Ημέρα 38η. Νόμιζε ότι μετά από τόσες μέρες, θα είχε χάσει το μέτρημα. Κι όμως όχι μόνο θυμόταν τις μέρες, αλλά ήξερε και τις ώρες που ξεπερνούσαν τις 912. Μαζί τους και τα λεπτά είχαν φτάσει τα 54785. Το σύνδρομο του συλλέκτη, τον είχε βγάλει ασπροπρόσωπο. Είχε φυλάξει ένα από εκείνα τα διαολοπράγματα, που λέγανε ρολόγια. “Κάποτε με δαύτα, μετράγαμε τον χρόνο“, έλεγε στους μαθητές τους, εν μέσω χασμουρητών και μισόκλειστων ματιών από τη νύστα. Ακόμη ένα τηλέ-μάθημα δημιουργικής γραφής, σε ανθρώπους που δεν είναι μήτε δημιουργικοί, μήτε γράφουν. Αντίθετα, μηρυκάζουν κοινότυπα Lifecoaching κλισέ βαρώντας άψυχα πλήκτρα, μιας υπολογιστομηχανής.
Πλάι στο παλιό ρολόι, υπήρχε και μια αριθμομηχανή, που τον βοηθούσε να υπολογίζει με ακρίβεια τις ώρες και τα λεπτά, καθώς οι μαθηματικές ικανότητες του μυαλού του, δεν τον έφταναν. Το “8” της, μάλιστα ήταν χαλασμένο κι έπρεπε να αυτοσχεδιάζει σε κάποιες πράξεις. Το σπίτι του, ήταν ασφυκτικά γεμάτο, σε βαθμό που περιόριζε τις καθημερινές του κινήσεις. Σε 74 τετραγωνικά, χώραγαν μια κουζίνα, ένα μπάνιο, μια κρεβατοκάμαρα και 2 αυτοσχέδια γραφεία. Δίσκοι βινυλίου, βιβλία και τετράδια με κακοραμμένες ράχες, ολούθε. Κουτιά με άχρηστα μικροπράγματα, χυμένα στο πάτωμα, εμπόδιζαν κάθε του κίνηση. Γυμνό τοίχο, δεν μπορούσες να δεις, εντός του σπιτιού, ούτε καν στο μπαλκόνι. Λογής, λογής αφίσες, κορνίζες και κάδρα, παντού. Ατάκτως ερριμμένα, ξεθυμασμένα χρώματα σκίτσαραν απρόσωπα κορμιά στους τοίχους. Μια φορά στο τόσο, κόλλαγε τη μούρη του πάνω τους, μπας και η μπογιά ξεγελάσει λίγο τα ρουθούνια του. Στο πρώτο του μυθιστόρημα είχε γράψει πως: “οι μυρωδιές θα σώζανε τον κόσμο“. Η πραγματικότητα γέλασε βροντόφωνα στα μούτρα του. Τελικά, τον έσωσαν οι μάσκες μιας χρήσης και τα προστατευτικά γάντια βινυλίου.
Σαν να μην έφτανε το παλιατζίδικο με το οποίο ήταν αναγκασμένος να συνυπάρξει, ήταν κι αυτός ο γαμημένος ελέφαντας, που δεν τον άφηνε σε ησυχία. Σκέψου, ένα θηριώδη αφρικανικό ελέφαντα της σαβάνας, που ζυγίζει κοντά στους 6 τόνους και ξεπερνά τα 5 μέτρα να περιφέρεται συνεχώς σε 74 τετραγωνικά, χώνοντας την υπερμεγέθη προβοσκίδα του παντού.
Το κακό που τον βρήκε, δεν σταματά όμως εδώ. Βλέπεις, για να χορτάσει ένας ενήλικας ελέφαντας, γυρεύει πάνω από 200 κιλά φαγητό την ημέρα. Πάλι καλά, που υπάρχει κι αυτός ο κηπάκος κάτω από το μπαλκόνι του και βολεύεται κάπως το ζώον! Μέρα, νύχτα το βρίζει το ζωντανό, δίχως σταματημό. Καταριέται και τη ρουφιάνα την τύχη του, που τον κέρασε ένα παχύδερμο στο σαλόνι του. Από την άλλη φοβάται, να τον ξαποστείλει. Η κόρη της διαχειρίστριας, ένα αγενέστατο πλάσμα που ομφαλοσκοπεί νομίζοντας πως είναι το κέντρο της γης, είναι ακόμη μια φιλόζωη ακτιβίστρια βιτζιλάντε, που διψάει για εκδίκηση και αίμα, στο όνομα τόσων ζώων που υποφέρουν από το ανθρώπινο είδος γύρω μας. Κάπου διάβασε, πως αυτοί οι ελέφαντες είναι είδος υπό εξαφάνιση, επομένως η σκέψη να γίνει βορά στα νύχια και το στοματάκι της Ελενίτσας, τον γέμιζε με τρόμο.
