Αν σου ‘λεγαν “κατσαριδάκι” κι ήσουν κάτοικος του κόσμου τούτου πριν το 1938, ένα μπορούσες να σκεφτείς: εκείνες τις μικρές κατσαρίδες που στήνουν το τσαρδί τους πίσω απ’ τους μεντεσέδες στα ντουλάπια της κουζίνας. Μετά το ’38, ήρθε ένα αμάξι να κλέψει την καρδιά του κόσμου, και την πρώτη σκέψη στ’ όνομα της μικρής κατσαρίδας.
Ύστερα, αν σου ‘λεγαν “σκαθάρια” πριν το 1960, ένα μπορούσες να σκεφτείς: κολεόπτερα! Κι ύστερα ήρθαν οι Beatles ν’ αλλάξουν την παγκόσμια μουσική και να νικήσουν σχεδόν ολοκληρωτικά τα ζουζούνια στην ίδια τους την ονοματολογία. Ε, κάπως έτσι, κι αν σου ‘λεγα “παράσιτα” πριν το 2020, το μυαλό σου καταρχάς θα πήγαινε σε ζωύφια και φυτά “παρτάκηδες”, που ζουν εις βάρος άλλων οργανισμών. Από χθες όμως, “Παράσιτα” θα πει…
…Η Πρώτη Οσκαρική Ξενόγλωσση Καλύτερη Ταινία Της Χρονιάς!
Να ξεπετάξουμε πρώτα το κινηματογραφικό κομμάτι: Αδίκως πρώτη (υπήρχαν και παλιότερα ξενόγλωσσες που τ’ άξιζαν), δικαίως η καλύτερη. Ιδιοφυής ιδέα, πανέξυπνο σενάριο, σκηνοθεσία που χωρίς να είναι weird η ίδια, οδηγεί την ταινία να ισορροπεί ανάμεσα στο weird και το mainstream, ανάμεσα στο σινεφίλ και το ποπ. Κάπως έτσι τα “Παράσιτα” μπουκάρουν σ’ ένα κλαμπ για λίγους: το “Pulp Fiction”, το “Old Boy”, το “”Fight Club”… Kι όχι μόνο μπουκάρουν, αλλά διεκδικούν κιόλας. Με το θράσος μιας παράδοξης con movie (που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα απ’ τις πιο αβανταδόρικες του είδους), και με βαθύ, ουσιαστικό κοινωνικό-πολιτικό και ιδεολογικό σχόλιο (ίσως πιο άρτιο απ’ του “Τζόκερ” – σίγουρα πιο αυθεντικό απ’ του “Fight Club”), μπαίνουν και κάθονται εξ αρχής στις πολύ σημαντικές θέσεις του παραπάνω κλαμπ.
Ωστόσο, όλο το μπόλικο χρυσάφι που κουβαλούν επάνω τους τα 4 αγαλματίδια που κέρδισε η ταινία του Γιόν Μπονγκ-χο, δεν έχει να κάνει μόνο με τους “φτωχούς” στο υπόγειο, αλλά και με τους πλούσιους στη βίλα. Πιο απλά, το πραγματικά ουσιώδες των Όσκαρ του 2020 δεν είναι μόνο η καταπληκτική ταινία που βραβεύθηκε, αλλά και που…
…η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου κατέβασε για πρώτη φορά τη μύτη της, και μπόρεσε έτσι να δει πέρα απ’ αυτή!
Ως τώρα, 92 χρόνια – κοντεύει αιώνας πια, οι Αμερικανοί στρώνουν χαλιά, ανάβουν φώτα, ψάχνουν τις πιο καλές ταινίες της γης και πάντα τελικά βραβεύουν τη δική τους. Τη ντόπια, ή έστω κείνη που μπορούν να καταλάβουν χωρίς μεταφραστές κι υπότιτλους: την ταινία της Βρετανίας, του Καναδά, της Αυστραλίας. Ήταν σα βασιλόπιτα με το φλουρί σικέ για το μικρό παιδί της οικογένειας, μα φέτος η οικογένεια άλλαξε μυαλά. Φέτος το παιδί μεγάλωσε. Η βασιλόπιτα έστριψε κανονικά, η ακαδημία ψήφισε χωρίς χαζές προκαταλήψεις. Δεν έπαιξε ρόλο η γλώσσα. Δεν έπαιξε ρόλο η καταγωγή. Έπαιξε ρόλο η ουσία, κι η ουσία στη βράβευση της τέχνης είναι αυτό και μόνο: η τέχνη! Κι αυτό έχει μια δεύτερη, αντίθετη ανάγνωση, που είναι ενθουσιαστική, σπουδαία, πραγματικά σημαντική.
Με μπούσουλα τα βραβεία του σήμερα, αύριο δεν θα ‘χει πρόβλημα κανείς να επιλέξει το διαφορετικό. Το ξενόγλωσσο έχει μέσα του ένα “ξένο-” που ο μόνος τρόπος να το κάνεις δικό σου, είναι να του συμπεριφέρεσαι όπως και στα “δικά σου”. Με ίδια σταθμά. Με ίδια μέτρα. Αυτή η πόρτα λοιπόν, άνοιξε χθες και άνοιξε για πάντα. Το καλύτερο απ’ όλα δε, είναι ότι δεν άνοιξε για κάποιον Ιταλό, για κάποιον Ισπανό, για κάποιον Ευρωπαίο που τέλος πάντων θα ‘ταν για την Αμερική “γονιός κι αγγόνι της“. Άνοιξε για έναν Κορεάτη. Η καλύτερη ταινία της χρονιάς ήρθε από την ανατολή. Αλλά ταυτόχρονα, η καλύτερη ταινία της χρονιάς ήταν…
…η καλύτερη ταινία της χρονιάς!
Μπορεί να μην ακούγεται σημαντικό, μα είναι. Ένα διαμάντι που όλοι το ξέραν, κοινό (κι ούτε καν) μυστικό: τα “Παράσιτα” ήταν η καλύτερη ταινία ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ για φέτος. Κι αυτό είναι ο τελικός και ο μεγάλος λόγος να πανηγυρίσεις: η Ακαδημία (κι άρα η Αμερική!) δεν ψήφισε έναν “ξένο” επειδή είναι ξένος. Επειδή έτσι είναι η μόδα, επειδή έτσι το θέλει η εποχή, επειδή “Είμαστε ανοιχτόμυαλοι κι οι καημένοι Κορεάτες… Να τους το δώσουμε!”. Δεν ψήφισε κάποιον αφ’ υψηλού για να ‘ναι φιλάνθρωπος και μοδάτη. Η Αμερική διάλεξε “Παράσιτα”, επειδή αυτός ο Κορεάτης, αυτός ο ξενόγλωσσος στάθηκε στο ύψος της. Κι εκείνη τον είδε (επιτέλους), και του το αναγνώρισε.
Οι τελευταίες δύο προτάσεις μπορεί να κρύβουν μια ελπίδα για να χάσει οριστικά ο ρατσισμός σε μια χώρα που τον κουβαλάει, παράσιτο κανονικό, γερά γαντζωμένο πάνω της. Μπορεί και όχι. Για σήμερα ωστόσο, ας το χαρούμε…