Επειδή σου έχω μια συμπάθεια παραπάνω, θα προσπαθήσω να τα γράψω όπως σκέφτομαι! Μερικές φορές με εκνευρίζει αφάνταστα το ύφος χιλίων καρδιναλίων που παίρνουν κάποιοι όταν τους μιλάς για τις ταβέρνες, τα κουρεία, τα μπακάλικα, τις κινηματογραφικές λέσχες και τα δισκάδικα ως μνημεία πολιτισμού. Στο μυαλό των περισσοτέρων όντως, ο πολιτισμός συνδέεται με κάποιο καλλιτεχνικό έργο, σύγχρονο ή χιλιάδων ετών. Στην Ελλάδα μάλιστα βάζουμε συχνά στο περιθώριο, όλα αυτά τα στέκια αγοραίου πολιτισμού (όπως πολύ εύστοχα τιτλοφόρησε ο Νίκος Τριανταφυλλίδης την καλύτερη σειρά ντοκιμαντέρ, που κυκλοφορεί ελεύθερη στη δημόσια τηλεόραση εδώ και χρόνια). Ευτυχώς που υπήρξε στη ζωή μας κι ο Ηλίας Πετρόπουλος να διασώσει “περιθωριακούς” λαογραφικούς θησαυρούς γνώσης για όλες τις “υποκουλτούρες” της χώρας μας, σε ένα σπουδαίο ερευνητικό έργο, που δεν έχει εκτιμηθεί στο ελάχιστο. Μετά το lockdown, όταν άνοιξαν τα bars, τοποθετηθήκαμε ευθαρσώς! Τώρα, ήρθε η ώρα της ταβέρνας, που είναι πολλά περισσότερα από πιατέλες με κοψίδια στη μέση και τσακωμούς για το ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό. Για την ακρίβεια, είναι αυτά και πολλά άλλα.
H ιστορία
Λοιπόν φίλε κι αναγνώστη μας. Σκέψου την ταβέρνα ηλικιακά, σαν έναν Μαθουσάλα, που έχει στην καμπούρα του, πάνω από 2500 χιλιάδες χρόνια. Άλλωστε, μιλάμε για μια μετεξέλιξη των καπηλειών που υπήρχαν στην Αρχαία Ελλάδα! Κάποιες εκατοντάδες χρόνια μετά από τα καπηλειά, περάσαμε στα μαγέρικα του Βυζαντίου, στις οθωμανικής προέλευσης λοκάντες, μέχρι τα ρεμπετοστέκια στη Μικρά Ασία. Τα χρόνια πέρασαν κι οι ταβέρνες έμειναν όρθιες σε πολέμους, Χούντες, μεταπολίτευση και φτάσανε μέχρι τη σημερινή εποχή. Μετά από αρκετά χρόνια οικονομικής κρίσης μάλιστα, αυτή τη φορά θα έρθουν αντιμέτωπες με τον κορονοϊό και μη γελιέσαι! Εύκολα θα τον νικήσουν κι αυτόν. Oι Αθηνέζοι αναγνώστες μπορείτε να αναζητήσετε την βίβλο της “Αθηναϊκής Ταβέρνας” από τον Γιώργου Πίττα.
Αντιγράφοντας από το οπισθόφυλλο του βιβλίου, συνυπογράφουμε και με τα δύο χέρια. “Η κεντρική ιδέα της έρευνας ήταν μια ρομαντική προσπάθεια να αποτυπωθούν με λόγο και με εικόνα ο χώρος και ο κόσμος της ταβέρνας που σιγά-σιγά έσβηνε. Στην πορεία, καθώς συγκεντρωνόταν το υλικό και διαμορφωνόταν το περιεχόμενο του βιβλίου, προέκυπταν συνεχώς νέες ανάγκες και νέα δεδομένα στα οποία βέβαια δεν θα μπορούσα να αντισταθώ. Συνειδητοποιούσα ότι η ταβέρνα λειτούργησε ως ο πυκνωτής της ελληνικής λαϊκής διασκέδασης“.
Στην ταβέρνα οι άνθρωποι πίνουν με τη γλώσσα της ψυχής κι όχι της λογικής.
