Ένα ερωτικό γράμμα, οχτώ στις δέκα φορές γράφεται για να δώσει το φιλί της ζωής σε μια κατάσταση, όχι για να την τελειώσει. Ναι, τις περισσότερες φορές, τα ερωτικά γράμματα δεν είναι αποχαιρετισμοί, αλλά εκείνο το “παιχνίδισμα” που θα δώσει τόνωση σε μια φάση που την έχει ανάγκη. Με αυτή τη σχεδόν ερωτική, κρυφά αισιόδοξη διάθεση γράψαμε τα ερωτικά μας γράμματα στα στέκια της γειτονιάς μας στις αρχές του δεύτερου lockdown που αποχαιρετήσαμε για δεύτερη, άβολη φορά την εστίαση. Πριν το καταλάβουμε πέρασαν μήνες και αυτός ο αποχωρισμός δείχνει να μην έχει ταβάνι και τέλος. Όλες οι σχέσεις πάθους θέλουν ανταλλάγματα μονίμως. Έτσι κι εμείς είχαμε την ανάγκη να δούμε αν τα αισθήματα για τα αγαπημένα μας ποτάδικα είναι αμοιβαία. Τους λείπουμε όσο μας λείπουν; 

Τα πλάσματα που μας έχουν λείψει όσο κανείς, οι υπάρξεις πίσω από τα αγαπημένα μας ποτά και πίσω από το άτυπο ντιβάνι ψυχανάλυσης που τα βράδια ονομάζεται μπάρα, μας γράφουν τα δικά τους ερωτικά γράμματα. Γιατί μπορεί να έχουμε χιλιοπαραδεχτεί πως τελικά εμείς έχουμε ανάγκη εκείνους και όχι εκείνοι εμάς, κάπου στο ενδιάμεσο αυτής της σχέσης υπάρχει αγάπη. Τολμώ να πω ανιδιοτελής. 

Ο Δημήτρης & ο Χρήστος του “Superfly Cafe”

-Καλώς ορίσατε !

-Πόσα daquiri; 6; Αφού είναι 3 άτομα! Πόσο θα πιούν βρε παιδάκι μου ;

-Α! να και η χθεσινή όμορφη άγνωστη.

-Ωραίος ο Λουκάς. Επιτέλους κουρεύτηκε!

-Ο Κύριος Στέλιος σαν να πάχυνε λίγο ε; Κομμένα τα ουισκάκια από ..αύριο.

-Ιουλίααα; Πως πήγε η οντισιόν ;

-Γεια σου ψηλέ. Σούπερ το σετ. Χορεύαμε από το πρώτο τέταρτο ρε φίλε!

-Καλησπέρα. Μήπως ψάχνετε για σέρβις;
-Δυστυχώς όχι. Άσε στοιχεία επικοινωνίας. Όλο και κάτι θα βρεθεί. Κάτσε να σε κεράσω μια μπύρα.

-Τα σφηνάκια κερασμένα από εμάς παιδιά! Χρόνια πολλά!

-Όχι άλλο σφηνάκι Ηλέκτρα. Δεν θα βλέπεις μπροστά σου σε λίγο ρε παιδάκι μου.

-Mojito φράουλα 4 είπες; ΟΚ. Και σας είπα να πάρουμε τριμμένο πάγο ρε βλαμμένα.

-Τελειώνει το λάιμ Ταρζάν! Ποιοοός θα στύψει;

-Καλώς την κυρά Χρυσούλα με τα κεφτεδάκια της!

-Άρτεμις; Το πέρασες το μάθημα;

-Ανδριανή; Είσαι εδώ από το πρωί. Άντε πάνε σπίτι σου. Ταμείο έκανες;

– Πως πήγε το ματς; Πόσο; Καλά, μία ομάδα μόνο έπαιζε; Κατάλαβα, κερνάω, να πάνε τα φαρμάκια κάτω.

-Θωμά; Κάνεις λίγο παραπέρα να κάτσει το ζευγάρι; Ευχαριστώ ρε φίλε.

-Ξένια! Άσε την κόρνα, μου έχεις πάρει τα αυτιά.

–  Περίπτερο έχει πάνω στην πλατεία Βαρνάβα. Αριστερά και όλο ευθεία κάτω.

– Jagermeister με redbull παρακαλώ.
– Δεν θα σου βάλω. Ευχαριστώ.

