Κάποιοι την έχουν κατηγορήσει για ιστορική ανακρίβεια. Γι’ αγιοποίηση ενός καπιταλιστή που έτυχε ν’ αγιάσει ψάχνοντας φτηνά εργατικά χέρια. Για εβραϊκό συναισθηματισμό που φτάνει στα όρια του μελοδράματος. Να σου πω τη γνώμη μου για όλα αυτά; Σαχλαμάρες…
Ήτανε 1993, οι ΗΠΑ είχαν πρόεδρο τον Κλίντον κι η αφεντιά μου περπατούσε με αστάθεια στο δεύτερο χρόνο της ζωής της. Εκείνη τη χρονιά λοιπόν, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, έχοντας ήδη μια φιλμογραφία γεμάτη επιτυχίες που σημάδεψαν (κι ακόμα σημαδεύουν!) την ποπ κουλτούρα, πήρε μια σπουδαία, μεγάλη, πολύ σημαντική απόφαση. Είπε:
Θα γυρίσω την καλύτερη ταινία της ζωής μου! Θα γυρίσω μια απ’ τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών!
Ή μπορεί και να μην το ‘πε. Στο τέλος-τέλος, δεν έχει και μεγάλη σημασία με τι μυαλά ξεκίνησε ο Στιβ για να γράψει σε κάμερα την πιο διάσημη λίστα της παγκόσμιας ιστορίας. Σημασία έχει πως, στο φινάλε, μετά το The End και τους τίτλους του τέλους, το λες κι εσύ από μόνος σου. Λες: “Είδα την καλύτερη ταινία που έχω δει ποτέ!”.
Βλέπεις, αν η τέχνη υπάρχει για να κριτικάρει τις μαύρες εποχές, να προβληματίζει και να διδάσκει (χωρίς διδακτισμούς), κι αν ο κινηματογράφος υπάρχει για να χτίζει εικόνες που δεν μπορείς να ξεχάσεις και να σου γεννά συναισθήματα που δεν μπορείς να συγκρατήσεις, τότε η Λίστα μπαίνει στη μικρή λίστα των φιλμ που τα κατάφεραν όλα αυτά τόσο καλά. Κι όχι μονάχα τα κατάφερε, μα το έκανε χωρίς στιγμή να διαλέξει ανάμεσα στο δημιουργό και το θεατή της. Χωρίς στιγμή να πουληθεί σε ευκολίες “προς βρώσιν” του κοινού, μα ούτε και σε δημιουργικούς βεντετισμούς “προς τέρψιν” του καλλιτέχνη (ούτε κουκούλωσε τέτοιους βεντετισμούς κάτω απ’ την κουκούλα του “ρεαλισμού για χάρη των γεγονότων”). Η Λίστα, φορτωμένη με το κύριο χαρακτηριστικό που κάνει το Σπίλμπεργκ σπουδαίο σκηνοθέτη (δηλαδή τη μεγάλη αγάπη του για το ίδιο το σινεμά!), κάνει πράξη το περίφημο ρητό του Σαίξπηρ απ΄ το Τέλος Καλό, Όλα Καλά: “Η τέχνη δεν είναι για τους πολλούς, μα ούτε και για τους λίγους. Η τέχνη είναι για τον καθένα ξεχωριστά!“. Με τον ίδιο τρόπο, η ταινία δεν είναι κατασκευασμένη για να τσουβαλιάσει το συναίσθημα μιας αίθουσας μοιράζοντας χαρτομάντιλα, ούτε για να ικανοποιήσει μόνο το αισθητικό κριτήριο μιας στενής ομάδας κριτικών. Όχι. Η Λίστα του Σίντλερ…
…αγγίζει την ψυχή του καθενός ξεχωριστά, την κόβει κομματάκια κι έπειτα την παίρνει αγκαλιά και τη γεμίζει ελπίδες!
Μ’ ασπρόμαυρο φιλμ και χωρίς να φοβηθεί το χρόνο (3 ώρες κι ένα τέταρτο, παρακαλώ), η ταινία κάνει μαγικά στη σκηνή μιας συνταρακτικής ιστορίας. Μαγικά – Συνταρακτική. Κι αν οι λέξεις ακούγονται πολύ κλισέ κι οδηγούν συνήθως σε μελόδραμα, εν προκειμένω περιγράφουν μια πραγματικότητα που αποδεικνύει τη μεγαλοφυΐα του σκηνοθέτη. Η οθόνη γεμίζει από μια ζεστή μαγεία, τη μαγεία του δημιουργού που αναγνωρίζει στο σινεμά κάτι πιο όμορφο, πιο παιδικό, κάτι μεγαλύτερο απ’ τη ζωή, μα ταυτόχρονα ούτε λίγο δεν πουλιέται για χάρη της μαγείας αυτής, η κόλαση του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Απ’ τη μια δηλαδή, έχουμε την κινηματογραφική αρτιότητα και τη ζέστη της ελπίδας για τις ζωές που θα σωθούν, κι από την άλλη, το Ρέιφ Φάινς να πυροβολεί απ’ το μπαλκόνι του δυο τυχαίους Εβραίους του στρατοπέδου, λίγο πριν φάει πρωινό. Έτσι, για να ξυπνήσει. Κι αυτή (ταπεινή μου γνώμη), είναι μια απ’ τις πιο συγκλονιστικά ωμές σκηνές στην ιστορία του σινεμά. Κι έτσι έπρεπε να είναι.
Ο ένας λοιπόν, ο Όσκαρ Σίντλερ (Λίαμ Νίσον) θ’ ανακαλύψει πως αυτό που έκανε για να κερδοσκοπήσει, σιγά-σιγά θ’ αρχίσει να του γεμίζει τη ζωή και την ψυχούλα του, ακόμα κι αν ρισκάρει πια την τσέπη. Ο άλλος, ο Άμον Γκοθ (Ρέιφ Φάινς) θα συνεχίσει ανάλγητα ν’ απολαμβάνει το βάσανο και τις δολοφονίες αθώων ανθρώπων. Κι ο τρίτος, ο Γιτζάκ Στερν (Μπεν Κίνγκσλεϊ) θα κάνει ο,τι μπορεί για να γλυτώσει τους ανθρώπους του απ’ τον αφανισμό. Μα πίσω απ’ αυτούς, ο μεγάλος δημιουργός, ο άνθρωπος με το όραμα, ο σκηνοθέτης που πήρε μια αληθινή ιστορία ανθρωπιάς (;) και διηγήθηκε ένα αληθινό παραμύθι ελπίδας (!). Και τι χρειάστηκε για όλα αυτά;
Το αποτύπωμα της συλλογικής μνήμης πάνω του, τη μεγάλη του αγάπη για το σινεμά, κι ένα κόκκινο παλτό…
Κύριε Σπίλμπεργκ, για πολλές άλλες ταινίες σου, είπα μπράβο. Γι’ αυτήν εδώ σου λέω ευχαριστώ!