Όλα ξεκίνησαν μ’ ένα Σπιρτόκουτο, που πάνω έγραφε φωνές, ασφυξία, μια οικογένεια που σε πνίγει. Κι ύστερα, με την Ψυχή στο Στόμα έβγαινες έξω για να σε κάνουνε σκουπίδι αφεντικά, τραμπούκοι, η γυναίκα σου κι ο λούμπεν κόσμος που ζεις μέσα του ανήκεις – δεν ανήκεις. Πώς να μη γίνεις Μαχαιροβγάλτης, ύστερα; Πώς να μη βρεθείς αχάριστος, πώς να μην κλέψεις όσα έκλεψες από ‘ναν θείο “αφεντικό”, σε μια ζωή ασπρόμαυρη; Ένα Μικρό Ψάρι είσαι, χωμένο στα βρομόνερα και, ή που θα φας ή που θα σε φάνε. Ξάφνου όμως, κάτι σαν ν’ αλλάζει.
Όχι στη ζωή σου, όχι στον κόσμο σου αλλά στην ιστορία σου, στις λέξεις και στην κάμερα που σε τραβάει. Ξάφνου το σκέτο παίρνει μουσική, ξάφνου το κοινωνικό σχόλιο βρίσκει ρυθμό και δράση, ο Γιάννης Οικονομίδης πίσω απ’ την κάμερα παίρνει μια σειρά θαρραλέες αποφάσεις. Η νέα ταινία του θα ‘ναι στον ίδιο κόσμο, μα όχι ακριβώς στο ίδιο στυλ. Θα ‘ναι αστεία, μα θα ‘ναι πια επειδή το θέλει. Θα ‘ναι μπαλάντα. Μια…
…Μπαλάντα της Τρύπια Καρδιάς που δεν διστάζει να ‘ναι “μαύρη”, ούτε φοβάται να ‘ναι ποπ!
Όλα όσα έκαναν τον Οικονομίδη καλτ (με την πραγματική, θετική έννοια του όρου) είναι ξανά εδώ. Ναι, μπινελίκι. Ναι, νύχτα, υπόκοσμος, λούμπεν τύποι. Ναι, Ελλάδα βρόμικη, κι όχι απλώς Ελλάδα: επαρχία! Μα τούτη τη φορά, ο Οικονομίδης κατασκευάζει μια νεο-νουάρ, ποπ μαύρη κωμωδία, πολύ διαφορετική απ’ όσα μέχρι τώρα έχει παρουσιάσει, κι ωστόσο τόσο ίδια. Τόσο δική του. Μόνο που πια, όλα μοιάζουν να μην αφήνουν τίποτα στην τύχη.
Ξέρει πώς, πού και πότε θα γεννήσει γέλιο. Η ατάκα είναι γραμμένη, η κατάσταση είναι γραμμένη για να γελάσεις, υπάρχουν σκηνές που μοιάζουν να ‘ναι εκεί ακριβώς για να γελάσεις. Και γελάς. Πολύ! Το timing λειτουργεί καλά, το χιούμορ είναι πραγματικό, η σάλα δεν έσκαγε αμήχανα και πιεσμένα γελάκια (όπως συχνά συμβαίνει σε κωμωδίες που “προσπαθούν” με το στανιό να σου κλέψουνε το γέλιο). Ο Οικονομίδης είχε από πριν στη φαρέτρα του όπλο το μπινελίκι, που εδώ το χρησιμοποιεί με πρωταρχικό σκοπό πια να παράξει γέλιο, και τα καταφέρνει. Η σάλα ξεκαρδίστηκε, γελούσε πολύ, γελούσε γάργαρα, γελούσε στ’ αλήθεια! Κι αν βγάλεις το γέλιο έξω απ’ την εξίσωση ωστόσο, θα ‘χεις και πάλι μια…
…απολαυστική γκανκστερική πλοκή που απειλεί, οπλοφορεί, πυροβολεί μα… αναπνέει!