– Να βάλω ποπ κορν; Παχαίνει; Άσε μας καλέ. Θα σου βάλω και δεύτερο .

-Σόδα με λεμόνι. Και τι δεν ήπια χθες. Δεν τα θυμάμαι και όλα.
-Θυμάμαι εγώ. Μια χαρά περάσατε!

-Hello! Welcome to SuperflyCafe. Would you like something to drink?
-Thank you. Ouzo please!

-Μαρίνα μου; Έβαλες πολλά πράγματα στον δίσκο. Το έχεις;

-Έναν φρέντο καπουτσίνο μέτριο προς σκέτο, με στέβια, ντεκάφ και λίγο αφρόγαλα .Έξτρα γάλα αμυγδάλου στο πλάι. Θέλει και σοκολάτα και κανέλα .
-Το ξέχασα ήδη!

-Στην υγειά μας!

Και ζούσαν αυτοί καλά και εμείς θα ζήσουμε καλύτερα.

Με μπόλικη αγάπη.
 

Ο Κώστας από τους “Αισθηματίες”

Το 1984, ο ποιητής Καρούζος γράφει «Η νύχτα … συμμαζώνει τη θλίψη και την κάνει υποφερτότερη». Πράγματι, τα μπαρ, το φαγητό μετά, τα βρώμικα κι ο πατσάς, οι παρέες που σκορπάνε στα σπίτια τους, τα έρημα βουλεβάρτα του άστεως, το σκοτεινό πίσω κάθισμα ενός ταξί καθώς παίζει μια μεταμεσονύκτια ραδιοφωνική εκπομπή. Όλη η ιεροτελεστία μιας βραδινής εξόδου, συμμαζώνει τη θλίψη. Τα μπαρ είναι οι ασπιρίνες της θλίψης!

Με τη μοναξιά είμαι σε διαρκή πόλεμο. Η μοναχικότητα πάλι ασκεί πάνω μου μια μεταφυσική γοητεία. Δε γίνεται να κάνεις αυτό το επάγγελμα αν δεν αγαπάς τους ανθρώπους, και δη τους μοναχικούς. Πρέπει να μπορείς να φαντάζεσαι, απλώς παρατηρώντας τα πρόσωπά τους την ιστορία πίσω από αυτά. Τι δουλειά κάνουν, ποια είναι η ερωτική τους ζωή, τί στο διάβολο τους συμβαίνει, από τι μπορεί να υποφέρουν.

Πριν κάνω το μαγαζί, όταν δούλευα παίζοντας μουσική δω κι εκεί, είχα έναν απαράβατο όρο με αφεντικά και μπάρμεν: Ο μοναχικός που κάθεται μπροστά μου δικαιούται κέρασμα! Σφηνάκι ή ποτό…

Ένα μπαρ είναι ο αρχαιότερος εν λειτουργεία χώρος όπου μπορεί κάποιος ενήλικας να εισέλθει με σκοπό να κάνει ηθελημένα «κακό» στο εαυτό του. Για αυτό φτιάχτηκαν εξαρχής. Είναι θύλακες και ελεύθερες ζώνες ενός παλιότερου τρόπου ζωής. Σήμερα που δεν υπάρχουν πια δημόσια λουτρά και χαμάμ ή που τα μπαρμπέρικα είναι απλά χώροι με μια βιντάτζ αισθητική και διακόσμηση, τα μπαρ είναι ο τόπος κι ο χρόνος όπου μπορείς να ξεφύγεις από το ιδιωτικό παραμένοντας ανώνυμος. Ο δημόσιος χώρος όπου κανείς δε θα σου ζητήσει να δώσεις κανένα πιστοποιητικό. Κανείς δε θα σου ζητήσει τα ρέστα. Η μπάρα είναι το παλαιότερο ντιβάνι.

Δημιούργησα τους Αισθηματίες σε μια ηλικία όπου βρισκόμουν μπροστά σε ένα κατώφλι. Ή θα έπρεπε να βιοποριστώ με έναν άλλον τρόπο είτε θα συνέχιζα μέσα στη Νύχτα. Και το έκανα με τους δικούς μου όρους. Ή μάλλον τον Όρο: Άνθρωποι να έρχονται, να γνωριζόμαστε, να ενδιαφερόμαστε, άνθρωποι να φεύγουν στο τέλος της βάρδιας χαμογελαστοί. Τόσο απλό!

