Τιράντες. Γυαλιά μυωπίας. Στην αρχή μεγάλος, κοκάλινος σκελετός, σήμα κατατεθέν της εποχής. Ύστερα μικρότερος, σε μία προσπάθεια να κάνει catch up. Πολύχρωμες γραβάτες. Μία κούπα, χαρτιά και ένα μικρόφωνο. Μπλε, κόκκινα και πράσινα φωτάκια που θυμίζουν νεκρά pixels σχηματίζουν έναν χάρτη πάνω σε ένα μαύρο πλαίσιο.
Το στούντιο θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί ως εφεδρικό πιλοτήριο ενός αεροσκάφους στο Star Trek. Το αισθητικό αποτέλεσμα που λάμβανε ο τηλεθεατής πατούσε πάνω στη λεπτή γραμμή που χώριζε την κιτς υπερβολή από την καλτ διαχρονικότητα, πάντα με τον αμερικανικό τρόπο. Στην ατμόσφαιρα σίγουρα μπορούσε κάποιος να μυρίσει ναφθαλίνη χωρίς ωστόσο αυτή να του προκαλεί ζαλάδες. Και μυρωδιά τσιγάρου φυσικά, κάποτε κάπνιζε τρία πακέτα την ημέρα.
Υπήρξε μια περίοδος που το CNN είχε συνδέσει το όνομά του με τον Λάρι Κινγκ. Υπό φυσιολογικές συνθήκες συμβαίνει το αντίθετο, ειδικά όταν μιλάμε για ένα τηλεοπτικό δίκτυο με τέτοια δυναμική. Η ικανότητά του να παίρνει συνέντευξη με την ίδια άνεση τόσο από την Μαντόνα όσο και από τον Καντάφι, τον έκανε θρύλο. Ενδεικτικός είναι ο τρόπος που όλα τα ξένα μέσα, στην είδηση του θανάτου του, αναφέρθηκαν σε εκείνον ως ”the legendary broadcaster”.
Δεν χωράει αμφιβολία, ο Λάρι Κινγκ άφησε το δικό του μεγάλο αποτύπωμα στον κόσμο των media μέσα από τις 7,000 εκπομπές του και με τη γενικότερη παρουσία του μπροστά και πίσω από τις κάμερες. Σε μια καριέρα περίπου έξι δεκαετιών, πήρε συνέντευξη από όλους τους προέδρους της Αμερικής μετά τη Nixon-era. Κάθε σελέμπριτι που γέννησε αυτή η χώρα έπρεπε να κάτσει στην καρέκλα του για να επισημοποιθεί η διαφορετικότητά του από τη μάζα.
Η λίστα με τους καλεσμένους του είναι πραγματικά τεράστια. Ο Φρανκ Σινάτρα ήταν εκεί, ο Νέλσον Μαντέλα, ο Γιασέρ Αραφάτ, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ και φυσικά ο Μάρλον Μπράντο. Με τον τελευταίο μάλιστα έδωσαν και ένα φιλί στο στόμα, before it was cool. Ο όρος ”show”, όπως τον έχουμε σήμερα στο μυαλό μας, είναι ένα καθαρά αμερικανικό προϊόν και ο Κινγκ συνέβαλλε στην εξάπλωσή του εκτός των ΗΠΑ όσο λίγοι. Στην εκπομπή του μπορούσες να ακούσεις μία trash συζήτηση που σταδιακά μεταβαλλόταν σε πολιτικό κουτσομπολιό.
Το μυστικό της επιτυχίας του, όπως είπε κάποτε στον Guardian, οφείλεται στο γεγονός ότι είναι χαζός. Σπάνια προετοιμαζόταν για μία συνέντευξη και αυτό γιατί, όπως υποστήριζε, ήθελε να αισθάνεται όπως το κοινό που τον παρακολουθεί. Και ήταν περήφανος γι’ αυτό. Αισθανόταν και ήθελε να είναι χαζός διότι η δουλειά του ήταν να κάνει ερωτήσεις και όταν έχει προηγηθεί η κατάλληλη προετοιμασία, το αίσθημα της περιέργειας εξασθενούσε. Δεν ήταν λίγες οι φορές που υπέπεσε σε επικές γκάφες. Νόμιζε ότι ο Δαλάι Λάμα ήταν Μουσουλμάνος και ότι ο Ρίνγκο Σταρ ήταν ο Τζορτζ Χάρισον.
Ξεκίνησε την καριέρα του σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό στο Μαϊάμι και τελικά έγινε ο πιο ακριβοπληρωμένος παρουσιαστής της ενημερωτικής τηλεόρασης, έχοντας φυσικά τα υψηλότερα νούμερα τηλεθέασης, με 1,5 εκατ. τηλεθεατές να τον παρακολουθούν κάθε βράδυ στο CNN. Το 2010, όταν και αποφάσισε να αποσυρθεί, τα νούμερά του ήταν σχετικά μέτρια. Παρ’ όλα αυτά, στις συνειδήσεις όλων, ήταν ένα TV icon, από αυτά που δύσκολα συναντάς στο μαύρο κουτί. Το έργο που αφήνει πίσω του είναι τεράστιας σημασίας, κυρίως για τους τηλεοπτικούς που ίσως θα ήταν καλό να μελετήσουν το κατά πόσο πρέπει να χρησιμοποιούν το «εγώ» όταν κάνουν μια ερώτηση. Εκείνος δεν το έκανε ποτέ.
Στην τελευταία του εκπομπή, μετά τα αποχαιρετιστήρια λόγια προς το κοινό του και όταν τα φώτα στο στούντιο έσβησαν, το μικρόφωνο μπροστά του ήταν για λίγα δευτερόλεπτα η μόνη πηγή φωτός. Κάπως έτσι έμοιαζε και ο Λάρι Κινγκ στην αμερικανική τηλεόραση. Τις περισσότερες φορές τουλάχιστον γιατί, μην ξεχνάμε, όλα είναι ένα show και τίποτα παραπάνω.