Τον Γιώργο, δεν ξέρω πόσο ακριβώς καιρό τον ξέρω και αυτό γιατί πάντα διαφωνούμε στο τρόπο που τρέχει ο χρόνος. Ξέρω όμως σίγουρα πως ο Γιώργος πατάει στις μέρες, κατρακυλάει στους μήνες με ένα βαθύ αίσθημα γενναιοδωρίας, μεγαλοκαρδίας και ανιδιοτέλειας, δίνοντας το κατευναστικό παρών στις ευαλωτότητες και στις αντιφάσεις των ανθρώπων που θα συναντήσει. Ο Γιώργος, θα σε δει να σπαζοκεφαλιάζεις γιατί ψάχνεις τον Θανάση Παπακωνσταντίνου για μια συνέντευξη και το επόμενο μισάωρο θα σου βάλει στο χέρι ένα χαρτάκι με το τηλέφωνο του, λέγοντας πως περιμένει κλήση σου, θα κρατήσει ένα δοκάρι με ένα πανό μέχρι να μελανιάσει ο ώμος του, με μόνο σκοπό να διαβάσει και ο τελευταίος περαστικός τους λόγους που πρέπει να περπατάμε τους δρόμους.

Ο Γιώργος που έχει “καταπιεί” τον Καστοριάδη και επιλέγει συνειδητά να μη μιλάει για την κοινωνία, αλλά να πορεύεται μαζί της, που γράφει παραμύθια μπας και ξυπνήσουν οι μεγάλοι, που μαστορεύει κάθε βράδυ το φεγγάρι και που το προηγούμενο φθινόπωρο κυκλοφόρησε το καινούργιο του βιβλίο.

Ένα εγχειρίδιο για τους καθημερινούς αντάρτες της πόλης, που επαναστατούν ψηφίζοντας κάθε λεπτό την ομορφιά, ενάντια στην ασχήμια και τη βαρβαρότητα. Ένα βιβλίο, που σε περίπου 100 σελίδες ορίζει τη σεξουαλική απελευθέρωση σαν μια μορφή επανάστασης, κοκκινίζει τον φασισμό της καθημερινότητας, μαυρίζει τις δικαιολογίες περί ανωριμότητας του εκάστοτε λαού, επιμένει πως πρέπει να σταματήσουμε  να μαθαίνουμε στα παιδιά να μισούν τις Δευτέρες, από το απόγευμα της Κυριακής.

Το να κουβεντιάζεις με τον Γιώργο, είναι πάντα ένα παράθυρο σε μια ακτίνα φωτός μέσα στη ζοφερή καθημερινότητα που μας συνθλίβει, είναι πάντα μια ανακούφιση στην αποπνιχτική σκέψη, ότι μπορεί τελικά και να μην τα καταφέρουμε.

Απ’ την αρχή του βιβλίου, γίνεται λόγος για τους “αδρανείς πολίτες”, την ατομική και κοινωνική αποβλάκωση. Αναρωτιέμαι αν το σοκ της πανδημίας εργαλειοποιήθηκε, στοχεύοντας στην περεταίρω χαύνωση του κόσμου. “Αρχικά να σε ευχαριστήσω για το ενδιαφέρον σου για τον Αντάρτη. Η πράξη, Χρύσα, προηγείται του λόγου, άρα η πράξη είναι εκείνη που διαμορφώνει τελικά τη θεωρία και τη βοηθάει για να ανιχνεύσει το πεδίο δράσης της και όχι το αντίστροφο. Για αυτό και η κανονικότητα στις πρωτογονισμένες κοινωνίες (όπως οι δικές μας) θέλει τον άνθρωπο υποβαθμισμένο στην οριοθέτηση των νομικων κατοχυρώσεων του πολίτη. Δηλαδή εξατομικευμενο και μακριά από τη συγκρότηση ενός εκοινωνισμένου Εγώ. Οπότε παράγονται και αναπαράγονται ανολοκλήρωτες προσωπικότητες ακριβως επειδή είναι εξωκοινωνικές, κι αυτός είναι ο πυρήνας του υπαρξιακού αδιεξόδου που ναι μεν φωτίστηκε έντονα από το σοκ της πανδημίας του κορωνοϊού, αλλά προϋπήρχε ως αδιέξοδο. Όσον αφορά το κομμάτι της εργαλειοποίησης, είναι ξεκάθαρο ότι αξιοποιήθηκε από την πρώτη στιγμή η πανδημία για να παγιώσει φρικιαστικές καταστάσεις (σε θέματα εργασιακά, κοινωνικά κ.λπ.) που ακόμα δεν έχουμε αναγνώσει όσο καλά χρειάζεται“. 

