Η corporate διάσταση της ζωής με έχει φέρει αντιμέτωπη με διάφορες πτυχές του εαυτού μου που είναι αντιδραστικές. Αν κάτι μπορώ να πω για εμένα με σιγουριά, είναι πως προσαρμόζομαι. Ναι, συνήθισα το να φοράω τα πουκάμισα μέσα από τα παντελόνια μου. Τα δεκάποντα ψηλοτάκουνα δεν ήταν μια εύκολη πρόκληση, αλλά την κατέκτησα και αυτή. Φούστες και φουστάνια δυο τρεις φορές τη βδομάδα; ΟΚ, μπορώ να το κάνω και αυτό. Να κρατάω το αυθόρμητο γέλιο μου σε πολύωρα meetings που δίνουν άπειρες αφορμές; Το καταφέρνω κάθε φορά. Γενικώς, η ζωή στο γραφείο απαιτεί τη συμφιλίωσή σου με μια άλλη εκδοχή του εαυτού σου, που σχεδόν δεν είχες αντιληφθεί την ύπαρξή της και μέσα από αυτή τη συμφιλίωση νιώθεις παντοδύναμος. Ικανός για όλα. Αφού συμφιλιώνεσαι θες να έχει αξία η προσπάθεια. “Make it count” επαναλαμβάνεις και συνεχίζεις να αξιοποιείς τα κίνητρά σου. Μέχρι τη στιγμή που αντιλαμβάνεσαι πως αυτή η συμφιλίωση παίρνει παράταση. 

Αυτή η τριβή με τον εαυτό που έχει κατακτήσει τον αυτοέλεγχο, την ψυχραιμία και την κορπορατίλα, μεταφέρεται σε fine dining εστιατόριο. Είσαι σε επαγγελματικό δείπνο, πεινασμένος μετά από μια ούτως ή άλλως κουραστική μέρα στο γραφείο. Κάθεσαι δίπλα από τον διευθυντή σου, στα δεξιά και προσποιείσαι τον ευχαριστημένο από το μενού, τον άνθρωπο που μπορεί να διαχωρίσει όλα εκείνα μαχαιροπίρουνα και τη χρησιμότητά τους πιο γρήγορα και από τον γύρο κοτόπουλο από τον χοιρινό στο πιτόγυρο. Πίστευεις πως έχεις τον έλεγο, αλλά το θέμα φαγητό είναι από εκείνα που βγάζουν προς τα έξω τον πραγματικό σου εαυτό. Τον ανεξέλεγκτο. Αυτή η πρόκληση είναι πραγματικά δύσκολη. Είναι εύκολο να κρατήσεις το γέλιο σου σε ένα meeting, αλλά δεν είναι εξίσου εύκολο το να παριστάνεις τον ικανοποιημένο πάνω από ένα πιάτο με χέλι, σόγια και κόκκινο shisho σε μερίδα που θυμίζει την πρώτη μπουκιά σου μετά από μια δύσκολη μέρα.

Η ζωή σου δίνει μικρές αφορμές για επανάσταση. Το μυστικό είναι να ξέρεις να τις εντοπίζεις και αφού αποφασίσεις πως το ρίσκο, η παράτολμη κίνηση είναι μονόδρομος, να το κάνεις να μετράει. “Make it count” λες και πάλι μέσα σου. Για εμένα, εκείνο το επαγγελματικό δείπνο, ήταν μια από εκείνες τις φορές. Δε με ενδιέφερε να είμαι προσαρμοστική. Δε με ενδιέφερε να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων με τον κλισέ τρόπο. Ήθελα να ρισκάρω. Ήθελα να μετρήσει. Και κατά βάθος, ίσως και να επεδίωκα να αποδείξω σε όλους πως μοιράζονταν την ίδια ανάγκη με εμένα, αλλά δεν τόλμησαν να την εκφράσουν, γιατί δεν είχαν εντοπίσει πως αυτή ήταν μια μικρή, αλλά σημαντική αφορμή για επανάσταση και, επομένως, έπρεπε να την κάνουμε να μετρήσει. Το Make it count γίνεται συλλογικό, καταλαβαίνεις. 

