Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος στο βιβλίο αυτό αφηγήθηκε χριστουγεννιάτικες ιστορίες για τις κρύες νύχτες του χειμώνα δίπλα στη φωτιά, για τις εποχές που φεύγουν απαράλλαχτα κάθε φορά, μαζί με όλα τα ανείπωτα, τα αναπάντεχα, τα ανιστόρητα και τα θαυμαστά του κόσμου τούτου, που βρίσκονται μαζεμένα και φωλιάζουν σε αυτές τις μοναδικές, τις ανυπόκριτες γιορτινές ημέρες.

“Hamburg Hbf”

Ανήμερα τα Χριστούγεννα, μεσημέρι, την ώρα που οι καθωσπρέπει νοικοκυραίοι ετοιμάζονται για το εορταστικό τραπέζι στο σπίτι. Η κίνηση στους δρόμους περιορισμένη, λίγοι οι περαστικοί, ακόμα λιγότερα τα παρκαρισμένα αμάξια. Η μαύρη Μερτσέντες με τα σκούρα φυμέ τζάμια, φάνηκε πάλι να περιφέρεται με χαμηλή ταχύτητα στα δρομάκια γύρω από την πλατεία Θεάτρου. Σταμάτησε μπροστά από το κτήριο της Διπλαρείου Σχολής. Ο σωματώδης άντρας που βγήκε από την πίσω πόρτα βοήθησε το παιδί που παραπάτησε να σταθεί στα πόδια του, το χτύπησε φιλικά στην πλάτη και ακούστηκε να του λέει: «Ίσα το κορμί σου ρε μάγκα, τι σόι άντρας είσαι;»

Από τα μαρμάρινα σκαλοπάτια στην είσοδο της σχολής πετάχτηκε βολίδα το κορίτσι. Όρμησε τρέχοντας και άρπαξε με λαχτάρα το αγόρι, το έβαλε στην αγκαλιά της. «Στον έφερα», της λέει ο κοστουμάτος με τα μαύρα γυαλιά και το ξυρισμένο κεφάλι, και συνάμα τής χώνει στη ζούλα ένα μασούρι χαρτονομίσματα στο χέρι, «όλος δικός σου και φρόνιμα – τσιμουδιά, όπως είπαμε, άντε και καλά Χριστούγεννα». Η φωνή του ψυχρή, παγωμένη, ερχόταν από μακριά, σαν να κορόιδευε, σαν να ειρωνευόταν. 

Το αγόρι δεν θα ήταν παραπάνω από είκοσι – είκοσι δύο χρονών, το κορίτσι λίγο μικρότερο. Εκείνη τον πήρε από τους ώμους, προχώρησαν και κάθισαν στα σκαλάκια, απέναντι στον μεσημεριανό ήλιο που κλέβει τις σκιές των ανθρώπων.

«Χαρά,…» της είπε.

«Σώπα», τον σταμάτησε αυτή, «όλα θα πάνε καλά, όλα, μη φοβάσαι, εδώ είμαι εγώ».

Έχωσε το χέρι της κάτω από την μπλούζα του και με την άκρη των δαχτύλων της άρχισε να τον ψάχνει. Μόλις βρήκε αυτό που ζητούσε, σταμάτησε να ψηλαφεί και με το άλλο της χέρι σήκωσε τη φανέλα. Ακριβώς στη θέση το δεξιού νεφρού υπήρχε μια μικρή τομή με φρέσκα τα σημάδια από ράμματα, που είχαν πρόσφατα αφαιρεθεί. Το κορίτσι άφησε την μπλούζα να πέσει. Πήρε το κεφάλι του στα χέρια της και το έσφιξε πάνω στο στήθος της.

Πριν από καμιά σαρανταριά χρόνια τριγύριζα από δω και από κει ανερμάτιστος, ανέστιος και χαρούμενος, αλλάζοντας χώρες και επαγγέλματα, στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Κάποτε, ο δρόμος μου με έφερε στο Αμβούργο, στην Δυτική, τότε, Γερμανία. Όταν έφτασα στον σταθμό και βγήκα έξω, η πόλη μου φάνηκε αλλιώτικη δηλαδή πιο φίνα, πιο αεράτη και πιο κοντά μου. Είπα αμέσως με βεβαιότητα: «Εδώ θα μείνω».