“Το Εγχειρίδιο Του Καθημερινού Αντάρτη Πόλης”, είναι το τέταρτο βιβλίο του που εκδίδεται. Τι μπορεί να γέννησε την ανάγκη αυτής της συγγραφής όμως και ποιες υπαρξιακές ανησυχίες μεταβολίστηκαν, μέσω αυτής της διαδικασίας; “Καμία. Τα γεγονότα έχουν πάντα υψηλούς προσκεκλημένους, εκείνα είναι που μας στέλνουν τις προσκλήσεις για να συμμετάσχουμε μέσω της ανάληψης ευθύνης. Ο Αντάρτης, όπως και το Χωριό της Μαρμελάδας (το προηγούμενο βιβλίο, που εκδόθηκε το 2015 από τις εκδ. Ταξιδευτής), είναι γεννήματα του καιρού τους, γραμμένα από όλους εμάς καθώς προέρχονται από μια συλλογική φαντασιακή διαδικασία. Αφορμή για το βιβλίο αποτέλεσε το “Εγχειρίδιο του αντάρτη των πόλεων”, του Κάρλος Μαρινγκέλα, που γράφτηκε σε άλλη εποχή και είχε απεύθυνση προς διαφορετικό αναγνωστικό κοινό. Η εξέλιξη της κοινωνικής διαδικασίας θέλει το αντάρτικο πόλης, εδώ και πολλά χρόνια, σε άλλη μορφή και περιεχόμενο να γίνεται από την κοινωνία και όχι εξ ονόματός της, για την κοινωνία δηλαδή. Να δημιουργεί ρήγματα στο κυρίαρχο φαντασιακό και όχι να φαντασιώνεται στο πώς θα δημιουργήσει ρήγματα”. 

Ο Γιώργος, είναι άνθρωπος των κινημάτων, υποστηρικτής όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω του ότι πρέπει να βαδίζουμε “με την κοινωνία” και “όχι για την κοινωνία”. Τον ρωτάω από τι πάσχουν σήμερα τα κινήματα και πως διαχειρίζεται τις ματαιώσεις όταν αυτά καταπνίγονται. “Από ο,τι έπασχαν πάντα: Από την ίδια τη γραφειοκρατία τους. Κάθε κοινωνικό φαινόμενο έχει αρχή μέση και τέλος και, δυστυχώς, παραδοσιακά το τέλος των κινημάτων αφορά τον πνιγμό τους μέσα στη γραφειοκρατία που πρόλαβε να δημιουργηθεί. Η διαχείριση της ματαίωσης αφορά, κυρίως, την επένδυση και τη σύνδεση με κάθε τι. Συνδέομαι με την ίδια τη ζωή, με τη χαρά και τη δημιουργία της. Δεν με άγγιξαν ποτέ τα μεγάλα αφηγήματα, παρά μόνο ο ποιητικός τρόπος ζωής, που θέτει ως όρο συγκρότησης την αξιοπρέπεια και την ανιδιοτέλεια.

Βαρέθηκα τους επαγγελματίες επαναστάτες της πολιτικής ορθότητας, όσο και τους αποχαυνωμένους μικροαστούς. Αν χρειαστεί να βάλουμε ψηλοτάκουνα, χρυσόσκονη, περούκες και κόκκινο κραγιόν για να σμίξουμε με κάποιον που αδικείται, να το κάνουμε και μάλιστα κάθε μέρα αν είναι ζητούμενο. Η επανάσταση δεν μπορεί να αποτελεί μοναδική στιγμή στη ζωή ενός ανθρώπου (πολύ περισσότερο να την “ευλογούν” επαγγελματίες επαναστάτες για να νομιμοποιηθεί), αλλά καθημερινή πρακτική. Να επαναστατούμε κάθε μέρα, λοιπόν, να ψηφίζουμε κάθε μέρα, να ερωτευόμαστε κάθε μέρα. Αλλιώτικα η ζωή δεν αξίζει να βιωθεί γιατί θα είναι σύμπτωση”. 


