν φαίνονται, δεν μπορούν να συνδεθούν με κάποιο όνομα. Εννοείται δε ότι απαγορεύονται αυστηρά τυχόν σχόλια που αφορούν την εμφάνιση των εικονιζόμενων. Επίσης, πρέπει να πω ότι, μέχρι τώρα, όλοι οι καβγάδες έχουν γίνει επί της αρχής, όχι επί προσωπικού· και οι συζητήσεις επί της αρχής είναι από τις λατρεμένες συνήθειες στο facebook, αλλά κάπου κουράζουν. Είναι απολύτως σαφές ότι αν κάποιος δει τη φωτογραφία του και ζητήσει να την κατεβάσουμε, θα την κατεβάσουμε στη στιγμή. Άλλο αυτό και άλλο να συζητάμε με τις ώρες (και με τόσο πάθος και βεβαιότητα!) αν πρέπει ή δεν πρέπει γενικώς.
Είναι γεγονός ότι το ίντερνετ έχει μια κυριαρχήσει συντριπτικά στη ζωή μας. Περνάμε σε αυτό πάρα πολύ χρόνο, ιδίως οι νεότεροι, και, χωρίς ίσως να το συνειδητοποιούμε, εξαρτόμαστε όλο και περισσότερο από αυτό για την ενημέρωσή μας, γενικά για τη μετάδοση της πληροφορίας, ιδιωτικής ή δημόσιας. Αυτό έχει συμβεί με τρομερή ταχύτητα, δεν έχουμε ακόμα καταφέρει να το χωνέψουμε· για την ακρίβεια, όλη αυτή η μετατόπιση στον εικονικό χωροχρόνο συμβαίνει με ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που χρειάζεται ο άνθρωπος —καίτοι ον κατεξοχήν προσαρμοστικό, όπως λέει σωστά ο Ντοστογιέφσκι— για να αντιληφθεί και να αφομοιώσει διανοητικά την αλλαγή. Τα προσωπικά δεδομένα (κι αυτά πληροφορίες είναι) προφανώς αποτελούν ζήτημα που πρέπει να συζητηθεί σε εντελώς νέα βάση. Όσο για το «απόρρητο» και τη διάκριση ιδιωτικού/δημόσιου, θεωρώ πως δεν κινδυνεύουν τόσο από ίντερνετ ή από την τεχνολογία όσο από το πώς διαχειριζόμαστε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας και τις πληροφορίες που τον αφορούν, τόσο στον «πραγματικό» όσο και στον «εικονικό» χωροχρόνο. Στο σημείο αυτό να πω ότι δεν αντέχω να διαβάζω πλέον τον όρο «νέες τεχνολογίες»· δεν είναι καθόλου νέες οι νέες τεχνολογίες και το να τις αποκαλούμε έτσι μού θυμίζει την Εκκλησία της Ελλάδος, που εξακολουθεί να αποκαλεί τη Βόρεια Ελλάδα και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου «Νέες χώρες», ενώ έχει περάσει πάνω από αιώνας από τότε που ενσωματώθηκαν στην «παλιά χώρα». Εντάξει, η Εκκλησία έχει τη δική της σχέση με την παράδοση· εμείς όμως δεν μπορούμε να μιλάμε για το ίντερνετ σαν να ανακαλύφθηκε χθες, ή σαν εμείς οι ίδιοι να είμαστε «γερο-παρατατικοί».