Με ένα μπογαλάκι ρούχα στην πλάτη και δυο τρία βιβλία με ποιήματα, έφευγα, όλο έφευγα… σαν να με κυνηγούσαν, πότε με το τρένο, πότε με οτοστόπ,πότε με τα πόδια, κάνοντας τις πιο παράξενες δουλειές. Στο Αμβούργο βρήκα μια καλή δουλειά -μάλλον μού την βρήκε η αρχιτεκτόνισσα Ελίζαμπεθ, σούπερ στέλεχος και δυνατό μυαλό και φρέσκιες ιδέες- σε μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία. Εκεί, τους έπεισα για τις καλλιτεχνικές μου ικανότητες  ότι πιάνει το χέρι μου και ότι γνωρίζω την τέχνη της αρχιτεκτονικής μακέτας, modell στα γερμανικά, και μου είπαν  οκέι∙ μου άλλαξαν μάλιστα και το όνομα, χάριν παιδείας εσωτερικής χρήσεως, και με φωνάζανε πιά μέσα στο γραφείο -όλοι τους, μικροί και μεγάλοι, herrn Modellopoulos!

Με πήραν, προς χάριν της Ελιζαμπέτχεν, όπως κατάλαβα, που ήταν από τα πρώτα ονόματα στο είδος της, μου έδωσαν ένα γενναίο μεροκάματο, μαύρα λεφτά ούτε κρατήσεις ούτε τίποτα, έτρωγα πάμφθηνα τα καλύτερα φαγητά στην υπέροχη menza τής επιχείρησης, σαν εστιατόριο πρώτης κατηγορίας, και κυρίως βρήκα την θαλπωρή στο κρεβάτι με το πουπουλένιο πάπλωμα σε έναν δρόμο απέναντι από την λίμνη, μαζί με τη ζεστασιά και το σπαθάτο κορμί της Ελίζαμπεθ που σπαρταρούσε.

Πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων. Η πόλη μέσα στα φώτα, μέσα στις μουσικές και στα χρώματα. Η Άουσενάλστερ στις δόξες της, με το πανύψηλο χριστουγεννιάτικο δέντρο να επιπλέει στα νερά της και τον κόσμο στους δρόμους να ψωνίζει στα «Horten» και στα «Kaufhof» σαν τρελός. Η Ελίζα θα έφευγε για μερικές ημέρες διακοπές σε καλούς φίλους κάπου στη Βόρεια Γερμανία, λίγο πιο ψηλά από το Αμβούργο, εγώ θα πήγαινα λίγο αργότερα. Μου εξήγησε αναλυτικά τη διαδρομή, ποιο τρένο θα πάρω από την Άλτονα, σε ποιόν σταθμό θα κατέβω, πού θα με περιμένει εκείνη για να πάμε μαζί στο χωριό κτλ., μετά με φίλησε, μπήκε στο αμάξι της και έφυγε.

Ήταν ένας καλός χειμώνας για το βόρεια Γερμανία, χωρίς χιόνια, χωρίς πολλά κρύα, με αρκετή όμως υγρασία και με τον χλωμό και αδύναμο ήλιο του Βορρά, που μόλις και μετά βίας ζέσταινε και που το φως του, σαν καντηλάκι σε ξωκλήσι, κρατούσε λίγο, πολύ λίγο μέσα στη σύντομη μέρα.

Στο τρένο είχα θέση δίπλα στο παράθυρο -όλα ταχτοποιημένα όσο δεν πάει άλλο και όλα καθαρά- και όταν πια βγήκαμε στην ομοιομορφία και την επανάληψη της καταπράσινης και επίπεδης γερμανικής εξοχής, σήκωσα το βλέμμα μέσα στο βαγόνι και κοίταξα τριγύρω μου. Εκεί στο βάθος, ακριβώς απέναντί μου, επάνω στην πόρτα που συνέδεε τα βαγόνια μεταξύ τους, μια αφίσα σε βαριά κορνίζα μού τράβηξε αμέσως την προσοχή. Μια νεκροκεφαλή με μια σύριγγα ανάμεσα στα δόντια και από κάτω με έντονα κεφαλαία το ερωτηματικό WARUM ? – Γιατί;

Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από πάνω της, αισθάνθηκα να σηκώνεται η τρίχα μου, με κυρίεψε ο τρόμος. Στη Γερμανία ήταν η εποχή που μαζεύανε κάθε πρωί από τα πάρκα ξυλιασμένα τα καλύτερα παιδιά τους, όπως στην κατοχή μαζεύαμε εμείς με τα καροτσάκια από τους δρόμους τους δικούς μας νεκρούς, στον λιμό της Αθήνας τον χειμώνα του ’42. Η εικόνα της νεκροκεφαλής με την σύριγγα στο στόμα θα με συνόδευε αργότερα σε ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή μου.