https://www.youtube.com/watch?v=QNo5TB3uTYw

Τρία πιάτα πέρασαν μπροστά μου εκείνο το βράδυ. Τρία πιάτα και ένιωθα το στομάχι μου πιο άδειο από ποτέ. Οι επαγγελματικές εκκρεμότητες συζητήθηκαν, γελάσαμε και με τα αστεία του διευθυντή (ΟΚ, μερικά ήταν πραγματικά καλά), ευχηθήκαμε τα καλύτερα ο ένας στον άλλο, αλλά κυρίως για το μέλλον της εταιρείας και μετά αρχίσαμε τις πιο προσωπικές συζητήσεις. Είναι σαν να μπαίνει τικ σε όλα τα κλισέ και μετά να ξεκινάει η ζωή. Δεν είναι ότι δεν με ενδιέφερε η σχολική σταδιοδρομία της κόρης της Έλλης ή η μετακόμιση του Λάμπρου. Προφανώς και έχω χτίσει μια προσωπική σχέση με τους συναδέλφους μου. Προσωπική και ειλικρινή. Το θέμα ήταν ότι πεινούσα. Το αρνάκι με έλατο και πιπεριά δε φάνηκε αρκετό για να καλύψει τις ανάγκες μου σε ενέργεια, αλλά κυρίως σε απόλαυση.

Πριν προλάβω να καταλάβω πώς η τέχνη της έντεχνης καταπίεσης εξαφανίστηκε από τη λίστα με τα skills μου, το είπα: «Δεν πάμε για ένα βρώμικο όπως είμαστε τώρα;», ρώτησα με το βλέμμα μου καρφωμένο στον διευθυντή και το πίσω μέρος του εγκεφάλου μου να κάνει υπολογισμούς για γρήγορο παρκάρισμα στη Μαβίλη. Κάπου στο αδιέξοδο με το παρκάρισμα,  προσπαθούσα να συνειδητοποίησω τι είχα κάνει μόλις. Είχα άραγε προσβάλει τον διευθυντή μου και το γούστο του στο φαγητό; Είχα φανεί αχάριστη; Απολίτιστη; Μια νεαρή με θράσος που δεν ξέρει και να τρώει; Μήπως κοιλιόδουλη; Ήλπιζα όχι άνεργη. Ακολούθησαν λίγα δευτερόλεπτα σιωπής, μέχρι να μιλήσει ο Λάμπρος και να πει το σωτήριο «Ψήνομαι!». Αυτό το απλό ψήνομαι έγινε η αφορμή για να αποδειχτεί πως εξέφραζε την πείνα όλων, και κυρίως του διευθυντή, ο οποίος μάλλον δεν ήθελε να είναι ο πρώτος που θα ακολουθήσει τη δική μου επανάσταση.

Τελικά δεν πήγαμε Μαβίλη, γιατί το παρκάρισμα κατέληξε να είναι το βασικότερο των προβλημάτων μας. Εγώ με το χοτ ντογκ στο χέρι, κάπου στην Πειραϊκή, ένιωσα ότι αυτή ήταν η μεγαλύτερη νίκη μου απέναντι στην κορπορατίλα. Ίσως και να έβαλα για λίγο στην παύση την εμμονή με τα αστέρια Michelin. Το μόνο πράγμα που επέτρεψα να με καταπιέσει εκείνο το βράδυ, ήταν η μάχη μου με το να μη λερώσω το φόρεμά μου με σως. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, την κέρδισα και αυτή. 

Σκοπεύεις να γίνεις ένας κοιλιόδουλος επαναστάτης; Ένας αγωνιστής για την υπεροχή του βρώμικου απέναντι σε κάθε μενού που χρειάζεται πάνω από τέσσερα μαχαιροπίρουνα για να ολοκληρωθεί; Τόλμησέ το, ακόμα κι αν αυτή η επανάσταση πρέπει να πραγματοποιηθεί δίπλα στον διεθυντή σου. Είναι μια “βρώμικη” δουλειά που πρέπει να γίνει. Γρήγορα. Make it count.