Αρχές Άνοιξης ακόμη και γέμισαν τα μηνύματα μας με ξεχειλωμένα φωνήεντα, ενθουσιασμένα σημεία στίξης και “Ο Θανάσης ανακοίνωσε φέτος συναυλίες, βγάλτε τις ψημένες Αμοργού από την κατάψυξη και τα φούξια καπνογόνα απ’ το ντουλάπι”. Και ποστάραμε κάμποσα τραγούδια μετρώντας αντίστροφα μέχρι τον Ιούνιο, ποτίσαμε τις μαργαρίτες στα μπαλκόνια μουρμουρίζοντας: “άιντε κάτι όντα περίεργα κι ωραία άιντε που είναι μόνα και ψάχνουν για παρέα”.

Η Άνοιξη όμως κουτσάθηκε νωρίς και ο πλανήτης μπατάρισε σε μια θάλασσα αντισηπτικού, βαριανασαίνοντας μέσα σε μάσκες που παίρνουν το σχήμα της μύτης, κρύβοντας τα χαμόγελα μας. Τα social media, εξακολουθούν να στέλνουν ειδοποιήσεις για όσα συνέβησαν χρόνια πριν, μη και ξεχάσουμε ότι ζούμε το λιγότερο απ’ όλα ιδρωμένο καλοκαίρι, το περισσότερο νηφάλιο και απόλυτα αποστειρωμένο.

Τι και αν δεν μαζευόμαστε απ’ τους δρόμους, παραγγέλνοντας πριν λιώσουν τα παγάκια στον καφέ μας, καινούργιο, τι και αν τρώμε ξανά χωρίς να μαγειρέψουμε, τι και αν βλέπουμε ταινίες κάτω από τον ουρανό μυρίζοντας από απόσταση ποπ κορν και αλεσμένη γρανίτα. Οι συναυλίες θυσιάστηκαν μπροστά στην πανδημία, κατατάσσοντας το καλοκαίρι αυτό στο πιο βουβό, στεγνό από καύλα, με τα βράδια μας να αναζητούν εκείνη την παντοτινά μαγική εξουθένωση που συνοδεύει το τελευταίο τραγούδι στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.

Οι συναυλίες, οι μυσταγωγίες μας, οι ώρες που ταξιδεύαμε εκτός της χρονοκάψουλας της καθημερινότητας, που κυνηγημένοι από νεύρα, άγχος και ματαιώσεις δίναμε το εισιτήριο, αγκαλιάζαμε τους ανθρώπους μας, πίνοντας σχεδόν μονορούφι την πρώτη μπύρα. Είναι όλα εκείνα τα μπουκάλια που λαχταρίσαμε και τελικά περάσαμε από τον έλεγχο, γεμάτα ούζο με λεμονάδα ή και βυσσινάδα. Είναι τα στριμώγματα, το “Συγγνώμη, να περάσω λίγο” το “Μαλάκες, δεν ξέρετε τι ουρά παίζει για τουαλέτα”.

Είναι όλα αυτά μέχρι την πρώτη νότα, μέχρι το πρώτο χειροκρότημα, μέχρι την πρώτη αγκαλιά στο πιο αγαπημένο τραγούδι. Είναι οι στίχοι που γίνονται συνθήματα, ο χειμώνας που καίγεται μαζί με τις σκοτούρες και τα δάκρυα μας, μια μικρή ανάσταση σε νεκρικές εποχές.

Φέτος λείπει το να δημιουργούμε αναμνήσεις, λείπει το αγόρι που γνωρίσαμε στη συναυλία, το κορίτσι που κεράσαμε μπύρα, τους φίλους που είδαμε τυχαία και έχουμε να τα πούμε από εκείνο το καλοκαίρι, στο camping στην Αμοργό. Φέτος, λείπει ο Θανάσης, ο Σωκράτης, ο Γιάννης, η Ματούλα, όλα εκείνα τα πλάσματα που μάθαμε να αποκαλούμε με το μικρό τους, δίνοντας τους το δικαίωμα να τραγουδάνε τις απογοητεύσεις και τις ευτυχίες μας. Φέτος, λείπει το μισό καλοκαίρι.

Μοιάζει εντελώς μακρινό το διάστημα που θα ανταμώσουμε πάλι, που θα ξανανοίξουν τα φεστιβάλ, που θα κολλήσουμε αφίσες, που θα αγοράσουμε σκουλαρίκια με χάντρες, τρώγοντας κουρδική τυρόπιτα από παραδοσιακές κουζίνες. Μοιάζει εντελώς μακρινό το διάστημα εκείνο που θα γίνουμε εκείνοι οι ανέμελοι άνθρωποι, ολόφωτοι και παραδομένοι.

Μοιάζει και είναι, όμως θα αντέξουμε!
Θα πούμε ξανά τις ιστορίες για εκείνες τις συναυλίες που άφησαν ένα χνάρι ευτυχίας στη μνήμη μας και τα ρούχα μας θα μυρίζουν ακόμη αλκοόλ όταν θα ξαναγκαλιαστούμε, ακόμη και αν πλύθηκαν εκατό φορές.

Ας είναι! Θα επιστρέψουμε.