 Αλλάζω βαγόνι για να αποφύγω τη φρίκη, όμως μάταια και εκεί τα ίδια, η ίδια αφίσα με την ίδια εικόνα. Κλείνω τα μάτια, ένας ταραγμένος ύπνος με παίρνει μέχρι το σταθμό του προορισμού μου, πετάγομαι την τελευταία στιγμή, πηδάω έξω ανήσυχος, η Ελίζαμπεθ με περιμένει στην αποβάθρα, μου χαμογελάει, η καρδιά μου μετά από τόσα χιλιόμετρα ξαναγυρνάει στη θέση της.

Στο χωριό δεχτήκαμε την πραγματική και γενναιόδωρη φιλοξενία που μας προσέφεραν οι φίλοι της: ο αρχηγός της οικογένειας, ο Καρλ Χάινς, ένας ευτραφής και καλόκαρδος Γερμανός, γιατρός της περιοχής για περισσότερο από σαράντα χρόνια και συνταξιούχος πια, η κυρία του σπιτιού, η αξιοπρεπής και ευγενική φράου Ούλρικε, μια πραγματική αρχόντισσα και η έφηβη ομορφούλα, κατάξανθη και λυγερή, κόρη τους η Μαρί Λουΐζ, για τους δικούς της Μόλυ, που διάβαζε για την σχολή της.

Πολύ διακριτικά και σε αρκετά σημεία του σπιτιού υπήρχε σε λιτό μεταλλικό πλαίσιο η φωτογραφία ενός πολύ όμορφου χαμογελαστού νέου με πλούσια ξανθά μαλλιά, που όμως δεν εμφανίστηκε στο χριστουγεννιάτικο οικογενειακό τραπέζι με τα αναμμένα κεράκια και το δροσερό sekt στα ποτήρια της σαμπάνιας, και κανείς από τους φίλους και συγγενείς δεν αναφέρθηκε σε αυτή την απουσία.

Tο σπίτι του γιατρού σχεδόν ακουμπούσε σε μια μικρή φυσική λίμνη, από τις πάρα πολλές, μικρότερες ή μεγαλύτερες, καταπράσινες λίμνες και λιμνούλες που υπάρχουν σκόρπιες στην περιοχή. Τη λίμνη αυτή την νοίκιαζε ο γιατρός με τον χρόνο από την κοινότητα για να κάνει βαρκάδα με τα παιδιά του όταν ήταν ακόμα μικρά και για να ψαρεύει ο ίδιος αργότερα.

 Το βράδυ όταν μείναμε μόνοι, η Ελίζαμπεθ μου ψιθύρισε το μυστικό. Το αγόρι στην κορνίζα ήταν ο Ράινερ Βέρνερ, ο γιός του ζεύγους που μας φιλοξενούσε, ένα αξιολάτρευτο και πανέξυπνο παιδί. Είχε πεθάνει τον προηγούμενο χρόνο από υπερβολική δόση. Τον βρήκανε σε μια γωνιά στην αποθήκη του κήπου ξυλιασμένο. Στο μεγάλο κατάλυμα, σε στυλ αγροτόσπιτο, που μείναμε αυτές τις λίγες ημέρες, με την θερμαινόμενη πισίνα στο υπόγειο, τίποτα δεν θύμιζε ατμόσφαιρα σπιτιού που χάσανε το δεκαοχτάχρονο παιδί τους. Οι Γερμανοί ξέρουν να κρύβουν τον πόνο τους, να σφίγγουν τα δόντια και να σωπαίνουν, ξέρουν να συμπεριφέρονται απέναντι στους ξένους με αληθινή αξιοπρέπεια.

Στους περιπάτους μου σε αυτό το μαγεμένο τοπίο προσπαθούσα να φανταστώ τον έφηβο Ράινερ με τους φίλους του να τρέχουν στο κοντινό δάσος, να παίζουν και να κολυμπούν, να σκαρφαλώνουν στα δέντρα… και ευθύς αναδύθηκαν μέσα μου οι στίχοι του λησμονημένου σήμερα Ρωμιού ποιητή Πέτρου Χρονά, κατά κόσμο Σάββα Μελόπουλου:

 Μιλούσαν για αδιέξοδα και για μικρούς θανάτους

σ’ ένα τοπίο που τους φώναζε

ελάτε να χορέψουμε στη λίμνη με τα κυπαρίσσια.

