Όλα ξεκίνησαν μ’ ένα συνταρακτικό τροχαίο στο πανί του σινεμά. Ύστερα ήρθε ο Πυθαγόρας και τα μαθηματικά του, ο Θησέας και οι άθλοι του, δυο σειρές δολοφονίες που έψαχναν την άκρη του μίτου για να ξετυλίξουν το κουβάρι τους, κάπου στον αποσυμβολισμό της αρχαίας ελληνικής σκέψης. Με πιο απλά λόγια: Έτερος Εγώ. Και τώρα, τρίτος κύκλος, νεκρές φοιτήτριες κι όπως όλα δείχνουν… καθαρίζουμε!

Πέρα απ’ την κάθαρση που απ’ ο,τι φαίνεται θα επιχειρήσει στην ψυχούλα της ωστόσο, πέρα απ’ την κάθαρση στη ζωή των ηρώων της, μάλλον η σειρά πάει προς ένα ξεκαθάρισμα που θα κλείσει και σεναριακά όσα έμειναν ανοιχτά απ’ την ταινία που άνοιξε το χορό του δράματος. Επειδή ωστόσο, ειδικά όταν μιλάμε για αστυνομικά μυστήρια, τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται, πήρα μια δύσκολη απόφαση. Έπρεπε να εμπλακώ. Έπρεπε ν’ ανακρίνω. Θα πήγαινα στον τόπο του εγκλήματος να μάθω από πρώτο χέρι. Πήγα λοιπόν στο γύρισμα του Έτερος Εγώ – Κάθαρσις, μπήκα στο νεκροτομείο κι έκανα τις ερωτήσεις μου…

…στο Λαΐνη (Δαδακαρίδη), στο Σκλαβή (Λαγούτη), στο Βελισσαράτο (Μαρκουλάκη), και φυσικά στο μεγάλο οργανωτή: το Σωτήρη Τσαφούλια.

Αυτό που μπορούσα να πω με σιγουριά βγαίνοντας απ’ το νεκροτομείο, ήταν ένα: Δεν μπορούσα να πω πολλά! Τους πίεσα. Δεν έσπασαν. “Ο,τι και να σου πω θα ‘ναι spoiler“, μου λέει ο Τσαφούλιας. “Τι να πω για την πορεία (της ιστορίας); Τίποτα δεν μπορώ να πω για την πορεία“, συμπληρώνει ο Λαγούτης. “Αν θα πω κάτι, αναγκαστικά θ’ αποκαλύψω πράγματα” προσθέτει ο Δαδακαρίδης, για να ‘ρθει τελικά ο Μαρκουλάκης να σκοτώσει μια και καλή τις ελπίδες μου για ένα λαβράκι απ’ αυτή τη μικρή ανάκριση: “Μπορώ να σου δώσω μονάχα ένα δυνατό στοιχείο. Στην τελευταία σκηνή, ο Βελισσαράτος… ξυρίζει τα μούσια του!“.

Ωστόσο (μιας που ξεκίνησα τούτο το κείμενο Πουαρό, και κοντεύω να καταλήξω Κλουζό τρεις παραγράφους μετά, ας σώσω τα προσχήματα), κάτι έμαθα. Αυτή τη φορά λοιπόν, δολοφονούνται φοιτήτριες. Φοιτήτριες του Βελισσαράτου και του Λαΐνη, κι ο πρώτος είναι ο κύριος ύποπτος, κι ο δεύτερος πρέπει να λύσει ξανά το μυστήριο (με τον Τάσο Νούσια καινούριο αστυνόμο στη θέση του υπέροχου Βακούση που “βγήκε πια στη σύνταξη”). Ένα μυστήριο που, όπως είπε ο Τσαφούλιας, αυτή τη φορά είναι “mind game“, μα δεν ξεχνά τις αρχαιοελληνικές – μυθολογικές αναφορές που δίνουν χαρακτήρα και ταυτότητα στο σύμπαν του Έτερος. Αυτή τη φορά είναι…

Μέδουσα, αφού οι νεκρές φοιτήτριες βρίσκονται όλες τους μ’ ένα ίδιο τατουάζ!

Ο αποσυμβολισμός του μύθου λοιπόν, είναι εδώ. Εδώ για να δώσει γεύση, να τραβήξει το ενδιαφέρον, να δημιουργήσει ένταση, να τονώσει το κύριο, το βασικό υλικό της σειράς. Σ’ ένα αστυνομικό, η ατμόσφαιρα κι η πλοκή κλέβουν τις εντυπώσεις, κι αν το αστυνομικό είναι καλό σε κλέβει τελικά εσένα τον ίδιο μες στον κόσμο του. Όπως πολύ πετυχημένα παρομοίασε ο Δαδακαρίδης: “Αυτό που λένε οι Άγγλοι: Who done it, Ποιος το ‘κανε, πρέπει να μας κάνει συνένοχους και συμμέτοχους σ’ ένα παιχνίδι. Γιατί αν σκεφτείς ότι είναι κάτι μεγαλύτερο από ένα παιχνίδι, το σκέφτεσαι με διαφορετικούς όρους και χάνεις τη μαγεία του να παίξεις“. Το Έτερος Εγώ λοιπόν, καταφέρνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να λέει αυτά που θέλει, καταφέρνει ν’ αφήνει ένα κοινωνικό σχόλιο περισσότερο ή λιγότερο σαφές (χρησιμοποιώντας τις δολοφονίες, τη μυθολογία, τα μαθηματικά, τους ίδιους τους πρωταγωνιστές του), μα ποτέ δεν ξεχνά ότι είναι ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι που σε προσκαλεί να παίξεις!

Κι ως παιχνίδι λοιπόν, θα βάλει τους δικούς του κανόνες. “Δεν αναρωτιέσαι όταν βλέπεις Casa de Papel αν είναι έτσι το Νομισματοκοπείο στην Ισπανία – δεν είναι. Εδώ γιατί σ’ ενοχλεί το ψυχιατρείο;” αναρωτιέται ο Τσαφούλιας, χωρίς ωστόσο ν’ αμφιβάλλει για την επιλογή του. “Και πού να δεις πώς θα ‘ναι σ’ αυτό τον κύκλο οι φυλακές!” συνεχίζει γελώντας. Πάνω σ’ αυτό ο Πυγμαλίωνας (ο Δαδακαρίδης ντε!) βρίσκει ευκαιρία να τονίσει: “Είναι αυτός ο όρος που έρχεται συνέχεια σε σύγκρουση μέσα μου: τα ελληνικά δεδομένα. Στη χώρα μας κάνουμε πράγματα! Όμως πολλές φορές δημιουργοί και συνάδελφοι έχουν ένα φόβο για τη χαρά που τους προκαλεί η δουλειά τους. Νομίζω πως αυτό το κόμπλεξ πρέπει να το αποβάλουμε, είναι κρίμα να μην είμαστε θετικοί. Ειδικά αν δεις έξω, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν ο ένας καλλιτέχνης τον άλλο σε άλλες χώρες“.

Ένα μεγάλο παιχνίδι λοιπόν, με εξωστρέφεια, με περηφάνια, με φιλοδοξία ν’ ανοίξει λίγο ακόμα την ελληνική πόρτα στο ποιοτικό mainstream. Έρχεται στην Cosmote TV απ’ το φθινόπωρο που έχουμε μπροστά μας, κι όπως λέει ο Σέρλοκ Χολμς: To παιχνίδι ξαναρχίζει!