Απ’ την (ολότελα ηθελημένη βέβαια) ασφυκτική άπνοια του Σπιρτόκουτου, ο αέρας έμπαινε σιγά-σιγά μες στα σενάρια και τις σκηνές του Οικονομίδη. Κι όσο μεγάλωναν τα λεπτά στην οθόνη, τόσο μεγάλωνε και τ’ οξυγόνο στα πνευμόνια της φιλμογραφίας του. Με γεμάτη αναπνοή λοιπόν, η Μπαλάντα δεν φοβάται το μεγάλο μέγεθος, δεν φοβάται ν’ απλωθεί, κι άρα δεν φοβάται να χτίσει τους χαρακτήρες της χωρίς πίεση, και βιασύνες. Χαρακτήρες που, γραμμένοι για να ζουν ταυτόχρονα στη Λαμία και στην Καλιφόρνια, παραδόθηκαν στα χέρια του Μπισμπίκη, του Σταμουλακάτου, του Τσορτέκη, για να μπουν στο κλαμπ του Μαρσέλους Γουάλας και ταυτόχρονα στο Βιετνάμ που “Ηλία ριχ’ το!”.
Οπότε: 2,5 ώρες φεύγουν νερό – κρατιέσαι στην τσίτα αλλά μ’ έναν τρόπο χαλαρό, βραδύκαυστο. Και τελικά για να το κάνω λιανό και ξεκάθαρο, να συνεννοηθούμε, βλέποντας τη Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς έπιασαν τον εαυτό μου να σκέφτεται πως βλέπει…
…ένα σενάριο του Γκάι Ρίτσι, με γύρισμα αλά Ταραντίνο κι αισθητική Αυτή η Νύχτα Μένει!
Η μουσική του Ζαν-Μισέλ Μπερνάρ βάζει σπουδαία πλάτη για να χτιστεί νουάρ ατμόσφαιρα (στα ενδιάμεσα των σκηνών), να ζωντανέψει η ένταση ή να χαλαρώσει το βάρος. Και το κάνει πότε με σπουδαία τζαζ, πότε με υποψίες κάντρι, πότε με μουσική που θυμίζει κλασικά (αλλά και νεο-) Γουέστερν. Εκεί ανάμεσα άλλωστε ισορροπεί κι ολόκληρη η ταινία, ανάμεσα στο νουάρ και το γουέστερν: τη μεγάλη επιτυχία από τη μια, κι από την άλλη τη μεγάλη αγάπη του τύπου που ίδρυσε μια ολόκληρη σχολή με Reservoir Dogs και με Pulp Fiction. Ο Οικονομίδης λοιπόν αποδεικνύεται έξοχος εκφραστής αυτής της σχολής, χωρίς να παραδίδει ωστόσο στην αμερικανιά του στυλ, τον ελληνικό ρεαλισμό του. Ναι, είναι μια ταινία με επιρροές, με στυλιζαρισμένο υπόκοσμο και με χαρακτήρες “καρτουνίστικου σπλάτερ”, μα είναι ταυτόχρονα και μια ταινία απόλυτης ελληνικής επαρχίας, με υπόκοσμο ντόπιο ως το κόκαλο και χαρακτήρες πραγματικούς, και τόσο πολύ οικονομιδικούς. Κι αυτό που μόλις διάβασες, είναι ο ορισμός μιας δουλειάς που δεν φοβάται να εμπνευστεί και να θαυμάσει, αλλά φροντίζει να μην κοπιάρει, ούτε να “κλέψει”. Μιας δουλειάς αυθεντικής, που αγαπάει το σινεμά, όσο και τον ίδιο της τον εαυτό.
Οπότε ναι, το λέω και το παραδέχομαι: Δεν ξέρω αν η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς είναι η πιο σημαντική ταινία που ‘χει γυρίσει ως τώρα ο Οικονομίδης. Μα σίγουρα είναι η πιο απολαυστική, η πιο “σινεμάδικη”, η πιο ποπ, και γιατί να το κρύψουμε; Από χθες βράδυ, η αγαπημένη μου!
Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς
Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης
Πρωταγωνιστούν: Βασίλης Μπισμπίκης, Βίκυ Παπαδοπούλου, Γιάννης Τσορτέκης, Στάθης Σταμουλακάτος, Βαγγέλης Μουρίκης, Γιώργος Γιαννόπουλος, Λένα Κιτσοπούλου
Υ.Γ. Το σενάριο, παρέα με το Γιάννη Οικονομίδη υπογράφουν ο Δημοσθένης Παπαμάρκος κι ο Χάρης Λαγκούσης.