Τον Παναγιώτη Παπαϊώαννου τον γνώρισα facebook-ικά στο πλαίσιο μιας ροκ συναυλίας, στην οποία κι εμπλεκόμουν. Ψάχνοντας λίγο το προφίλ του, εύκολα καταλαβαίνεις πως πρόκειται για έναν παλιοροκά, που μεγάλωσε με τις σωστές μουσικές αξίες. Λίγο αργότερα, έμαθα πως βιοπορίζεται ως δικηγόρος, ενώ είναι και δόκτωρ εγκληματολογίας. Τον ξεχώρισα λοιπόν, ως μια εξόχως ενδιαφέρουσα περίπτωση ανθρώπου και διαδικτυακού φίλου. Όταν μου εκμυστηρεύτηκε ότι θα βγάλει κι ένα βιβλίο για την καψούρα μας, τουτέστιν τη μουσική, περίμενα αγωνιωδώς.

Έτσι, μόλις έσκασε μύτη το “Dead Rockers Society” στα ράφια των βιβλιοπωλείων, ήξερα τι θα μείνει για μέρες στο κομοδίνο μου. Αντιγράφω μέρος του οπισθόφυλλου του βιβλίου. “Όσοι μεγαλώσαμε με τον ροκ ήχο, συνάψαμε, σε κάποια στιγμή της ζωής μας, μιαν άτυπη σύμβαση με τους ήρωες που τον δημιουργούν και τον εκφράζουν. Εμείς, με τον θαυμασμό και την αφοσίωσή μας, προθυμοποιηθήκαμε να τους εξασφαλίσουμε μια ένδοξη καρριέρα που θα υπερβαίνει τον βιολογικό τους κύκλο. Και, εκείνοι, σε ανταπόδοση, ανέλαβαν να φτιάξουν και να μας χαρίσουν το σάουντρακ για ολόκληρο τον δικό μας.
Η μουσική τους, πολλές φορές ήταν εκεί πριν γεννηθούμε και, ως μέρος της δικής τους ανειλημμένης συμβατικής υποχρέωσης, παρέμεινε πάντα δίπλα μας: στο μεγάλωμά μας, στους πρώτους μας έρωτες, στη χαρά από τις επιτυχίες και στη συντριβή από τις αποτυχίες μας, στις απώλειες σημαντικών ανθρώπων, στη γέννηση των παιδιών μας. Το απαιτούσαν οι μεγαλύτεροι από μας, οι γενιές των ροκάδων της εποχής της ξηρασίας, κι εμείς παραλάβαμε αυτή τη σκυτάλη. Να κρατήσουμε μέχρι το τέλος δίπλα μας, άτρωτους ως μεγαλύτερους κι απ’ τη ζωή την ίδια, αυτούς που αποτελούν τη Λέσχη των Νεκρών Ρόκερ
“.

Είναι σαφές νομίζω που θέλει να το πάει ο ποιητής. Κι αυτή είναι η ευλογία του βιβλίου. Πέραν του πλήρως κατατοπιστικού πρόλογου του Αντώνη Μανίκα, από την πρώτη σελίδα, από τον πρώτο rocker, είναι σαφές πως εδώ δεν μιλάμε για ένα βιβλίο αρχειακού τύπου. Άλλη μια αχρείαστη κριτική δηλαδή, πάνω στο έργο όλων αυτών των ιδιαίτερων τύπων, που μεγάλωσαν γενιές μουσικόφιλων κι έγιναν κιτρινισμένες αφίσες σε τοίχους αναρίθμητων δωματίων. Aντίθετα, σε πιάνει από τον λαιμό το “Dead Rockers Society”, ειδικά αν κάποια στιγμή τα είπες ή ακόμη καλύτερα τα ήπιες υπό τους ήχους τους.

Δεν μιλάει για το μουσικό αποτύπωμα του Lemmy, του Dio, του Freddie Mercury, του Rory Gallagher και τόσων άλλων. Αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο. Μιλάει ωστόσο για την καψούρα του οπαδού που παίρνει από τη ζωή τους και τα θαυμαστά έργα τους, το σπόρο για το soundtrack της ζωής του. Σε πιάνει μια νοσταλγία για όλους αυτούς, που έφυγαν κι εσύ έβαλες τα κλάματα από τη μία, μα χαμογέλασες κρυφά στο άκουσμα των μαντάτων του θανάτου. Βλέπεις, ό,τι κι αν λες, θες να είδωλα σου να στέκουν αγέρωχα, χωρίς ο χρόνος να τολμήσει να τα ρυτιδιάσει. Θες να μην μπορέσει κανένας να τους κλέψει λίγη από την αίγλη, την καύλα και την επανάσταση που κουβαλάνε στις πόζες του. Νιώθεις έμφυτη την ανάγκη, διαβάζοντας το “Dead Rockers Society”, να ψάξεις τους δίσκους σου και να ξεδιαλέξεις τους πιο αγαπημένους. Σαν ιεροτελεστία να ακουμπήσει η βελόνα το βινύλιο και τα μπουκωμένα ηχεία, να τραγουδήσουν ροκ εντ ρολ για δύσκολες ώρες.

Η γραφή ρέει, δεν σταματά λεπτό, δεν αυτοαναφέρεται και καλά κάνει. Δεν κωλώνει να φερθεί ποζέρικα, γιατί κι αυτό μέρος της μαγείας είναι, υπογράφοντας κάποιους από τους καλύτερους αυτοβιογραφικούς τίτλους που γράφτηκαν ποτέ. Κάπως έτσι η Janis Joplin έγινε “Πέρλα θαμμένη στα Blues” κι από την άλλη “Η μέρα που έσβησε ο Ωρίωνας”, θα μας θυμίζει το τραγικό τέλος του Cliff Burton. Παλιοροκάδες και μη, σπεύσατε!

Το Dead Rockers Society, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δίαυλος και μπορείς να το αγοράσεις εδώ.