 Αλήθεια, γιατί, Φρίντριχ και Γιώτα και Καρλ και Γιώργο και Χανς και Κυριακούλα και Μαρίνα και Δημήτρη και Ζυλιέτ και Παναγιώτη και Ρίτα; Warum? Γιατί, ρε παιδιά, γιατί;

 —

Δεκέμβριος στη σημερινή Αθήνα, ο δωδέκατος και τελευταίος μήνας του χρόνου, οι μέρες προχωρούν προς τα Χριστούγεννα και ο χειμώνας ούτε που ακούστηκε φέτος. Ο ήλιος ζεστός, φιλικός, ίσως το μόνο φιλικό στοιχείο σε αυτή την πόλη που ρημάζει όλο και πιο πολύ από την παρακμή και την εγκατάλειψη, που έχουν απλώσει τα πλοκάμια τους παντού και βυζαίνουν.

 Πολλά μαγαζιά στο κέντρο της πόλης κλειστά και άδεια, σπασμένες βιτρίνες, αγέλες αδέσποτα, βρώμικοι δρόμοι και σκουπίδια, παντού σκουπίδια. Πού οι καλοί καιροί τέτοιες χρονιάρες μέρες, με τις φωταψίες, τις πλούσιες βιτρίνες και τη φανταχτερή διακόσμηση; Ευτυχώς που υπάρχει και η ζωγραφική του δρόμου για να δώσει ένα χρώμα και διαστάσεις στα ερείπια, να υπενθυμίσει ότι υπάρχουν ζωντανά πλάσματα σε αυτή την βομβαρδισμένη πόλη, που περιφέρονται τις νύχτες σαν φαντάσματα, σαν ζόμπι, και προσπαθούν με τις μπογιές τους να ερμηνεύσουν αυτά που συμβαίνουν τριγύρω τους, άλλοτε με εικόνες άγριες και απειλητικές, άλλοτε με σχήματα ακανόνιστα, θολά και εν πολλοίς ακατανόητα.

Πλατεία Θεάτρου, πολύ κοντά στην Ομόνοια, κοντά στο Μεταξουργείο, κοντά στου Ψυρρή, περιτριγυρισμένη από δρόμους με ένδοξα αρχαία ονόματα, όπως οδός Μενάνδρου, οδός Ευριπίδου, Σοφοκλέους, Σωκράτους, Αθηνάς, Αρμοδίου, Αριστογείτονος.

 Ο λουλουδάς ο Πολυχρόνης, ο κομπραδόρος της γειτονιάς (και θα καταλάβετε πιο κάτω τι εννοώ), χωλός από τότε, που παιδί στο χωριό του, έπεσε από το δέντρο μαζεύοντας τσάγαλα και τσάκισε το πόδι του, τριάντα πέντε χρόνια στη γωνία Μενάνδρου και Σαπφούς, είχε έναν ψευτοπάγκο με πήλινα και μεταλλικά δοχεία γεμάτα νερό για τα λουλούδια του και μια σακατεμένη ξύλινη προθήκη με γλαστράκια. Το εμπόρευμα τού το έφερναν τα γυφτάκια, που έκλεβαν τους φρέσκους τάφους στα νεκροταφεία, χρυσάνθεμα και τριαντάφυλλα κυρίως, κι έτσι την έβγαζε μια χαρά. Από την ορθοπεδική κλινική του Κάτσαρη, παραδίπλα, που συντηρούσε ως ένα μεγάλο βαθμό τον πανούργο βιοπαλαιστή του δρόμου, όλο και κάποιος θα αγόραζε μια πρασινάδα, ένα μεταχειρισμένο άνθος, μια γλαστρούλα για να προσφέρει στον ασθενή που επισκεπτόταν. Έβγαινε το μεροκάματο – και κάποιες μέρες έβγαινε καλά.

Η Χαρά ήταν όμορφο και καλοφτιαγμένο κορίτσι, φαινόταν από σοβαρό σπίτι, κρατιόταν καλά. Έδειχνε πως τον αγαπούσε, πως τον νοιαζόταν, του έφερνε να φάει, να πιει, του έδινε την πρέζα του, τον φρόντιζε σαν παιδί της. Το ζευγάρι νεοφερμένο στην πλατεία. Τα βράδια χανόντουσαν, κανείς δεν ξέρει πού αράζανε για ύπνο. Όταν ξέμεναν από ψιλό, το κορίτσι πήγαινε με ξένους, με περαστικούς, για να βγάλουν την δόση τους. Ο λουλουδάς ήξερε απέξω κι ανακατωτά όλα τα πρεζόνια της περιοχής, όπως και τους κάθε λογής εμπόρους και βαποράκια με τους οποίους είχε τα κρυφά και ανομολόγητα πάρε δώσε, με το αζημίωτο βέβαια. Ήξερε πότε έσκαγε μύτη ο καθένας, πότε βγήκε στο δρόμο, από πού ερχόταν, πόσο παλιός ή πόσο φρέσκος ήταν στην πιάτσα∙ και ήταν αυτός που έριχνε πρώτος το σύρμα στα τσακάλια και τους λύκους που καραδοκούσαν, αυτός που «έδινε» τους εξαρτημένους.