Μια παλιά αναρχική ιδέα αφορά το καλοτροχισμένο ξυράφι που γίνεται ο άνθρωπος όταν συμπίπτουν τα λόγια με τις πράξεις του. Σύμφωνα με τον Γιώργο, για να συμπίπτουν τα λόγια και οι πράξεις θα πρέπει κάποιος να είναι ειλικρινής. “Άρα η ειλικρίνεια είναι που αποτελεί, τελικά, όρο συγκρότησης στον καθημερινό αντάρτη, για να είναι ως άτομο ολοκληρωμένο, κοινωνικό, συντροφικό και όχι λειψό και μίζερο. Αν το μύχιο μεράκι δεν προκύψει από την εσχατιά του καθενός τότε ίσως να έχουμε μπροστά μας έναν απατεώνα. Ανακόλουθο στα λόγια και στις πράξεις. Αν το μέλλον αποτελεί επιθυμία για πορεία, ως “μεθύστερο βίωμα” κατά τον Φρόιντ, τότε συνδέεται με την ουτοπία ως πορεία ζωής και όχι ως κάτι απραγματοποίητο. Ως αποτέλεσμα, δηλαδή του ριζικού φαντασιακού στην ατομική ψυχή που, τελικά, γίνεται συλλογική”. 

Δώδεκα χρόνια από τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, εφτά χρόνια από τη σφαγή του Παύλου Φύσσα, δύο σχεδόν χρόνια μετά το δολοφονικό δημόσιο λιντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου. Ο φασισμός, είναι πιο νομιμοποιημένος από ποτέ σήμερα με τη δικαιοσύνη να του παρέχει μαξιλάρι προστασίας στην αστυνομική θανατηφόρα. Πόσο φοβίζει η εξέλιξη αυτή; “Νωρίτερα αναφέραμε πώς το κυρίαρχο φαντασιακό, οι κυρίαρχες θεσμίσεις, δημιουργούν εξωκοινωνικές προσωπικότητες, άρα ανολοκλήρωτες. ‘Οταν το ατομικό Εγώ δημιουργεί αλαζονικές και αυθαίρετες ελίτ, ακόμα και σε επίπεδο πολυκατοικίας, γειτονιάς ή του ανθρώπου που κάθεται πλάι στο γραφείο ή στο σινεμά. Κι εδώ είναι που εμφανίζεται ο φασισμός. Καθαρά από αυτή την άποψη ο φασισμός δεν είναι νομιμοποιημένος μόνο από τις υπάρχουσες θεσμίσεις, αλλά σε μεγάλο βαθμό από το κομμάτι τής κοινωνίας που τον εκκολάπτει. Γιατί και στην ιστορική του ανάγνωση, έστω και ως ύστερο ιστορικό συμπέρασμα, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι ο φασισμός ηττήθηκε στρατιωτικά και όχι ιδεολογικά ή πολιτικά. Για αυτό και παραμένει ζωντανός και πεινασμένος σαν λυσσασμένο σκυλί, είτε υπάρχει κοινοβουλευτική πολιτική έκφραση είτε όχι.

Δεν πιστεύω στην αστική δικαιοσύνη, άρα στη μορφή δικαιοσύνης στην οποία αναφέρεσαι, ουτε και με φοβίζει η εξέλιξή του. Αν θέλουμε να φτιάξουμε όχι τις κοινωνίες τού μέλλοντος αλλά κοινωνίες με μέλλον, θα πρέπει από την καλλιέργηση και ανάπτυξη αντιρατσιστικού και αντιφασιστικού πνεύματος να περάσουμε στο πεδίο του μη ρατσισμού και μη φασισμού”. 

Στο κεφάλαιο για τον έρωτα, μεταφέρει κάποια λόγια του Μπάροουζ “περισσότερο από έναν 15χρονο που κάνει οτοστόπ, κινδυνεύει ένα μια 15χρονη που κάνει οτοστόπ”. Ενώ ελάχιστα πιο πάνω γράφει πως “οι γυναίκες είναι τα πιο αδικημένα πλάσματα στον πλανήτη”. Συζητάμε για το πώς αντιλαμβάνεται την πατριαρχία σήμερα και ποια συναισθήματα και σκέψεις του γεννούν οι συνεχείς γυναικοκτονίες που έρχονται στη δημοσιότητα.Κάθε μορφή καταπίεσης, κάθε όρος και συνθήκη που κρύβει μέσα την εξουσία, αφορά έναν ανθρωπολογικό τύπο που δεν θέλω να συγχρωτίζομαι. Η πατριαρχία, ο σεξισμός, ο έμφυλος διαχωρισμός, η βία που είναι συναισθηματική, παθητικά επιθετική, σωματική, σε όποια μορφή τέλος πάντων αφορά τις ανδροκρατούμενες κοινωνίες (δηλαδή όλες) που βουλιάζουν όχι στον πάτο, αλλά στον απόπατο της θάλασσας. Να τις ερωτευτούμε όλες, είτε είμαστε άντρες είτε γυναίκες, να τις πάρουμε στις αγκαλιές μας, και να τις λατρέψουμε ως φυσικές θεότητες, ως καθημερινές Παναγιές. Η γυναικεία χειραφέτηση, η περαιτέρω σεξουαλική και πνευματική απελευθέρωση και ο αγώνας ενάντια σε όποια μορφή εξουσίας, μας αφορά όλους. Αποτελεί όρο συγκρότησης του καθημερινού αντάρτη πόλης και όχι αφορμή για να δώσει το παρών σε μια πορεία”. 

