Ακολουθεί ένα βιωματικό άρθρο, από αυτά που δεν περίμενα ποτέ, να έρθει η στιγμή να γράψω. Ήμουν με το ζόρι 10 χρονών, ένα καυσωνικό βράδυ του Αυγούστου, στην τέρμα καυσωνική Λαμία, με μόνη παρηγοριά 2 ανεμιστήρες που ανακυκλώνανε ζεστό αέρα και τον 6χρονο αδερφό μου να έχει πιάσει στασίδι μπροστά στην τηλεόραση αγκαλιά με πακοτίνια και κάτι διεστραμμένα υπέροχες καραμέλες βουτύρου, που βάζαμε στη χούφτα μας, από την τροχήλατη καρότσα του γαλατά, που πέρναγε κάθε απόγευμα.  

Στην τηλεόραση θα έβαζε μια ελληνική ταινία και με σύμμαχο την κεραία, μιας και όταν ο αέρας μας έκανε κόνξες, τα πράγματα ήταν δύσκολα, θα την βλέπαμε πριν πάμε για ύπνο. Τότε, δεν θυμόμανε τίτλους, ούτε μπορούσα να τους απομνημονεύσω, καθώς κάθε βράδυ έδειχνε κι άλλη ταινία σε κάθε κανάλι, με αποτέλεσμα, να μπερδεύω όλα τα ονόματα. Κάποια χρόνια μετά, έμαθα πως την ταινία, την έλεγαν “Μια Κυρία στα Μπουζούκια” κι ο Φαίδων ο Γεωργίτσης αγάπαγε πολύ την Ζωίτσα τη Λάσκαρη, αλλά η Μαίρη η Χρονοπούλου του ψιλοκόλλαγε του καημένου κι εκείνος είχε ένα πόνο στην καρδιά κι ένα ντουβρουντζά στην ψυχή να διαχειριστεί.  

Κάπου εκεί λοιπόν, σκάει μύτη κιθαροφόρος νεανίας, με μια φωνή, που δύσκολα θα την κονόμαγε στη γη, μιας και έμοιαζε εξωγήινη. Σκέψου κάτι αντίστοιχο με χάδι μητρικό, σε τρεμάμενο δέρμα παιδιού, που είδε εφιάλτη και πετάχτηκε κάθιδρο, από το κρεβάτι του. Ε λοιπόν, εκείνο το όνομα, θα το θυμόμουν μια ζωή. Γιάννης Πουλόπουλος, όπως με ενημέρωσε η γιαγιά μου κι όπως μου επιβεβαίωσε η μάνα μου, όταν μίλησα μαζί της, την επόμενη μέρα στο τηλέφωνο.  

Έψαξα λοιπόν, λες κι αναζητούσα θησαυρό, μπας και βρω λίγο ακόμα από αυτόν τον Πουλόπουλο, στις κασέτες που είχε η γιαγιά κι η μάνα μου, πλάι στο κασετόφωνο, μέσα στη σερβάντα, πάνω στην οποία είχαν βάλει το τηλέφωνο. Σαν τώρα, θυμάμαι τον παλιό φωνόγραφο, που έλεγε: “Ξημερώνει Κυριακή, μη μου λυπάσαι. Είναι όμορφη η ζωή, να το θυμάσαι“. Μετά από καμιά εβδομάδα πάλι στην ίδια τηλεόραση μπροστά, με ανοιχτό το παράθυρο και κλειστό τον ανεμιστήρα γιατί είχε βγάλει ένα δαιμονισμένα δροσερό αεράκι, είδα μια ιστορία για “Γοργόνες και Μάγκες”, που δεν θυμάμαι πολύ καλά να σου πω τι έγινε. Το μόνο που θυμάμαι, ήταν τον ίδιο κιθαρωδό να σπικάρει τραγουδιστά, τον πλέον γλυκόπιοτο και ρομαντικό στίχο της γης, που μίλαγε για έναν τύπο που θα έπινε το φεγγάρι ολόκληρο και θα μεθούσε και θα έλεγε, όλα όσα δεν μπορούσε να πει πριν.  

Λίγο μετά θα το έκοβε στα δυο για να το περάσει στα μαλλιά της μόνο και μόνο για να της πει: Σκέψου τι όμορφη που θα ‘σαι με το φεγγάρι στα μαλλιά! Περίεργος τύπος αυτός ο Πουλόπουλος, που λες. Βλέπεις νυχτοπερπατούσε τις νύχτες κι έπιανε κουβέντες με αγάλματα στα κρυφά! Μονολογούσε συχνά ποια νύχτα έκλεψε την γυναίκα για την οποία κάθε βράδυ τραγουδούσε, με την επωδό αγάπη μου δεν θα σε ξαναδώ! Δεν φοβόταν να της πει να ξέρεις, πως έκλαψε χθες για εκείνη. Του έρωτα καταραμένος ποιητής, λουσμένος με τα φώτα του πάλκου στις χρυσές εποχές του ελληνικού κινηματογράφου, ο Πουλόπουλος μας έμαθε πως μια φορά μονάχα φτάνει να ραγίσει το γυαλί κι έσκαψε μέσα στην ψυχούλα μας, κάτω από τις μαγκιές και τις χοντροπετσιές μας, για εκείνο το βράδι που το κορίτσι μας μέθυσε. Κι εκείνο το βράδυ, κάθε φορά που τραγουδούσε ο Γιάννης, γινόταν απόψε. Κάθε, μα κάθε φορά.  

Θυμάμαι κάποτε σε ένα θολό και μεθυσμένο βράδι να παραπατάμε μια παρέα με αγόρια και κορίτσια, έξω από μια γειτονιά εκεί κοντά στις γραμμές του τρένου, πίσω από το Μεταξουργείο. Ένα παράθυρο μισάνοιχτο, με τάκο σφηνωμένο στα φύλλα του, κέρναγε τη γειτονιά λίγο Πουλόπουλο. Και κάπως έτσι, ενώ ξεκινήσαμε 15 χρονών, φτάσαμε 25 κι έπειτα καβατζάραμε και τα 35, παρέα με τις θύμησες και τις αφηγήσεις που πέρασανε από γένια σε γενιά κάπως έτσι. Μέσα από ένα παράθυρο μισάνοιχτο, που μέσα έπαιζε Πουλόπουλο. Σήμερα, ο Γιάννης έφυγε κι η φωνή του σίγησε. Μα τα τραγούδια ευτυχώς μείνανε και μαζί κι οι θύμησες.