Τελευταία, το πόδι του αγοριού είχε μολυνθεί από βρόμικη βελόνα, είχε κακοφορμίσει, η πληγή προχωρούσε και άπλωνε. Εκείνη τον φρόντιζε όσο μπορούσε, αυτός ούτε που ήθελε ν’ ακούσει για νοσοκομείο. Κι έτσι ήρθε η σειρά του Πολυχρόνη του λουλουδά να αναλάβει δράση.

Οι δύο γυμνασμένοι άντρες με τα μαύρα γυαλιά, οι κοστουμάτοι που βγήκαν από τη Μερτσέντες με τα φιμέ τζάμια, έφεραν και τους μοίρασαν τις καβάντζες. Όταν πήραν την Χαρά στην άκρη και της πρότειναν το ποσό, εκείνη έκανε έναν γρήγορο υπολογισμό, μέτρησε τις δόσεις από μέσα της, μέτρησε πόσες επικύψεις και πόσες γονυκλισίες θα γλύτωνε, πόσους αρσενικούς λιγότερους πάνω της -πεινασμένα αρσενικά να βρωμάνε, να βρίζουν, να ιδρώνουν, να αγκομαχούν, να φτύνουν, να την χτυπάνε-, πόσα και τι θα κέρδιζε, και είπε στους δύο κοστουμάτους: «Εντάξει, να τον πάρετε, αλλά να μου τον φέρετε πίσω ολόκληρο». Της έδωσαν τρακόσια μετρητά στο χέρι για μπροστάντζα, «Και άλλα χίλια πεντακόσια μόλις τον φέρουμε», της είπαν, «σε καμιά βδομάδα και βάλε, θα του φτιάξουμε και το ποδάρι, κομπλέ». Τον έστησαν στα πόδια του και σχεδόν τον έσυραν μέχρι τη Μερτσέντες. Τον ακούμπησαν στο πίσω κάθισμα, ο φουσκωτός κάθισε δίπλα του, ο άλλος στο τιμόνι και το όχημα ξεκίνησε.

Αυτή ήθελε να μπει μέσα για να πάει μαζί τους, «Δεν χωράς», της είπαν και την έσπρωξαν στο πλάι, τον πήραν και χάθηκαν μέσα στην κίνηση. Πλήθος οι περαστικοί με άδεια βλέμματα, ούτε που έβλεπε κανείς, ούτε που άκουγε κάτι διαφορετικό. Το βαρύ όχημα με τις αυτόματες ταχύτητες και με κατεύθυνση τη δημοτική αγορά της οδού Αθηνάς επιτάχυνε και εξαφανίστηκε. Μετά από καμιά δεκαριά, δώδεκα μέρες, όπως είπαμε στην αρχή, τον γυρίσανε «ολόκληρο» πίσω στη βάση του.

Ένα ζευγάρι άστεγοι προχωρημένης ηλικίας, στο κοίλωμα της εξώπορτας ενός ρημαγμένου μαγαζιού διαγώνια από την είσοδο της σχολής, είχανε στολίσει σύμφωνα με το γούστο τους ένα καχεκτικό δεντράκι, μια νεραντζιά που φυτοζωούσε. Είχαν κρεμάσει χρωματιστά κουρελάκια στα κλαριά του, κουτάκια από αναψυκτικά, άδεια πακέτα τσιγάρων ένα λούτρινο που του έλειπαν τα ποδάρια, μια γυμνή Μπάρμπι, όλα από τα σκουπίδια. Κάθονταν κάτω από το δέντρο και σταλίζανε, πίνοντας μπύρες.

«Πού ήσουνα ρε Παναγιώτη, σε χάσαμε», τον ρώτησε περνώντας από μπροστά του ο λουλουδάς της οδού Μενάνδρου, που είχε στο μεταξύ μαζέψει το εμπόρευμα, είχε κλειδώσει τον πάγκο του και ξεκινούσε για να προλάβει το χριστουγεννιάτικο τραπέζι της οικογένειας, με το πουλερικό και τις πατάτες στο φούρνο.

«Διακοπές», απάντησε το παιδί με σκυμμένο το κεφάλι και σπασμένη τη φωνή.

«Διακοπές, βρε Πολυχρόνη».

Warum? και άλλες ιστορίες, του Λευτέρη Ξανθόπουλου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη