Ίσως να ακούγεται κάπως υπερβολικό, αλλά αυτά τα 12 χρόνια, από το 2008, όταν κυκλοφόρησε το «Avatar», το ντεμπούτο της, μέχρι σήμερα είναι κάπως σαν να μεγαλώνουμε και εμείς μαζί με την Μόνικα. Ναι, αντικειμενικά και με τα αδήριτα μέτρα του χρόνου αυτό ακριβώς συμβαίνει για όλους ανεξαιρέτως. Αλλά δεν αναφέρομαι μόνο στο βιολογικό κομμάτι ούτε στα συμβολικά βήματα, μικρά ή μεγάλα, που κάνει κάποιος προς την ωριμότητα.

Λέγοντας «μεγαλώνουμε» εννοώ ότι καθώς παρατηρούσαμε τη δική της εξέλιξη νιώθαμε και τις δικές μας ζωές να αλλάζουν σε πολλά επίπεδα: η Μόνικα που συμπύκνωσε σε ένα δίσκο όλη την ορμή της αγγλόφωνης εγχώριας indie, το «Μονικάκι» που δικαίωνε τους δικούς μουσικούς πόθους, το «όχι άλλο Μόνικα», έπειτα η ανάγκη να χαλαρώσει τους δεσμούς με την Ελλάδα, η επιστροφή, η μητρότητα και τώρα ο πρώτος ελληνόφωνος δίσκος στον οποίο θαρρείς ότι εντοπίζεις θραύσματα από το 2008, αλλά ταυτόχρονα συστήνει μια λαϊκή τραγουδοποιό -ναι, πάλι για την Μόνικα μιλάμε. Μια διαδρομή διόλου μικρή και συγκροτημένα στιβαρή, η οποία ξεκίνησε από τις μικρές μουσικές σκηνές και το Myspace, είχε ως ενδιάμεσες στάσεις φεστιβάλ και μεγάλα στούντιο του εξωτερικού και τώρα (ξανά)φτάνει στην Ακρόπολη, με τη συναυλια «Κάτι ανθίζει στο Ηρώδειο» προκειμένου να μπλέξει πνευματικά, καλλιτεχνικά και γλωσσικά με τη μεγάλη ροή του Χρόνου.

Η Μόνικα, λοιπόν, αύριο και μεθαύριο (20 και 21 Ιουλίου) θα παρουσιάσει στο αρχαίο θέατρο τον πρόσφατο δίσκο της με τίτλο «Ο κήπος είναι ανθηρός». Ανάμεσα στις πρόβες, μιλήσαμε για λίγο τόσο για τις δύο συναυλίες όσο και για τη νέα ελληνόφωνη πλέον φάση της.

Επιστρέφεις στο Ηρώδειο για δύο συναυλίες μετά από 6 χρόνια. Το 2014 εκείνη η συναυλία εξελίχθηκε σε πάρτι. Τώρα τι προσδοκίες να έχουμε;

Οι προσδοκίες μου είναι το φετινό Ηρώδειο να εξελιχθεί σε ένα ταξίδι. Από αυτά που μας έχουν λείψει πολύ.

Θα έλεγες δηλαδή ότι αποτελεί μια πρόκληση για ‘σένα να δίνεις παλμό και θερμοκρασία σε τέτοιους χώρους οι οποίοι προκαλούν εκ φύσεως μια αποστασιοποίηση;

Χώροι όπως το Ηρώδειο έχουν μια μαγεία, μια κρυφή ζεστασιά που εμείς ως καλλιτέχνες οφείλουμε να υπενθυμίσουμε και να αναδείξουμε. Πρόκειται για ένα σύμβολο αιώνων – εμείς είμαστε περαστικοί ενώ αυτό υψώνεται αγέρωχο, ακμαίο. Οι παραστάσεις απλώς υπηρετούν το μεγαλείο του κι εγώ με τη σειρά μου έρχομαι να μοιραστώ μια ξεχωριστή εμπειρία μέσα σε αυτή την αγκαλιά.

Ο νέος δίσκος, «Ο κήπος είναι ανθηρός», είναι το ολοκληρωμένο πέρασμα από τον αγγλόφωνο στον ελληνόφωνο στίχο. Ήταν ομαλή αυτή η μετάβαση;

Μου πήρε αρκετά χρόνια να το πάρω απόφαση επομένως, ναι, ήρθε ομαλά και συνειδητά.

Δεν είσαι, ωστόσο η μόνη από την αγγλόφωνη σκηνή των 00s και early 10s που το έχει επιχειρήσει δοκιμάζετε τον ελληνικό στίχο. Πιστεύεις ότι είναι απλώς μια μόδα; Μήπως αυτή η μετάβαση δηλώνει και την ανάγκη για μια πιο άμεση επικοινωνία με το κοινό; 

Δεν το γνωρίζω. Χαίρομαι όμως κάθε φορά που ακούω πως οι καλλιτέχνες εκφράζονται με ποικιλία και κατά καιρούς τιμούν την θαυματουργή ελληνική γλώσσα.