Επέλεξα το παλιό, καλό, ελληνικό τραγούδι. Όλο το φάσμα. Λαϊκό, ρεμπέτικο, έντεχνο, παραδοσιακό, νέο κύμα, πολιτικό τραγούδι, ροκ, παλιά ποπ. Το διαχρονικό ελληνικό τραγούδι ενώνει γιατί έχει να κάνει με την ανάμνηση. Η Τέχνη συνολικά έχει να κάνει με την ανάμνηση. Μόνη πατρίδα μας τα παιδικά μας χρόνια δε λέμε; Ε λοιπόν, μπορεί σήμερα να ακούς post rock ή extreme death metal, αλλά όταν ακούσεις Μοσχολιού και Καζαντζίδη θυμάσαι εκείνη τη στιγμή που γύριζες σπίτι από το σχολείο και έβρισκες τον παππού σου να τρώει στην κουζίνα με το τρανζιστοράκι ανοιχτό. Και πιάνεις τον εαυτό σου να σιγοτραγουδά, να ξέρει τους στίχους κι εν τέλει βρίσκεσαι να ξεφαντώνεις μαζί με άλλους ετερόκλητους κι άγνωστους ανθρώπους.

Επέλεξα το όνομα “Αισθηματίες”, πληθυντικός αριθμός, γιατί επιθυμούσα το όνομα να υποδηλώνει τον κόσμο κι όχι τον τόπο. Αισθηματίες δεν είναι τα ντουβάρια και τα σκαμπό. Κι αυτό είναι που μου λείπει περισσότερο τώρα που η εστίαση πλήττεται από την πανδημία. Οι θαμώνες παλιοί και καινούριοι, οι άνθρωποι, τα προβλήματά τους, τα πρόσωπα κι οι ιστορίες πίσω από αυτά. Κι αυτό δείχνει άλλωστε, η μόνη ευχή που ανταλλάσω μήνες τώρα: «Καλή αντάμωση!»

Ο Νίκος του “Recipe Bar”

 
 
 
 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

A post shared by Recipe bar (@recipebar)

Πάντοτε έλεγα στα παιδιά που δουλεύαμε μαζί, ότι απαγορεύεται να μεταφέρουμε τα προβλήματά μας -όσο μικρά και να ήταν- στους πελάτες μας. Το τελευταίο πράγμα που θέλει να ακούσει ένας πελάτης στο κλείσιμο της ημέρας του, είναι άλλος ένας προβληματισμός.

Όλο αυτό το διάστημα της καραντίνας όμως κατάλαβα πόσο άδικο είχα. Ο κόσμος όχι μόνο θέλει να ακούσει τα προβλήματά σου, αλλά ξεχνάει πολλές φορές να σου μεταφέρει και τα δικά του. 

Η χειρότερη εβδομάδα νομίζω ήταν οι παραμονές Χριστουγέννων. 

“Ανοίξτε για 1 ώρα, να πιούμε ένα μπουκάλι και κλείνετε”

“Ένα σφηνάκι για το καλό”

“Δεν μπορώ να σκεφτώ να μην κάνουμε το μεσημεριανό πάρτυ και να μην πάω ποτέ στο βραδινό φαγητό που θα είχα κανονίσει”

Αυτές είναι προτροπές πελατών/φίλων που έβλεπα είτε στον δρόμο της Κηφισιάς, είτε στα σόσιαλ σαν σχόλιο σε κάποιο τραγούδι που θα είχα ανεβάσει. 

Η σχέση με τον κόσμο μας είναι τόσο δυνατή, δεν χρειάζεται να θυμάσαι ονόματα ή να έχετε κάνει ποτέ χειραψία. Μια παρουσία εκεί στον χώρο και ο άλλος αισθάνεται ασφαλής ότι θα εξυπηρετηθεί σωστά. 

Αυτό μου λείπει πάρα πολύ. Να ξέρω ότι κάποιος μας έχει εμπιστευτεί την διασκέδαση, την ψυχανάλυση, το πρώτο του ραντεβού, το 3ο ποτό, τη συνάντηση μετά το γραφείο και εμείς θα καταφέρουμε να περάσει καλά. 

Μόλις ανοίξουμε θα ζητήσω από το bar μια tommy’s margarita -που βαριέμαι να φτιάξω στο σπίτι μου- και θα χαζογελάω περιμένοντας να ακούσω τι κάνατε τους προηγούμενους μήνες μακριά μας.

