Υπήρξε μια εποχή που η κωμωδία περνούσε χρυσές μέρες στη Μεσόγειο. Ως κι η Ελλάδα ζούσε τέτοιες μέρες, με το Θανάση Βέγγο, το Σακελλάριο ή τον Τσιφόρο, μα οι κορυφές ήταν δύο: Η Ιταλία του Μονιτσέλι, του Μαστρογιάνι και των Εντιμότατων Φίλων απ’ τη μια, η Γαλλία του Λουί Ντε Φινές και του ιδιοφυούς Μπουνουέλ απ’ την άλλη. Σήμερα δυστυχώς, η Ιταλία προσπαθεί να στέκεται σ’ ένα ύψος, αλλά ο όρος “γαλλική κωμωδία” έχει πάρει την κάτω βόλτα. Πολλές, εύκολες, πρόχειρες, σαχλαμαρίτσες.
Κάθε τόσο όμως, μεσ’ απ’ το χαμό σκάει ένα πυροτέχνημα ελπίδας. Κάποτε ήταν οι βαθιοί, σημαντικοί, σπουδαίοι (αλλά και τόσο αστείοι!) Άθικτοι, ύστερα το έξυπνο κι ευρηματικά αντιρατσιστικό Θεέ μου, Τι σου Κάναμε;, και σήμερα, στα θερινά του 2020:
Το Kλαμπ των Χωρισμένων, που ΔΕΝ είναι άλλη μια γαλλική χαζοκωμωδία!
Ευρηματική, δανείζεται διακριτικά στοιχεία από άλλες ταινίες τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ευρώπης, κι εκπληρώνει άψογα σε πρώτο επίπεδο τη βασική επιδίωξη κάθε καλής κωμωδίας. Είναι αστεία! Δεν χαμογελάς, γελάς! Ξεκαρδίζεσαι ώρες-ώρες, γιατί μες στο χάος ενός γκροτέσκου σκηνικού και μιας παρατραβηγμένης ιστορίας, οι ήρωες έχουν ακόμα ένα κεντρικό χαρακτηριστικό της καλής κωμωδίας: παίρνουν πολύ στα σοβαρά τον εαυτό τους. Κυρίως ο Μπεν, ένας πρωταγωνιστής που εσύ μπορεί να γελάς με τα παθήματά του, μα στην πραγματικότητα η ιστορία του υπαγορεύει να… τον κλαιν οι ρέγγες!
Όλοι οι νόμοι του Μέρφι έπεσαν πάνω του, όμως δεν πρόκειται να σου καρφώσω τίποτα. Μονάχα την αρχή. Όταν ακόμα ο Μπεν είναι παντρεμένος, ερωτευμένος κι ανυποψίαστος. Μέχρι που μαθαίνει πως η γυναίκα του τον απατά με το αφεντικό της. Κι όχι μόνο αυτός, αφού μαζί του το μαθαίνουν και καμιά 100αριά άνθρωποι σ’ ένα εταιρικό πάρτι. Η σύζυγος απομονώνεται με το αφεντικό, ένα μικρόφωνο μένει ανοιχτό, ένας οργασμός ακούγεται στερεοφωνικά, ένας γάμος μόλις χάλασε κι ο Μπεν θα πρέπει να μαζέψει τα κομμάτια του. Θα μπορούσε να ‘ναι η έναρξη μιας κωμεντί του Γούντι Άλεν, ή μιας δραμεντί του Σαμ Μέντες. Δεν είναι τίποτα απ’ τα δύο, αφού την κρίσιμη στιγμή σκάει μύτη ο κολλητούλης. Ένας χωρισμένος φίλος του Μπεν απ’ το πανεπιστήμιο, έτοιμος να γλεντήσει την ελευθερία. Κάπως έτσι γεννιέται ένα κλαμπ για χωρισμένους και σε προκαλεί να φωνάξεις μαζί τους:
“Δεν είμαι πιγκουίνος!”
Ακούγεται όνειρο, μα όλα τούτα λειτουργούν μόνο σε πρώτο επίπεδο. Γιατί στο δεύτερο έρχεται ο έρωτας. Έρχεται παρέα με μερικές συμπτώσεις. Τρελές συμπτώσεις. Εξωφρενικές συμπτώσεις! Όπως σίγουρα φαντάζεσαι, το πράγμα μπερδεύεται. Μα μπερδεύεται μόνο για να φέρει περισσότερο γέλιο (όχι γλυκόπικρο μα λιγουλάκι αγχωτικό πια), και να ψιθυρίσει ένα-δυο πράγματα που η ταινία έχει όρεξη να καταθέσει για τον άνθρωπο, το γάμο, τις σχέσεις.
Η συνταγή είναι κλασική, μα το γλυκό βγαίνει νοστιμότατο. Μέσα σε μια εποχή γεμάτη χαζομαρίτσες, μια κωμωδία που ήρθε για να μείνει. Ως προς αυτό συμφωνούν κοινό και κριτικοί του Alpe d’ Huez, του μεγάλου φεστιβάλ κωμωδιών της Γαλλίας. Θα συμφωνήσω λοιπόν κι εγώ μαζί τους. Θα μείνει. Όχι μόνο γιατί καταφέρνει να σε κάνει να σκάσεις το γελάκι σου (και να το σκάσεις πολύ!), μα και γιατί ανοίγει, θίγει (λίγο ή πολύ) και μια σειρά από ζητήματα που τόσο απασχολούν τους ανθρώπους όσο υπάρχει μονογαμία στον κόσμο. Έχουμε ανάγκη τον έρωτα; Έχουμε ανάγκη το γάμο; Ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα; Είναι ευτυχία το διαζύγιο; Μήπως περνάμε καλύτερα μόνοι μας; Γιατί χρειαζόμαστε “έτερον ήμισυ”; Και στο φινάλε, η πιο βασική, η πιο σημαντική, η πιο παλιά ερώτηση στα χρονικά του θεσμού που ενώνει δύο ανθρώπους (ενίοτε ενώπιον Θεού, σίγουρα) ενώπιον ανθρώπων. Μέχρι να δεις την ταινία δεν θα καταλάβεις. Μα δες τη, ψάξε μέσα σου την απάντηση κι ύστερα έλα να μου την πεις κι εμένα στα σχόλια:
Το Κλαμπ των Χωρισμένων: Να μπει κανείς, ή να μη μπει;
Το Κλαμπ των Χωρισμένων έρχεται στις αίθουσες, 23 Ιουλίου από τη Rosebud.21.