Στο Μύλο, στη Θεσσαλονίκη. Εκεί τον είδα πρώτη φορά. Με δέος. Ήταν ένας μικροσκοπικός καμικάζι σάτιρας, ευφυΐας και αθυροστομίας. Κουβαλούσε μια μαγική ενέργεια. Μεταδοτική. Δεν έμενε ακίνητος πάνω στη σκηνή. Έβλεπες τα μάτια του να γυαλίζουν κι είχε πάντα ένα σκανδαλιάρικο χαμόγελο. Με θάμπωσε, με σόκαρε, με κατέκτησε και δεν μπόρεσα να τον ξεπεράσω ποτέ. Ένα καλοκαίρι στην Αντίπαρο σχεδόν του έκανα stalking. Στη σκηνή φορούσε πάντα ένα μαύρο κολάν και κάτι γούνες. Ροκ showman. Τα καλοκαίρια κυκλοφορούσε με πολύχρωμα χαβανέζικα πουκάμισα. Ήταν έντονη προσωπικότητα. Ήξερα πάντα ότι μια βραδιά στον Τζίμη Πανούση θα ήταν η καλύτερη της εβδομάδας. Μου λείπει. Πέθανε πριν πέντε χρόνια.
Σήμερα, τραγουδάω από το πρωί “θάνατος στους καναπέδες του σπιτιού μας τους χαφιέδες, φάτε τους” και σκέφτομαι πόσο μας παρατηρούσε αυτός ο καλλιτέχνης, μας ψυχολογούσε, ήξερε από τι ύφασμα είμαστε φτιαγμένοι, οι νεοέλληνες.
Στις εμφανίσεις του έβλεπες καλοχτενισμένα, στην πένα ζευγάρια αστών 50άρηδων και ροκάδες με δερμάτινα, με αλογοουρά, πιτσιρικάδες. Δεν είχε ένα συγκεκριμένο κοινό. Αυτό στα δικά μου νεανικά μάτια (τότε) φάνταζε περίεργο, οξύμωρο. Αργότερα, αντιλήφθηκα ότι είναι σημάδι της αποδοχής του ταλέντου ενός ξεχωριστού καλλιτέχνη.Δεν έκανε χαβαλέ. Έκανε καυστική κοινωνική και πολιτική σάτιρα. Έβαζε το μαχαίρι στο κόκκαλο. Και το έστριβε. Το έκανε επιτυχημένα. Δεν μου φαινόταν προκλητικός. Έβλεπα έναν άνθρωπο που έλεγε την αλήθειά του. Ξεκίνησε την καριέρα του στη διάρκεια της Χούντας, έπαιζε με τα πρώτα γκρουπ Θεοδωράκη, τα απαγορευμένα. Έχει πει σε συνέντευξή του στον Αντώνη Μποσκοΐτη για εκείνη την εποχή το εξής: “Κυρίως για να βγάλουμε γκόμενες παίζαμε τραγουδάκια σεξοπολιτικά, περίεργα”. Ήταν ένας λαϊκός καλλιτέχνης βγαλμένος από την αριστοφανική μας παράδοση.
Μπορούσε να ανήκει στο περιβάλλον του Χατζιδάκι, να κάνει χριστουγεννιάτικο σόου στην τηλεόραση με τη Μιμή Ντενίση και τον Πουλικάκο και να πηγαίνει στην Άννα Βίσση. Δεν κολλούσε σε ταμπέλες. Του άρεσε το camp, αυτό που αποκαλούσε “στοιχείο τραβεστισμού”. Είναι εμβληματικό το εξώφυλλο που φορούσε σουτιέν. Έπαιζε σε Gay Pride.
Το Τζιμάκος το επέβαλε. Η πρώτη του εμφάνιση στη δισκογραφία το 1978, με μια παράνομη κασέτα, έγινε με την επωνυμία “Ο Τζιμάκος και οι Μουσικές Ταξιαρχίες”. Ήταν εμμονικός με την ελευθερία της σάτιρας και δεν άντεχε την πολιτική ορθότητα στο έργο του. Έχει δηλώσει το εξαιρετικό “σιχαίνομαι τον εαυτό μου που αναγκάζομαι να ασχοληθώ με ανθρώπους ημιμαθείς, κάτω του μετρίου, που σε άλλη περίπτωση ούτε που θα μιλούσαμε γι’ αυτούς”. Φυσικά και τον έσυραν στα δικαστήρια. Τις περισσότερες φορές για προσβολή θρησκεύματος. Κάποιες φορές και για περιύβριση του συμβόλου της ελληνικής σημαίας.
Γιος δοσατζή πρόσφυγα από το Αϊβαλί, μπήκε στη Νομική και δεν την τελείωσε ποτέ, δούλεψε σε τράπεζα και κόντεψε να πεθάνει από το άγχος και την στεναχώρια. Ήθελε να είναι καλλιτέχνης. Ξεκίνησε να παίζει ως ηθοποιός σε μπουλούκια σχεδόν έφηβος. Δεν άλλαξε ποτέ ύφος στις παραστάσεις του. Από το ξεκίνημά του. Αγαπούσε το ραδιόφωνο περισσότερο από την τηλεόραση. Η κινηματογραφική του καριέρα είναι συνυφασμένη με την καλτ κινηματογραφική ταινία “Ο Δράκουλας των Εξαρχείων”. Έγραφε πολύ και έχει εκδώσει βιβλία με ιδιαίτερους τίτλους. Είχε αδυναμία σε τίτλους χιουμοριστικούς. Η κασέτα ”Disco Tsoutsouni” είναι ιστορική. Αυτή στάθηκε η αφορμή να ξεκινήσει η πορεία του. Με τις Μουσικές Ταξιαρχίες τους κάλεσαν στο “Skylamb”, στην Πλάκα για μια παράσταση το καλοκαίρι το 1979 και έπαιζαν επί ένα χρόνο κάθε μέρα χωρίς ρεπό.
Δεν έχω δει καλύτερη μουσική/stand-up παράσταση από εκείνη του Τζίμη Πανούση. Όταν ανέβασε μια Ρωσίδα γυμνή χορεύτρια στη σκηνή και τρόλαρε στα μούτρα μας. Ήταν ασυγκράτητος και ρομαντικά ανηλεής. Όταν τον χαιρετούσαν όμορφα κορίτσια, κοκκίνιζε. Έγραψε ένα από τα καλύτερα ελληνικά ερωτικά τραγούδια. “Πρώτα να τελειώσω το πανεπιστήμιό μου, μετά να κάνω τη θητεία στο στρατό, να πιάσω δουλειά σε κανένα γραφείο, να παντρευτούμε να κάνουμε παιδιά. Κι εγώ σ’ αγαπώ, ΓΤΧ μου”.