Ο Βασίλης του “Noah”

 
 
 
 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

A post shared by Noah (@noah.athens)

Ξυπνάω ένα πρωινό του 2019 και αντιλαμβάνομαι ότι πλέον όλοι μας καθώς και όλος ο πλανήτης δεν χρειάζεται να εργάζεται και να παράγει. Όλα τα αγαθά στον κόσμο είναι άφθονα και δεν έχουν τιμή, οπότε η επιλογή της εργασίας, δηλαδή η αφιέρωση ενός μεγάλου κομματιού της
μέρας σου και κατ’ επεκταση της ζωής σου σε κάτι το οποίο δεν θα σου προσφέρει χρήματα ούτε κοινωνικό status, είναι πλέον ελεύθερη. Όπως αντιλαμβανόμαστε εδώ και κάποια εκαντονταδες χρόνια, τα λεφτά είναι δύναμη και η δύναμη ενισχύει το εγώ, σε κάνει να ξεχωρίζεις. Ας μην αναλύσουμε τον καπιταλισμό, δεν είμαι ο αρμόδιος και δεν προσφέρεται και αυτό το άρθρο. Άρα η δουλειά είναι επιλογή και κοινωνικό έργο για κάποιους. Και κάπου εδώ ξεκινάει η ιστορία μου.

Πιθανότατα, κάποιοι “συνάδελφοι” θα ταυτιστούν και αν δεν το κάνουν ίσως κάνουν λάθος δουλειά ή την δουλειά τους λάθος. Σε έναν κόσμο που η δουλειά είναι επιλογή και όχι ανάγκη εγώ επιλέγω την δουλειά γιατί αυτή η δουλειά δεν είναι δουλειά. Είναι σαν κάθε μέρα να διαβάζω ένα καινούργιο βιβλίο, κάθε βράδυ να βλέπω την αρχή μιας ταινίας που δεν ξέρω πως θα τελειώσει και όλο αυτό με τόσους διαφορετικούς πρωταγωνιστές. Γιατί πρωταγωνιστές είστε όλοι εσείς. Γυρνώντας στο 2021, σε έναν κόσμο -όπως είναι αυτός ο κόσμος-, δεν μου λείπουν τα λεφτά, μου λείπουν οι αγκαλιές, οι αγκαλιές και τα χαμόγελα. Άντε και λίγο τα δάκρυα. Ούτε εγώ δεν πίστευα ότι μου λείπετε τόσο πολύ πριν γράψω αυτό το κείμενο.

Υ.Γ η ανάγκη που έχουμε να περάσει κόσμος καλά μας κάνει αυτό που είμαστε.

Ο Δημήτρης της “Χαβαής”

Δεύτερο lockdown και η ανυπομονησία για ποτάκι και κουβέντα δεν έχει τελειωμό. Ευτυχώς η Χαβαΐτσα (για τους φίλους, κανονικά “Χαβάη”) είναι σαν το σπίτι μας και το έχουμε συνηθίσει, έτσι κι αλλίως. Όλοι οι «χαβανέζοι» ζούσαμε στο δικό μας LOCK DOWNTOWN!

Αυτοί είναι που μας λείπουν και μας κοστίζει περισσότερο απ’όλα, oι φιλοι μας, που μας ψάχνουν και τους ψάχνουμε. Καθημερινά βιώνουμε διαδικτυακά και τυχαία στο δρόμο το «Άντε βρε Χαβαη» περιμένοντας ανυπόμονα να ανοίξει το αγαπημένο μας bar. Πολλοί αράζουν στο πεζούλι της με περιπτεριακή εξωτική μπύρα για έστω μια μικρή δόση Χαβάης! Μακάρι να εξαλειφθούν όλοι οι κίνδυνοι υπεύθυνα, και σύντομα να βρεθούμε όλοι μαζί, να αγκαλιαστούμε και να παρτάρουμε όπως εμείς ξέρουμε!

Υπόσχεση από το αγαπημένο team, όπως λέει και ένα τραγούδι:
”Πιο μετά ίσως βρεθούμε μια μέρα ξανά σε μέρη τόσο φωτεινά που θ’ αρχίσουνε να λιώνουνε τους πάγους απ’ τα μυαλά κι ελεύθεροι, πετώντας ν’ ανεβούμε  πιο ψηλά’