Ένα σεισμό μετά, η κυβέρνηση αποφάσισε να δώσει μια παράταση στη δυστοπία, ένα Σάββατο πρωί. Κλειστή εστίαση, σινεμά, θέατρα, γυμναστήρια και οτιδήποτε μας θύμιζε ότι ζούμε ακόμα τέλος πάντων, με ή χωρίς μάσκες, με μυρωδιά αντισηπτικού και αυτή τη γλοιώδη αίσθηση στα χέρια ή χωρίς. Τα χόμπι, ενδιαφέροντα, και ανθρώπινη επαφή στρυμωγμένη σε τραπέζια με τέσσερα άτομα το πολύ και ώρα λήξης τις 12 τα μεσάνυχτα αυστηρά, σταματούν για ένα μήνα (όλοι στοιχηματίζουμε πως θα είναι παραπάνω, οπότε το στοίχημα χάνει το νόημά του εξαρχής). Δευτέρα βράδυ και θα στριμωχτούμε πάλι σε ένα αποχαιρετιστήριο στέκι, όσοι έχουμε την τύχη να λέμε πως αποκτήσαμε ένα, σαστισμένοι, συζητώντας τις εναλλακτικές μας για τον μήνα που έρχεται.
Τη μέρα του διαγγέλματος η διάθεση ήταν «να τη χαρούμε την εστίαση όσο την έχουμε». Το Twitter πήρε φωτιά από προτροπές για σοβαρούς λογαριασμούς, για να αντέξουν και όσοι θα πληγούν από αυτό το άβολο κλείσιμο. Η πραγματικότητα ήταν πρόσωπα σαστισμένα και μυαλά ήδη σε καραντίνα. Στα τραπέζια γινόταν small talk και συζητήσεις για το τι ζούμε (το ερώτημα της χρονιάς) και τι θα κάνουμε τα βράδια μας από εδώ και πέρα. Ναι, εκτός από Netflix. Και μέχρι τις 12 αυστηρά.
Τελικά εμείς έχουμε περισσότερο ανάγκη την εστίαση, από ό,τι εκείνη εμάς.
Δε χρειάζεται να είσαι ή να νιώθεις party animal για να βιώσεις αυτόν τον αποχωρισμό άβολα. Χρειάζεται απλά να μπορείς να μουδιάσεις με το concept της απαγόρευσης να μπορείς να πεις όσα μπορείς να πεις σε ένα τραπέζι με τσίπουρα και όχι στο Zoom. Αυτό εδώ δεν είναι ένα διάλειμμα από όλη τη ζωή, δεν είναι το lockdown του Μαρτίου. Είναι μια συνθήκη που σε απομακρύνει από όσα σου έλειψαν σε αυτό περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Αυτή η συνάθροιση της τεμπελιάς, της πολυτέλειας που δεν ενώνει με συγγένεια πρώτου βαθμού αλλά με μια βαθιά ανάγκη για επικοινωνία όσων δεν είναι πρακτικά, σημαντικά. Αυτή την επικοινωνία που σαν προσαρμοστικά όντα που είμαστε κατά βάθος οι άνθρωποι, περιορίσαμε μέχρι τις 12, για να μπορούμε να τη χαρούμε.
Δε θα ξεχάσουμε την προτροπή «πάμε για ποτό» μέσα σε έναν μήνα. Εδώ δεν την ξεχάσαμε τον Μάρτιο. Μάλλον απλά θα εκτιμήσουμε αυτή την αξία του «εις το επανιδείν». Αυτή την πολυτέλεια του αύριο, της ευχέρειας, της δυνατότητας να μπορούμε και αύριο να ζήσουμε την ίδια σύσταση ανθρώπων, στην ίδια παρέα, με τα ίδια ποτά.
Στο δικό μου στέκι οι εργαζόμενοι σχεδίαζαν την απόδρασή τους σε νησιά και επαρχιακές πόλεις, έψαχναν εναλλακτικές να αυξήσουν αυτά τα 530 ευρώ με τα οποία θα κληθούν να περάσουν τον μήνα, γιατί το κλείσιμο έχει και μια σοβαρή διάσταση. Σοβαρότερη από την ανάγκη του πελάτη, τη δική μου ανάγκη, να έχω κάπου να πάω όταν δε με χωράει ο κόσμος. Οι ιδιοκτήτες μοίραζαν προσπέκτους ανακοινώνοντας πως όσο θα είναι κλειστή η επιχείρηση, θα λειτουργεί ντελίβερι για καφέ και ποτά. Σκέφτομαι πως εκείνοι βρήκαν τις εναλλακτικές τους διάολε. Ένα έχει γίνει σαφές στο μυαλό μου έχοντας γύρω στις πέντε ώρες ακόμα την ευκαιρία να πιω ένα ποτό: εμείς τους έχουμε περισσότερο ανάγκη, από ό,τι εκείνοι εμάς και δεν ξέρω πώς να πω “εις το επανιδείν” μιας και αυτή η αντάμωση μου φαίνεται πιο μακρινή και αόριστη από ποτέ και οι εναλλακτικές τους φαντάζουν σαν μια τελευταία προσπάθεια να κάνουν υπομονή απέναντι στα μέτρα που τους έχουν μετατρέψει σε σάκο του μποξ της πανδημίας, μαζί με τους καλλιτέχνες.