Καμιά φορά είμαστε τυχεροί. Όταν δηλαδή ψάχνουμε λόγους και τρόπους να δουλεύουμε με τους όρους που αντέχουμε, το να γυρνάς και να φυλλομετράς στιγμές που φούσκωσαν το μυαλό και την καρδιά σου με συναισθήματα και γνώση, κάπως νιώθεις πως τα πράγματα μπορεί να πηγαίνουν συχνά στραβά, αλλά έχουν πάει και υπέροχα ίσια.
Το Provocateur, ανάμεσα σε δεκάδες αξιόλογους ανθρώπους που έχει φιλοξενήσει όλα αυτά τα χρόνια, δεν μπορεί να μη ξεχωρίσει εκείνες τις κουβέντες που άνθισαν στον λόφο του Φιλοπάππου με τον Δημήτρη Αποστολάκη και τον Ψαραντώνη στον λόφο Στρέφη, ένα μεσημέρι που οι κεραυνοί έσκιζαν τον ουρανό και εκείνος γελούσε σαν τον Δία.
Τα δύο αυτά αερικά, έσμιξαν εν μέσω μια ζοφερής εποχής, που την καταπίνει η μανιέρα του φόβου και του θανάτου, μιας καθημερινότητας που χαροπαλεύει σε μια πανδημία αδιαφορίας και χαύνωσης. Έσμιξαν και δημιούργησαν, κάλεσαν ανθρώπους που μοιάζουν με θεούς και θεούς που μοιάζουν θνητοί, τραγούδησαν μέχρι ο πόνος να γεννήσει ένα κομμάτι ονείρου.
Ο Δημήτρης γράφει για όσα θα ακούσεις πιο κάτω:
“Το τραγούδι που ακούτε σφραγίζει μια εικοσαετία αδιάλειπτης συνεργασίας (δίσκοι, συναυλίες, παραστάσεις) με το Δάσκαλο Ψαραντώνη. Αυτό δεν παίζει καμία απολύτως σημασία, γιατί κάθε που σμίγομε, είναι σαν να ‘ναι η πρώτη φορά. Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι ο Έρωτας. Οι μαντινάδες με βρήκαν. Γέλασα πολύ. Αλλά μετά την ηχογράφηση και μέχρι τώρα, μου αποκαλύπτονται διάφορα επίπεδα κατανόησης, εκπληκτικά και αδιανόητα για μένα. Είδα κάποιον να φανερώνει την μοναδικότητά του, αδίστακτα, στο πιο ψηλό σημείο μιας κοινότητας.
Μετά, το ίδιο λέφτερα, να γίνεται ο ‘κανένας’ βουτώντας στο πιο χαμηλό σημείο του χωριού κι ύστερα να πεθαίνει όπως έζησε, μόνος στην μέση της πλατείας. Κατάλαβα ότι περιγράφει τη ζωή κάθε ερωτευμένου, ‘κουζουλού’,ασυμβίβαστου ανθρώπου, που δεν τονε βάνει αυτός ο ΄λογικός, καθωσπρέπει΄ κόσμος. Μετά από λίγο κατάλαβα ότι το τραγούδι περιγράφει τη ζωή κάθε ήρωα. Ο ήρωας παρουσιάζεται στους θεατές υπερβαίνοντας το θείο, ο ήρωας παθαίνει, ο ήρωας – μάλλον- αυτοχειρεί στη μέση της σκηνής. Κατάλαβα δηλαδή ότι πίσω από τα αρχικά μου γέλια κρυβόταν το τραγικό παιχνίδι με τη μοίρα, η βάση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Έπειτα κατάλαβα ότι οι στίχοι αφηγούνται τη ζωή κάθε Θεού.
Το τραγούδι μού αποκάλυψε μια θεοφαγική αναπαράσταση. Κάποιος Θεός κατεβαίνει από τον ουρανό, συναγελάζεται στα χαμηλά, στο ζωικό επίπεδο, θυσιάζεται στο κέντρο από τους ανθρώπους και επιστρέφει στον ουρανό, στην αιώνια μήτρα. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνω γρι ή αν αύριο θα καταλάβω κάτι περισσότερο. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι θα γελώ πάντα…“.