Έχει αλλάξει και η ταχύτητα μετάδοσης της πληροφορίας και η δυνατότητα διάδοσης. Αλλάζουν πάρα πολύ και τα θέματα ελέγχου της πληροφορίας — εννοώ και το ποιος ελέγχει τη ροή της πληροφορίας αλλά και το πώς ελέγχεται αν η πληροφορία είναι σωστή ή όχι, ακριβής ή όχι. Κι επειδή μιλάμε διαρκώς για πληροφορία, πρέπει εδώ να πούμε ότι το ίντερνετ έχει πάρει κεφάλι και στην άποψη/γνώμη, όχι μόνο στην πληροφορία. Φαίνεται πως ζούμε σε μια εποχή όπου η κλασική δημοσιογραφική διάκριση μεταξύ «είδησης» και «γνώμης» αρχίζει να θολώνει. Στη διάρκεια της —άκρως τρομακτικής, για το τι σημαίνει για όλη την ανθρωπότητα— θητείας Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, παρακολουθήσαμε τις αλληλοκατηγορίες για fake news αλλά ακούσαμε, με άκρως κυνικό τρόπο, κι έναν αδιανόητο νεολογισμό: τα «εναλλακτικά γεγονότα» (“alternative facts”).
Συν τοις άλλοις, ως «άποψη» πλέον δεν νοείται αναγκαστικά η τεκμηριωμένη άποψη κατόπιν έρευνας ή ανάλυσης, διατυπωμένη από ανθρώπους με προϋπηρεσία και διαπιστευτήρια, αλλά η «γνώμη» κυριολεκτικά του οποιουδήποτε. Και, για να μην παρερμηνευτώ, φυσικά και δικαιούμαστε να έχουμε όλοι γνώμη, είναι σαφές αυτό, αλλά εξίσου σαφές είναι —ή θα έπρεπε να είναι— ότι δεν έχει του καθενός η γνώμη την ίδια βαρύτητα, και μάλιστα επί παντός του επιστητού. Στο ίντερνετ, τα ίδια τα κείμενα αποκτούν, εξαιτίας του μέσου, μια αβάσταχτη ελαφρότητα: τα διαβάζουμε διαγωνίως, κάνοντας άλλα πράγματα ταυτόχρονα, παίρνουμε μια μυρωδιά περί του τι λέει ένα κείμενο — πόσο συχνά δεν διαπιστώνουμε ότι πολλοί άνθρωποι σχολιάζουν κείμενα που δεν τα έχουν διαβάσει ή που δεν τα έχουν καταλάβει; Καμιά φορά βλέπουμε μόνο έναν τίτλο, που μπορεί να είναι και παραπλανητικός, π.χ. μια σκοπίμως προκλητική δήλωση κάποιου πολιτικού την οποία απομονώνει ένας αρχισυντάκτης, και σπεύδουμε να βγάλουμε συμπέρασμα, να πανηγυρίσουμε ή να καταδικάσουμε. Χάνουμε και την κατανόηση της πληροφορίας και την απόλαυση της ανάγνωσης. Όλα αυτά υπήρχαν και προ ίντερνετ, βεβαίως· τώρα όμως μεγεθύνονται τρομαχτικά, η προχειρότητα και η βιάση τείνει να γίνει κανόνας. Το τυπωμένο κείμενο, και δη το βιβλίο, μπορούν να μας βοηθήσουν στην απεξάρτηση από αυτή τη βιασύνη, από την —εν πολλοίς τεχνητή— ανάγκη μας για υπερβολική ταχύτητα: ναι, βεβαίως και έχουμε χρόνο να διαβάσουμε, να σκεφτούμε, να κατανοήσουμε, να απολαύσουμε.
Αν μπορούσε να ζήσει σε ένα βιβλίο για μία ημέρα, ποιο θα ήταν;
Στις «Χίλιες και Μία νύχτες». Γιατί έτσι θα ζούσα 1001 νύχτες σε μια μέρα — ή σε μια νύχτα, «όντας τα πάντα μια ιστορία με ιστορίες, καθώς οι Χίλιες και Μία νύχτες, διαδεχόμενη η ψεύτικη την αιώνια νύχτα», όπως γράφει κάπου ο Φερνάντο Πεσόα.
Γιώργο Τσακνιά, ποιος θα ήθελες να κάτσει δίπλα σου στο μετρό ή το λεωφορείο;
Ο Μπόρχες. Δεν ζει, βέβαια, κι αυτό κάπως μειώνει τις πιθανότητες να ικανοποιηθεί η επιθυμία μου.