Πάνε αρκετά χρόνια ένα πολύ καλό φιλαράκι ξενιτεμένο, μου είχε πασάρει ως δώρο, ένα βιβλιαράκι με γαμάτο τίτλο, κάποιου Ντένις Τζόνσον. “Jesus’ Son”, λεγόταν κι εγώ βρισκόμουν σε εκείνη την περίοδο της ζωής μου που έσπαγα μπάλες, με την πρώτη μου συγγραφική προσπάθεια, που βρισκόταν σε αναζήτηση εκδότη τότε. Στο μπιλιετάκι εντός του βιβλίου, το φιλαράκι μου έγραφε ότι ήλπιζε να γράφω κάποια στιγμή σαν τον Ντένις Τζόνσον. Τελειώνοντας το βιβλίο αναφώνησα κι εγώ το ίδιο, γιατί είχα καιρό να δω τέτοια σκοτεινά σαρδόνια γραφή, που μας τρίβει έναν ωμό ρεαλισμό στη μούρη, ΑΡΙΣΤΟΤΕΧΝΙΚΑ.
Έτσι λοιπόν, όταν οι εκδόσεις Αντίποδες ανακοίνωσαν την κυκλοφορία της τελευταίας συλλογής διηγημάτων του Ντένις Τζόνσον, με τίτλο “Η Γενναιοδωρία της Γοργόνας”, ένιωσα την ίδια προσμονή που έχω πηγαίνοντας στο ζαχαροπλαστείο για να πάρω την τελευταία πάστα μπουένο. Η ντάνα με τα αδιάβαστα βιβλία ωστόσο είχε ξεπεράσει σε ύψος τον Αντετοκούνμπο με αποτέλεσμα να περάσουν λίγοι μήνες πριν πέσει στα χέρια μου.
“Πρέπει να πω εδώ ότι έχω ζήσει πλέον πιο πολύ στο παρελθόν απ’ ό,τι μπορώ να ελπίζω πως θα ζήσω στο μέλλον. Έχω πολύ περισσότερα να θυμάμαι απ’ ό,τι να προσδοκώ. Η μνήμη ξεθωριάζει, ελάχιστα μένουν απ’ το παρελθόν, και δεν θα με πείραζε κιόλας αν ξεχνούσα άλλα τόσα. Κάπου κάπου κάθομαι εδώ ξαπλωμένος με την τηλεόραση αναμμένη, και διαβάζω για πράγματα παλιά και παράλογα σε κάποια από τις πολλές συλλογές παραμυθιών που έχω. Μήλα που όταν τα δαγκώσεις έρχεται η γοργόνα, αυγά που εκπληρώνουν κάθε επιθυμία, και αχλάδια που όταν τα φας σου μεγαλώνει η μύτη κι έπειτα πέφτει. Και τότε καμιά φορά σηκώνομαι και φοράω τη ρόμπα μου και βγαίνω στην ήσυχη γειτονιά μας και ψάχνω για μια μαγεμένη κλωστή, ένα μαγεμένο σπαθί, ένα μαγεμένο άλογο“. Σαν περίληψη, αυτά γράφονταν στο οπισθόφυλλο, εν είδει εισαγωγής του αναγνώστη στον κόσμο του Τζόνσον, που μας έδωσε 5 μεγάλα διηγήματα, στο τελευταίο βιβλίο, που πρόλαβε να μας δώσει πριν τον θάνατό του.
204 σελίδες μετά, άφησα το βιβλίο κάτω μονολογώντας, για αυτή τη δεινότητα που είχε αυτός ο ευφυής μπάσταρδος με τις λέξεις. Άρχισα να περιφέρομαι ασκόπως στο σπίτι και να αναρωτιέμαι, πόσο ιδιοφυής μπορεί να υπάρξει μια πένα; Ήμουν τόσο ζαλισμένος κι επιρρεπής στις φαντασιακές προεκτάσεις του βιβλίου, που διάολε νόμιζα πως έβλεπα τον Έλβις στο σαλόνι μου, πλάι στους δίσκους και το πικάπ μου, να σκαλίζει τα ράφια.
Ήθελα τόσο πολύ να διαολοστείλω κορονοϊούς και social distancing μέτρα που καθιστούν υγειονομική βόμβα ένα ταξίδι στις Ηνωμενές Πολιτείες Αμερικής, για να περιδιαβώ τα μέρη που αναφέρονται στη “Γενναιοδωρία της Γοργόνας”. Σκεφτόμουν συνέχεια ότι πρόκειται για ένα συγκλονιστικό βιβλίο, από αυτά που έχουν τη δύναμη να σου αλλάξουν τη ζωή. Όχι όπως κάνουν διάφορες ευπώλητες Life-coaching μπούρδες που βρίσκεις στο σούπερ μάρκετ, λίγο πιο δίπλα από τα καθαριστικά και τις χλωρίνες. Είναι από εκείνα τα δημιουργήματα που στήνουν καθρέφτη στο πρόσωπο σου, τη θνητότητα σου, υπενθυμίζοντας σου το φθαρτό σαρκίο, που περιβάλλει την ψυχή και το πνεύμα σου. Στοιχειωτικό σχεδόν, βάζει στο κέντρο όλους τους δαίμονες που καλείται να αντιμετωπίσει όποιος έχει επιχειρήσει να βάλει στη σειρά όσα ταλανίζουν το κεφάλι και την παλλόμενη καρδιά στο στήθος του.
Κι ενώ ο Τζόνσον δεν φοβάται να παίξει με τις εντάσεις των πρωταγωνιστών του, στήνει ένα ομολογουμένως λυρικό τοπίο, με προφορικό λόγο, που αφήνει στην άκρη τις όποιες εστέτ αναφορές και φέρνει σε πρώτο πλάνο, τον κόσμο του περιθωρίου, από τον οποίο δεν αντλεί έμπνευση για μια ακόμη ιστορία ωστόσο. Γίνεται ο ίδιος κομμάτι του και γεννά αναγνωστικές στιγμές με τρόπο πρωτόγνωρο και βιωματικό.
Αν ψάχνεις ένα συγκλονιστικό βιβλίο για το τέλος του καλοκαιριού, τότε το βρήκες.
“Η Γενναιοδωρία της Γοργόνας” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες και μπορείς να βρεις το βιβλίο εδώ.