Συνεχίζοντας από το βιβλίο του Πίττα, έχουμε το λεκτικό απόσταγμα που νοηματοδοτεί την ταβέρνα ως χώρο. Εκεί δηλαδή που οι άνθρωποι “πίνουν, μιλούν, τραγουδούν, γλεντούν, αδελφώνονται, αγαπούν, πονούν, υποφέρουν, θυμούνται, λυτρώνονται“. Σκέψου κι εσύ όσο διαβάζεις, τις στιγμές που μοιράστηκες με κάποιον μέσα σε μια ταβέρνα! Κι αν το φαΐ δεν ήταν για αστέρι Michelin κι αν το σέρβις δεν ήταν και το πιο γρήγορο κι αν τώρα οι Millenials αναζητούν ταβέρνες γκουρμέ, τα γέλια, τα κλάματα, τα τραγούδια που παράφωνα τραγουδήσαμε μεθυσμένοι!
Μια αλυσίδα από συνταγές και γεύσεις μιας άλλης εποχής που πέρασαν από γενιά σε γενιά. Μια σειρά από τραπέζια που έχουν στηρίξει χιλιάδες ποτήρια και πιάτα και ψάθινες καρεκλίτσες σχετικά άβολες για το καθισιό μας. Τεφτέρια, ποδιές, κουζινικά, μαστοριά στο ψήσιμο, κατρούτσα με κρασί από το χωριό, ρακές και ούζο παραγωγής του καταστήματος και δεντρίσια φρουτάκια για το κέρασμα.
Τα τραγούδια της ταβέρνας, σε μια ασπρόμαυρη ταινία!
Όλες αυτές οι θυμήσες δεν γινόταν να μην περάσουν και στα τραγούδια, γιατί κάθε γενιά που σέβεται τον εαυτό της, έχει μάθει να τραγουδάει τον καημό της και τον αναστεναγμό της, που έχει φωλιάσει σε μπόλικα ταβερνάκια. Έτσι λοιπόν από το “Τελευταίο Ποτηράκι” του Χιώτη και της Λίντα, στο “Χθες το βράδυ στην Ταβέρνα” του Στράτου Διονυσίου, μέχρι στις τραγουδάρες του Παγιουμτζή (“Το Μινόρε της Ταβέρνας“, “Σε μια γωνιά της Ταβέρνας”), μέχρι το ομώνυμο τραγούδι του Αντώνη Καλογιάννη όλα σε θυμίζουν ταβέρνα αγαπημένη!
Έτσι και στον κινηματογράφο! Από τον Ζήκο που εκτελούσε χρέη υποδιεθυντή της μπακαλοταβέρνας και τον Βέγγο να δίνει ρέστα σαν γκαρσόνι, μέχρι την ομώνυμη ταινία του Αλκίνοου Τσιλιμιδού, που κυκλοφόρησε το 2019, ο κινηματογραφικός φακός, έχει εστιάσει πάμπολλες φορές σε ταβερνάκια, όπου οι ήρωες καταστρώνουν τα σχέδια τους. Όχι δεν ήταν όλοι “Μεθύστακες” σαν τον Ορέστη Μακρή. Άλλες φορές οργάνωναν ληστείες όπως στον “Ηλία του 16ου” κι άλλες φορές δροσίζονταν με πορτοκαλάδες από πορτοκάλια στα “Κίτρινα Γάντια” ή χορεύανε το “Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας”. Σταματάμε εδώ, γιατί θα χρειαστούμε 15 τόμους και δεν μας φτάνει ο χρόνος.
Στους στίχους του Βάρναλη, είναι που κρύβεται η σημασία της ταβέρνας στην καθημερινότητα, του εργάτη, του ανέργου, του μάστορα, των φοιτητών, των κοριτσιών και των αγοριών, των παππούδων και των παιδιών. Όλοι οι παραπάνω κι ακόμη τόσοι που ξεχάσαμε να αναφέρουμε, είναι η ζωντανή απόδειξη πως η ταβέρνα ήταν, είναι και θα είναι ένα ζωντανό μνημείο πολιτισμού για όλους μας!
“Μες στην υπόγεια την ταβέρνα/ μες σε καπνούς και σε βρισές/ απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα/ όλη η παρέα πίναμε εψές…”