Ρούφαγε λοιπόν το μελάτο αυγουλάκι του και μοιραζόταν το σπίτι κατσουφιασμένος με έναν ελέφαντα. Ειδικά στα τηλεμαθήματα ήταν πολύ προσεκτικός, μπας κι εμφανιστεί ξαφνικά, τραντάζοντας το γραφείο του με τις χοντρές ποδάρες του. Λίγο θέλει να γίνει κανείς ο περίγελος των ανθυπομέτριων συγγραφέων της κακιάς ώρας που διδάσκει, νομίζεις;
Πάνε 38 μέρες, που τραβάει αυτή η δουλειά. Οι ώρες αυξάνονται και μαζί τους τα λεπτά με γεωμετρική πρόοδο πια. Τουλάχιστον, έχει πάλι ένα συγκάτοικο. Αν πρόσεχε λίγο παραπάνω στην τουαλέτα και δεν τρύπαγε με τους χαυλιόδοντες την αυτοσχέδια ταπετσαρία της κουζίνας του, ίσως να μην τον ενοχλούσε τόσο. Πάνε 3 χρόνια και 38 μέρες από όταν έφυγε η Αντιγόνη κι έχει ξεσυνηθίσει πια. Σίγουρα, την περνάει καλύτερα τώρα. Διαγνώστηκε μόνος του, σε μικρή ηλικία, με το σύνδρομο “Κοτάρ“. Πρόκειται για υποκείμενο ψυχολογικό νόσημα, που συναντάται σε όχι και τόσο μικρό ποσοστό του πληθυσμού, πια. Σ’ αυτό το σύνδρομο, ο πάσχων πιστεύει ότι είναι νεκρός. Τα άτομα που πάσχουν από Κοτάρ απομονώνονται, καθώς αρνούνται ότι υπάρχουν.
Κάπως έτσι, προέκυψε αυθόρμητα η ανάγκη του να συλλέγει παλιοπράγματα. Μια διαρκής υπενθύμιση ότι είναι ακόμη ζωντανός και δεν τον έχουν πάρει φαλάγγι ακόμη τα δαιμόνια στο κεφάλι του. Έτσι τα έλεγε η γιαγιά του, που έπασχε από το ίδιο σύνδρομο. Όταν γνώρισε την Αντιγόνη, ένιωσε για πρώτη φορά να ακολουθεί τη φυσική ροή των πραγμάτων. Ήταν ήδη 30 κι είχε πείσει τον εαυτό του ότι δεν χρειαζόταν κανέναν άλλο δίπλα του για να υπάρξει. Τα κατάφερνε καλύτερα μόνος του. Επαναλάμβανε δίχως να τον ρωτά κανείς μάλιστα, πως είναι καλύτερος φίλος, εραστής, υπάλληλος, άνθρωπος, όταν είναι μόνος. “Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν μωρό μου“, της είχε πει.
“Για αυτό τώρα, ας μην πούμε τίποτα άλλο κι ας παίξουμε το παιχνίδι που θες. Αυτό, που γίνομαι κάποιος άλλος. Ας παίξουμε το παιχνίδι, που μεταμορφώνομαι στον άντρα της ζωής σου. Αυτόν που ήρθε για να γεννήσεις μαζί του τις πιο σημαντικές στιγμές, που έκρυβε στην κοιλιά του για εννιά μήνες ο έρωτας. Αυτόν, που μάζεψε όλους τους οργασμούς της γης, για να στους χαρίσει. Έχουμε πολλή ώρα ακόμη να μένει στο παιχνίδι μας, επομένως μπορείς να γίνεις κι εσύ όλη η έμπνευση, που θα με κάνει τον σπουδαιότερο συγγραφέα που γνώρισε ποτέ αυτός ο γαλαξίας“.
Κάπως έτσι, στα χρόνια που πέρασε μαζί με την Αντιγόνη, έχασε το μέτρημα στις φορές που έπαιξε το παιχνίδι της. Απόλαυσε κάθε γαμημένο λεπτό. Γέμισε το σπίτι τους, με δίσκους, βιβλία, άχρηστα μικροπράγματα και μπογιές στους τοίχους που αν βάλεις πολύ κοντά τα ρουθούνια σου, μυρίζουν ακόμη. Τόσα χρόνια μετά. Κάπου εκεί κατάλαβε, πως όντως οι άνθρωποι δύσκολα αλλάζουν. Μένουν συνήθως οι ίδιοι δύστροποι μαλάκες, που αγωνιούν για λίγο φως, βγαίνοντας από την κοιλιά της μάνας τους. Κι όταν το αντικρίσουν θα βάλουν τα κλάματα και τις φωνές γιατί βλέπεις, το σκοτάδι πάντα μοιάζει πιο οικείο. Πιο ήσυχο κι ασφαλές.
Κι αν στα χρόνια που βαραίνουν την πλάτη του, προστέθηκαν κι άλλα από όταν έφυγε η Αντιγόνη, αυτός έμεινε συνεπής προς την μοναξιά του και τα δαιμόνια στο κεφάλι του. Ωστόσο, ακόμη κι αν δεν το παραδεχόταν μεγαλόφωνα, ήξερε πως δεν ήταν ο ίδιος. Αν ήταν, δεν θα είχε αρχίσει να συμπαθεί αυτόν τον χοντροκώλη ελέφαντα. Το προηγούμενο βράδυ, είχε χώσει κι εκείνος την προβοσκίδα του, στο ζωγραφισμένο τοίχο της Αντιγόνης με τα απρόσωπα κορμιά κι έπαιρνε γερές ρουθουνιές από την ξεθυμασμένη μπογιά. Κρυφοκοίταζε λοιπόν, για να μην τον πάρει χαμπάρι ο ελέφαντας, ότι τον παρακολουθεί στον ελεύθερο του χρόνο. Δεν ήθελε ο νέος του συγκάτοικος, να σχηματίσει κακή γνώμη για εκείνον.
*”Ο Ελέφαντας”, γράφτηκε υπό τους ήχους της τιτανομέγιστης δισκογραφίας του Jason Isbell, εξού και το προτεινόμενο soundtrack, στην ανάγνωση του.