“Ας ερωτευτούμε ξανά σκίζοντας κάθε βράδυ την παλιά μας φορεσιά. Και το πρωί να ράψουμε μια καινούργια μαζί με εκείνη/ον που κοιμάται στο πλάι μας”, λέει σε κάποιο σημείο του βιβλίου. Αναρωτιέμαι πόσο σημαντικό κομμάτι αποτελεί στη ζωή των ανθρώπων  ο έρωτας; – Πολύ περισσότερο στη ζωή εκείνων που το πρωί σηκώνονται από το κρεβάτι όχι επειδή χόρτασαν ύπνο αλλά επειδή χτύπησε το ξυπνητήρι τους. “Ο έρωτας είναι η καύσιμη ύλη στο όχημα της ζωής. “Γέλα με τους στριφογυριστούς δρόμους του νησιού, γέλα με το αδέξιο αγόρι που σε αγαπάει/ Να μου αρνηθείς ψωμί, αέρα, φως και άνοιξη. Το γέλιο σου ποτέ, γιατί θα πέθαινα” (Π. Νερούδα, Ερωτικά ποιήματα, εκδ. Πατάκη). Όποιος κουβαλάει αυτά τα λόγια μέσα του για τον άνθρωπο με τον οποίο είναι ερωτευμένος, μπορεί να χαλάσει την πλάση και να την ξαναφτιάξει. Αυτό είναι ο έρωτας, λοιπόν, η ανάγκη σε κάθε αυγή να αλλάζεις για εκείνον που κοιμάται πλάι σου. Γεμίζει την ψυχή, την κάνει τεράστια και τότε αναδεικνύεται η πραγματική δύναμη των ανθρώπων. Ας μην χορτάσουμε ύπνο λοιπόν, αν και θα αποτελούσε δώρο να ξυπνάμε όταν το θέλουμε και όχι όταν πρέπει, αλλά τουλάχιστον να χορτάσουμε από την ευτυχία του έρωτα. Βιώνουμε ζωές ως σύμπτωση, με γεννήσεις και θανάτους που τους μαθαίνουν μόνο οι ταμίες στα σούπερ μάρκετ γιατί, τελικά, μόνο σε αυτούς απευθύνονται. Να πάψουν να σκορπίζονται τα χρόνια μας σε βραδύκαυστες πράξεις που είναι κενές νοήματος. Η αληθινή ζωή είναι στο πλακοσένικο και όχι στην πρόβα ή στην κουίντα. Ο ίδιος ο έρωτας είναι στο παλκοσένικο και μας περιμένει”. 

Στο βιβλίο του υπογράφει:”Για τη στιγμή που βιβλία όπως αυτό θα αποτελούν μακρινή ανάμνηση”. Τι δρόμο έχουμε να διανύσουμε μέχρι αυτήν την ανάμνηση; “Μιαν ανάσα! Το καράβι του κόσμου, που έχει εμάς για επιβάτες, δεν ξέρει κανείς για πού έχει προορισμό. Μπορεί να αλλάξει κατεύθυνση, δηλαδή, αρκεί οι επιβάτες να βάλουν τα χέρια τους στο πηδάλιο. Το ζήτημα είναι αν θέλουν να το κάνουν ή/και πόσοι θέλουν να το κάνουν. Σε αυτό καλούμαστε να απαντήσουμε καθημερινά με τον τρόπο ζωής μας”.  

“Το Εγχειρίδιο Του Καθημερινού Αντάρτη Πόλης”, το βρίσκεις εδώ.