Ο Νίκος Καββαδίας, ο ”Κόλιας” για τους γνωστούς και ο ”Μαραμπού” για το μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού κοινού, είναι ο ποιητής και πεζογράφος που κατάφερε να φέρει όλους εμάς, από τον καναπέ μας ή την καρέκλα μας, σε άμεση επαφή με τη θάλασσα, χρησιμοποιόντας απλά μερικές κιτρινιασμένες σελίδες.

Γεννήθηκε στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας και πέθανε σαν σήμερα, το 1975, στην Αθήνα λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου σε ηλικία 65 ετών. Στο ενδιάμεσο, ως ασυρματιστής στα καράβια ταξίδευε συνεχώς για τριάντα χρόνια γράφοντας συνεχώς ποιήματα για τους ξένους τόπους που συνάντησε, εξιστορώντας με τη χρήση της ιδιωματικής ναυτικής γλώσσας τις εμπειρίες του.

Μερικά από τα ποιήματά του μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος στο δίσκο ”Σταυρός του Νότου” που βοήθησε το ευρύ κοινό να κατανοήσει καλύτερα τον μεγάλο ποιητή και να του χαρίσει, αν θέλετε, τη μεταθανάτιο αναγνωρισιμότητα που άξιζε τόσο σε εκείνον όσο και στο συνολικό έργο που άφησε πίσω του.

Από τις συλλογές του Νίκου Καββαδία, τρεις στο σύνολο (η μία μετά τον θάνατό του), επηρεάστηκαν πολλοί, ανάμεσά τους και ο Χρήστος Παντελίδης, ναυτεργάτης, ποιητής και φίλος του Καββαδία που αποφάσισε να ακολουθήσει το ναυτικό επάγγελμα όταν διάβασε ως έφηβος το ”Μαραμπού”. Ο ίδιος, μάλιστα, ήταν αυτός που εκφώνησε τον επικήδειο για τον Νίκο Καββαδία στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών στις 11 Φεβρουαρίου του 1975.

Αγαπημένε μας σύντροφέ ποιητή! Ο χθεσινός άνεμος έφερε σε μας τους ναυτεργάτες το πιο θλιβερό ραπόρτο. Το φορτηγό που περίμενες να σε πάρει, καθυστέρησε. Είναι τραβερσωμένο καταμεσίς του ωκεανού , ζωσμένο πούσι. Στα ποστάλια τέλειωσαν τα ματσακονίσματα. Οι ναύτες, κρεμασμένοι στις σκαλωσιές, βάφουν τις άγκυρες τραγουδώντας τα δικά σου τραγούδια. Οι καπεταναίοι δοκιμάζουν την μπουρού. Το σάρβευ σε λίγο τελειώνει. Ένας μαρκόνης ανήσυχος, χθες αργά έστειλε το ραπόρτο στ’ αγαπημένα σου Μαραμπού, να μην γρυλλίζουν πια…

Αν ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική, εμείς βρήκαμε την δικιά μας ήπειρο να ξεμπαρκάρουμε…μας έλεγες. Μα εσύ τη βρήκες. Ποιο τσακισμένο καραβοφάναρο σε πέταξε σ’ τούτες εδώ τις στεριές; Πες μας αν είναι αυτό το λιμάνι που άθελά σου φουντάρισες. Τοίμασε για μας ένα ντοκ να δέσουμε πριμάτσα…

Ο Μάρτης! Αχ αυτός ο Μάρτης! Ξαναγεννιόσουν κάθε Μάρτη! Άργησε φέτος. Όπως άργησε και το φορτηγό. Με το φορτηγό που θα αποχαιρετούσες τους γνωστούς απ’ όλα τα λιμάνια του κόσμου…Όλα άργησαν για σένα φέτος. Μονάχα ’συ βιάστηκες για το ταξίδι σου τ’ αλαργηνό. Αγαπημένε μας ποιητή. Καλό ταξίδι .

Δεν κουνάμε τα μαντήλια μας. Αυτό είναι για τους αταξίδευτους στεριανούς. Εμείς τα δικά μας τα πλέξαμε σαλαμάντρα. Και θα δέσουμε τις καινούργιες παντιέρες στα ξάρτια. Τις παντιέρες που στο κέντρο τους θάχουν τη γαλάζια σου ζωγραφιά.

Αδερφέ μας ποιητή. Ξεκουράσου στη τελευταία σου κουκέτα. Στην πιο μικρή καμπίνα που γνώρισε ποτέ ναυτικός… Εμείς θα πάμε για σκάντζα βάρδια. Ενα καράβι που πλέει αλάργα,, χαμένο στο πούσι αν βρείς την ρότα του θα μας πάρει.

Για καλό κατεβόδιο, εμείς οι ναυτεργάτες σύντροφοί σου, σου αφήνουμε λίγο, φιλτραρισμένο από τα μάτια μας, θαλασσινό νερό. Είναι μαζεμένο από της θάλασσας τον καθάριο βυθό… Γεια σου.