Δούλευες και φρόντιζες εδώ και αρκετά χρόνια τα κομμάτια του δίσκου, από την εποχή ακόμα που ήσουν το πρόσωπο της ελληνικής indie σκηνής. Η κυκλοφορία τους σε βρήκε ανακουφισμένη, με την έννοια ότι έκλεισαν κάποιοι λογαριασμοί, ή σηματοδοτούν τη μουσική που απολαμβάνεις να κάνεις τώρα;

Η απάντηση είναι και τα δύο. Ήταν ένα απωθημένο που είχα και οι συνθήκες το έφεραν έτσι ώστε να παράγω τον ελληνόφωνο δίσκο την εποχή που απολαμβάνω όσο ποτέ άλλοτε την ομορφιά και τη θαλπωρή της Ελλάδας.

Πώς πρόκυψε το όνομα του δίσκου; Είναι αναφορά στην σκηνή από τον «Καλώς ήρθε το δολάριο»; Ή απλώς είναι ο στίχος που σου έκανε «κλικ» από τις «Ιστορίες»;

Οι «Ιστορίες» ήταν ορχηστρικό κομμάτι αρχικά. Λίγο πριν κλείσουμε τον δίσκο ήρθε η ιδέα των στίχων και της χορωδίας.  Η ταινία είναι όντως από τις αγαπημένες μου αλλά ο τίτλος ήρθε εντελώς διαφορετικά και απρόσμενα από ένα Αμερικανό φίλο μου ο οποίος όταν ήρθε στην Ελλάδα, χωρίς φυσικά να μιλάει ελληνικά, φώναζε αγγλιστί διαρκώς αυτή την ατάκα. Γέλασα πολύ και σκέφτηκα πως αυτός θα ήταν ένας ωραίος τίτλος αν κι εφόσον κάποτε κυκλοφορήσω ελληνικό δίσκο.

Αν και οι παραδοσιακοί και λαϊκοί ήχοι είχαν βρει θέση ήδη από την εποχή του «Avatar», πλέον έχεις κάνει μια ξεκάθαρη στροφή τόσο στον ήχο όσο και στιχουργικά προς το λαϊκό και το παραδοσιακό. Τι ήταν αυτό που την προκάλεσε;

Η τάση μου να πειραματίζομαι. Δεν πολύ σκέφτομαι τι κάνω, απλώς δοκιμάζω ακούσματα κι αν κάτι με κάνει να αισθανθώ αρμονία και ενθουσιασμό το προχωράω.

Είναι, τελικά, κομμάτι της ταυτότητας του τραγουδοποιού αυτού του είδους οι πειραματισμοί και οι μεταμορφώσεις; Κάποιοι ίσως να πουν ότι ένας τραγουδοποιός «οφείλει» να λειτουργεί «καθησυχαστικά» κάθε φορά που θα μας διηγείται τις ιστορίες του…

Υπάρχουν όλες οι απόψεις. Προσωπικά είμαι της σχολής της ποικιλίας. Έχω πολλά συναισθήματα και άπειρες επιλογές μέσω των οποίων τα εκφράσω, επομένως απολαμβάνω την διαδικασία της αλλαγής. Κάποιες φορές όμως, ναι, υπάρχουν πιο κλασικές φόρμες που οδηγούν σε κάτι πηγαίο χωρίς κάτι πρωτότυπο. Αρκεί να είναι αληθινή η έκφραση.

Αφού θίξαμε το ζήτημα της δημιουργίας και της αλλαγής, η νέα μουσική πιστεύεις ότι γεννιέται μέσα από μια νοσταλγική ματιά στο παρελθόν ή έρχεται σαν μια λάμψη φευγαλέα από τα σημεία όπου η ψυχή μας δεν έχει φτάσει ακόμα;

Νομίζω βαθιά μέσα μου το παρελθόν είναι αυτό που μου μιλάει μουσικά. Τα όνειρα της ζωής τα κρατώ για την ρουτίνα μου και τη καθημερινότητα. Ό,τι ζω γίνεται μουσική. Οπότε προτεραιότητα έχω να ζω όμορφα και γεμάτα κι έπειτα να δημιουργώ.

Τι έκανες πρόσφατα και σε συγκίνησε βαθιά;

Περπάτησα στην Ακρόπολη. Άγγιξα τον Παρθενώνα. Είχα πολλά χρόνια. Ένα ζωντανό αριστούργημα που το θαυμάζουμε κάθε μέρα από μακριά αλλά ξεχνάμε να το πλησιάζουμε. Με γέμισε γαλήνη και ευτυχία.