Το Netflix παίζει το χαρτί του “ηθικού σωτήρα” ενώ σε εθίζει περισσότερο σε συνδρομητικό υλικό.
“Το Κοινωνικό Δίλημμα” του Netflix είναι ό,τι ο Ανδρέας Μικρούτσικος για το Big Brother. Άλλοθι. Στο 13:43 του δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ βλέπουμε τα χαρακτηριστικά σήματα του Facebook, Snapchat, Twitter, Instagram, YouTube, Tik Tok, Google, Pinterest, Reddit, Linkedin και τους ιθύνοντες νόες (βλέπε Ρικ Ορλόβσκι) πίσω από το viral της εβδομάδας, ως ιεροκήρυκες της αλήθειας να μιλούν για τον εθισμό και το σκοπό των εταιρειών να σε κρατούν συνέχεια στην οθόνη. Αλήθεια τώρα; Ηθικολογία μέσα από την μεγαλύτερη συνδρομητική πλατφόρμα που γονάτισε την κινηματογραφική βιομηχανία και μετατρέπει τον θεατή σε άβουλο θύμα ενός αλγόριθμου; Σε ποιόν τα πουλάς αυτά Τρίσταν Χάρις, ντεμέκ συνείδηση της Silicon Valley;
Όταν νιώθουμε μοναξιά, αβεβαιότητα ή φόβο αναζητούμε την ψηφιακή μας πιπίλα, η οποία ατροφεί την ικανότητά μας να διαχειριστούμε κάτι από αυτά, λέει ο Τρίσταν Χάρις, ιδρυτής του Time Well Spent και ευαγγελιστής μιας ριζικής αλλαγής στον τρόπο που χρησιμοποιούμε την τεχνολογία, μετανοημένος.
Στο τέλος του ντοκιμαντέρ τον βλέπουμε να περιγράφει την τεχνολογία ως “ταυτοχρόνως ουτοπική και δυστοπική“. Αλλά αυτό είναι, συνοψισμένο σε μια πρόταση, όλο το νόημα του Κοινωνικού Διλήμματος. Κοινότοπη διαλεκτική (ψευδαίσθηση ελεύθερης βούλησης, συνεχή διαδικασία μάταιης ανατροφοδότησης, FOMO, ανάγκη για κοινωνική αποδοχή, εθιστικοί αλγόριθμοι) γύρω από την κατάχρηση της τεχνολογίας. Παρόλο που το φιλμ προσπαθεί να μας αφυπνίσει, να μας ξεκαθαρίσει την έννοια “κατασκοπευτικός καπιταλισμός”, “οικονομία της προσοχής” και “θετική διακεκομμένη ενίσχυση” καταλήγει σε μια κουραστική και άσκοπη κριτική “της κακιάς τεχνολογίας που καταστρέφει τα παιδιά μας”. Και- καθόλου τυχαία- παραλείπει να αναφερθεί στους πραγματικούς επαναστάτες της Σίλικον Βάλεϊ.
Βλέπουμε τον Τζάστιν Ρόζενσταϊν, πρώην μηχανικό λογισμικού στη Google (συνέδραμε στον σχεδιασμό του chat) και στο Facebook (υλοποίησε την ιδέα του Like) να λέει στους θεατές του ντοκιμαντέρ, ότι η ιδέα πίσω από το κουμπί του like ήταν εμπνευσμένη από τα Αρκουδάκια της Αγάπης, δηλαδή ήθελαν να φωτίσουν τον κόσμο με αγάπη και θετική ενέεγεια. Τι τεχνολογικές χίπικες ουτοπιστικές μπούρδες είναι αυτές και σε ποιον τις πουλάει; Το κέρδος πάντα ήταν η αποκλειστική κινητήριος δύναμη κάθε προϊόντος που βγήκε από τα σπάργανα των άσωτων tech bros (σκέψου τους ως αθληταράδες της τεχνολογίας).
Αυτά τα πρώην μεγαλοστελέχη (λευκοί προνομιούχοι άνδρες όλοι) των εταιριών κολοσσών της τεχνολογίας, που κυριολεκτικά σχεδίασαν τη ζωή μας, ζητούν πολύ εύκολα άφεση αμαρτιών, με μια απλή δήλωση μεταμέλειας (και εργαλειοποίησης των συναισθημάτων φόβου) μέσα από το Netflix απαιτώντας εξιλέωση.
Και τώρα πηδούν στο άρμα της πολιτικής ορθότητας και της ανάγκης για νομοθεσία σχετική με τον περιορισμό της ψυχολογικής εκμετάλλευσης των χρηστών παρακάμπτοντας τις φωνές των ακτιβιστών των ψηφιακών δικαιωμάτων (Safiya Noble, Siva Vaidhyanathan). Και το Netflix τους ξεπλένει. Μετρώντας τηλεθέαση. Αναφέρεται στα προβλήματα και ηθικά ζητήματα της μόδας (παραπληροφόρηση και καλλιέργεια ψευδών πληροφοριών, πόλωση) αλλά όχι στην άνοδο της οικονομικής ανισότητας που προκλήθηκε από τους CEO των τεχνολογικών εταιριών. Όταν απλοποιούμε το πρόβλημα για να γίνει κατανοητό από μεγάλη μερίδα κοινού, ουσιατικά προάγουμε τον λαϊκισμό. Και γινόμαστε μέρος του προβλήματος, όχι η λύση.
Μήπως αυτοί οι αποστάτες της Σίλικον Βάλεϊ ξέρουν πως να προωθήσουν μια συγκεκριμένη ατζέντα (στο λένε ξεκάθαρα, είναι οι εφευρέτες της διαδικτυακής ψυχολογίας της πειθούς) παρουσιάζοντας την οπτική (πάντα με επιστημονικές έρευνες γεμάτες αριθμούς) μονόπλευρα; Και έτσι, να γίνουν το πιο δημοφιλές ντοκιμαντέρ του Netflix προπαγανδίζοντας τον θεατή, που πλέον κοιτά καχύποπτα το κινητό του. Υπάρχει πάντα μια εντελώς διαφορετική ιστορία που περιμένει να ειπωθεί.