Είχαμε καιρό να σε πλύνουμε με λίγη νοσταλγία, είναι αλήθεια. Επίτηδες, τo κάνουμε. Δεν θα σου κρυφτούμε κι ούτε θα σου πούμε ψέματα. Θέλουμε να σε καψουρέψουμε και να ανάψουμε ξανά τη σπίθα αυτής της σχέσης. Πρέπει λοιπόν, να πας λίγο πίσω χρονικά, στα μικράτα σου, που λένε οι πιο παλιοί. Περιμένουμε, πάρε τον χρόνο σου! Πήγες; Ωραία λοιπόν, σε αυτό το time travel προς τα πίσω, αν δεν κάνεις μια στάση σε ένα βίντεοκλαμπ, δεν είσαι πολύ φίλος μας. Όχι, ότι θα πάψουμε να σε κάνουμε παρέα, αλλά θα πάρουμε μια απόσταση. Θα αναρωτηθούμε που πέρναγες ατέλειωτες ώρες ψάχνοντας να νοικιάσεις τιμημένες βιντεοκασέτες, για να καείς σε εκείνη την παλιά τηλεόραση της γιαγιάς; Για εκείνη λέμε, που έπαιρνες σβάρνα τα σεμεδάκια για να δεις πρώτος στο μαγευτικό Αιγάλεω, μια ακόμη απονενοημένη ταινία με τον Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ.
Κάπου εδώ, θα το γυρίσω σε πρωτοπρόσωπη γραπτή αφήγηση, για να το κάνω λίγο πιο συναισθηματικό το κείμενο. Μεγάλωσα σε μια περιοχή ευλογημένη να έχει σχεδόν από ένα βιντεοκλάμπ σε κάθε γειτονιά. Πρόλαβα μάλιστα και την χρυσή εποχή της κασέτας, τότε που αν δεν είχες μέσο τον υπάλληλο, δεν νοίκιαζες έργο, ούτε με εισαγγελική παρέμβαση. Πιο πολύ κόσμο πετύχαινες εκεί για να καταλάβεις, παρά στο Μπουρνάζι, Παρασκευή βράδυ επί ΠΑΣΟΚ. Αν δεν υπήρχαν όλοι αυτοί οι μικροί ναοί του σινεμά εκεί γύρω μου, σίγουρα η ζωή μου θα ήταν χειρότερη. Κάθε ταινία άλλωστε, είναι κι ένας νέος κόσμος για αυτόν που θα τη δει, σκέψου λοιπόν, τί φασούλα θα παίξει σε ένα μαγαζί με χιλιάδες ταινίες.
Κάπως έτσι εθίστηκα στον βίντεο-κόσμο κι ακόμη όταν προλαβαίνω, τραβάω μια δύο τζούρες. Θα μου πεις που βρίσκεις τη σήμερον ημέρα βιντεοκλάμπ; Όποιος γυρίζει, μυρίζει γατάκια. Ακόμη κάποιοι στα στενά το κρατούν αληθινό. Προφανώς πρόκειται για σινε-καμένους που το πάθος τους για τις ταινίες παντός τύπου, νικά την ανάγκη του βιοπορισμού. Προφανώς, σήμερα που όλοι κατεβάζουν από το ίντερνετ, ή ξεζουμίζουν οτιδήποτε έχει βγει στο Netflix, το παραπάνω συνιστά κατόρθωμα.
Πονάει η καρδούλα μας, που πλέον έχουν απομείνει ελάχιστα από δαύτα, γιατί αν μη τι άλλο εκεί μέσα μεγαλώσαμε. Εκεί, που το Σάββατο βράδυ αποκτούσε άλλη αξία, όταν πετυχαίναμε το θρίλερ που ψάχναμε μια ολόκληρη βδομάδα. Εκεί που στριμώχναμε στην εξαλογία του “Rocky” και μια κομεντί με τον Ράιαν Γκόσλινγκ για να δούμε με την Αγγελικούλα, που είχαμε δαγκώσει λαμαρινό-έρωτα. Σε εκείνα τα ράφια βλέπεις, ο χρόνος σταματούσε, ψάχνοντας να βρούμε εκείνη την ταινία, που είχαμε πετύχει μισή μεσάνυχτα στην τηλεόραση και ούτε τίτλο θυμόμασταν, ούτε τίποτα.
Αυτά τα ράφια, ήταν κομμάτι σου και τα είχες αγαπήσει μιας και συνυπήρχαν ο Σκορσέζε με τον Σπίλμπεργκ, ο Ταραντίνο με τον Γκάι Ρίτσι, ο Σταλόνε κι ο Ντε Νίρο, ο Ντάριο Αρτζέντο, ο Γιάννης Δαλιανίδης και τα άλλα παιδιά. Παράλληλα γύρω σου συνέβαιναν κομπρεμί καταστάσεις με τους έτερους θαμώνες, αλληλοπροτάσεις κι αλληλοβοήθεια, στην εύρεση σπάνιων φιλμικών θησαυρών, πριν έρθουν τα social media και πάρουν φαλάγγι το σινεφίλ τσατάρισμα. Πιο πέρα, πιτσιρίκια είχαν βγάλει ρεφενέ για να νοικιάσουν νέα παιχνιδάρα στο πλέιστεισιο για μια ολάκερη βδομάδα, ενώ ο Κυρ Πέτρος πλήρωνε κασετίνα Κουροσάβα αριθμημένη, που είχε κάνει ειδική παραγγελία. Όλο και κάποιος θα πέρναγε, “ζητιανεύοντας” μια αφίσα για το δωμάτιο του και θα σκάλιζε το stand με τα μεταχειρισμένα, μπας και βρει κανένα κελεπούρι που έλειπε από τη συλλογή του. Κάθε ένας έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού με ένα χαμόγελο σκαμμένο στο πρόσωπο του. Έτσι δεν συμβαίνει με όλα μας τα στέκια άλλωστε; Όλους τους χώρους συνάθροισης, συναναστροφής και καψουρέματος, που όσο το κοντέρ μας προσθέτει χρόνια, τόσο πιο πολύ τους νοσταλγούμε. Κι αν πετύχουμε κάποιον που μεγάλωσε στα βιντεοκλάμπ, τον νιώθουμε περισσότερο φίλο μας.