Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα…

Η παραπάνω φράση μπορεί να μην υπάρχει πουθενά αυτούσια γραμμένη, όμως υπάρχουν κάτι περιπτώσεις (χωμένες μέσα σε παραμύθια και σε μύθους) που την αποδεικνύουν στο 100%. Κι εδώ από κάτω σου ‘χω 5 τέτοιες. Οι γονείς αμάρτησαν. Και στα τέκνα… έφυγε η μαγκιά! Αν δηλαδή δεν τους έφυγε κι η ζωή…

O Μυλωνάς που ‘χε μια κόρη… χρυσοχέρα!

Υπάρχουν κάτι άνθρωποι που, έτσι και τ’ ανοίξουν το ρημάδι του, δε λέν’ να σταματήσουν. Ο μυλωνάς, ας πούμε. Είχε μια κόρη – χαρά θεού. Ήτανε όμορφη, γλυκιά, είχε τις χάρες όλες, αλλά δεν του ‘φτάναν αυτά του μυλωνά να ‘χει να λέει. Μια που περνάει λοιπόν ο βασιλιάς από το μύλο, μια που αρχίζει ο άλλος ο απίθανος να λέει: “ξέρεις εμένα η κόρη μου…”, και μια που τελειώνει: “Α! Κι άμα θέλει, περνάει το άχυρο στον αργαλειό και το κάνει χρυσάφι!”. Όταν κατάλαβε τι στην ευχή ξεστόμισε ο ΠΑΜΦΤΩΧΟΣ μυλωνάς, ήταν αργά. Του λέει ο βασιλιάς: “Άκου να δεις, εγώ δεν τρώω κουτόχορτο, φέρ’ τη στο παλάτι για οντισιόν”. Και πάει το έρμο το κορίτσι, κι ο βασιλιάς της δίνει το εξής δίλημμα: “Πιστεύω σ’ εσένα: ή το κάνεις, ή πεθαίνεις!”. Ε, με τούτα και με κείνα, έπεσε η μικρή στους τοκογλύφους και ψάχναμε στο φινάλε πώς διάολο τονε λέν’ τον Ρουμπελστίντσκιν… (Μα είναι κι όνομα αυτό που ‘χεις, ρε αδερφέ; Κάν’ το Γείλος, να τελειώνουμε…).

Η Κασσιόπη, μάνα της Χιονάτης!

Άλλη από κει. Λες και δεν έφτανε που ‘ταν βασίλισσα και μπορούσε να λέει: “Είμαι η ομορφότερη απ’ όλες” και να μην της κουνιέται άνθρωπος (μαγικούς καθρέφτες και Χιονάτες δεν είχαν τότε στην Αιθιοπία). Όοοχι, εκεί αυτή, να μπει στο ρουθούνι των θεών. Είπε: “Είμαι ομορφότερη απ’ την Ήρα”, κρεβατομουρμούρα στον Όλυμπο, ξυπνάει ο Ζεύς με νεύρα και λέει του Ποσειδώνα: “Αδερφούλη, τι θα κάνουμε μ’ ετούτη; Τσάμπα να τρώω παντόφλα, δεν αξίζει”. Πάνω στην ώρα ρίχνει η Κασσιόπη κι άλλη μπαλοθιά: “Είμαι πιο όμορφη απ’ όλες μαζί τις Νηρηίδες!”, τ’ ακούει ο Ποσειδώνας, “Ρε τα δικά μας τα κορίτσια, ρε;”, και στέλνει ένα κήτος θαλάσσιο να κάνει σμπαράλια την Αιθιοπία. Ο λαός έξαλλος. Ο βασιλιάς Κηφέας σε απόγνωση: “Καλά μου τα ‘λεγε η μάνα μου να πάρω τη γειτόνισσα της κυρά Μέμφιδας”. Η Κασσιόπη όμως… στο Γενί Τζαμί, μέχρι που ήρθαν τα μαντάτα του μαντείου:
-Για να φύγει το κήτος πρέπει να του δώσετε να φάει.
-Γαύρο;
-Την κόρη σας!

Ήθελε η μάνα καλλιστεία, βρέθηκε η καημένη η Ανδρομέδα δεμένη στο βράχο. Καλά που πέρασε ο Περσέας από κει και τέλειωσε με γάμο… (Να χαίρεσαι την πεθερούλα, Πέρσυ!).

Η Νιόβη, κλασική μάνα-κουκουβάγια!

Όμοια με πάνω. “Εγώ είμαι μάνα! Δεκατέσσερα δίδυμα, όχι σαν τη Λητώ που ‘χει μονάχα δύο”. Φωνάζει η Λητώ τα δύο τα δικά της: “Απολλωνάκο, Αρτεμούλα, το και το, να της πετάξετε νεράτζια;”. Δεν είχαν φρούτα πρόχειρα, και πιάσανε τα τόξα. Ρίχνει 7 βέλη η μανδάμ, παίρνει ο χάρος τα κορίτσια. Ρίχνει 7 βέλη κι ο μουσιού, παίρνει ο διάολος τ’ αγόρια. Καλά, η γλώσσα της Νιόβης ήτανε μεγάλη αλλά… ρε Λητώ; Οι Κορλεόνε προειδοποιούσανε τουλάχιστον…

Ο Λάιος και το σύμπλεγμα του Φρόιντ!

Χωρίς πολλές σάλτσες, αφού κι εδώ η ιστορία είναι στ’ αλήθεια τραγική. Ο Λάιος ζει φιλοξενούμενος στην αυλή του βασιλιά Πέλοπα, και κάποια μέρα βιάζει το νεαρό Χρύσιππο, το γιο του βασιλιά. Ο Χρύσιππος αυτοκτόνησε, κι ο Πέλοπας, αντί να τραβήξει σπαθί να καθαρίσει τον κακοποιητή να τελειώνουμε, έκανε κάτι χειρότερο: τον καταράστηκε! Μόνο που η κατάρα αυτή δεν πήρε μαζί της μονάχα το Λάιο, αλλά πήρε και τον καημένο τον Οιδίποδα που ‘γινε έτσι σύμπλεγμα της ψυχανάλυσης, χρόνια προτού να γεννηθεί. Λέει ο Πέλοπας: “Λάιε, σου εύχομαι να μην αποκτήσεις παιδί, για να μη μάθεις ποτέ τι πόνος είναι να το χάνεις”. Κι ύστερα συμπληρώνει: “Αν αποκτήσεις όμως, σε καταριέμαι να πεθάνεις απ’ το χέρι του!”. Η μοίρα έγραψε, και κάπως έτσι ο δύστυχος Οιδίπους έγινε πατροκτόνος, παντρεύτηκε τη μάνα του, υπήρξε η πιο τραγική φιγούρα της ελληνικής μυθολογίας, κι όλα αυτά επειδή ο πατέρας του δεν μπορούσε να κρατήσει τις ορμές του μέσα στο χιτώνα…

Ρε κύκνοι, είστε τώρα εσείς γονείς;

Ναι, σωστά, δίκιο έχεις: το “ασχημόπαπο” δέχτηκε μπούλινγκ γιατί η Λιμνούπολη ήταν κωλοκοινωνία και δεν είχε διδάξει στα παπιά της σεβασμό στη διαφορετικότητα. Αλλά! Υπάρχει και μια μάνα, ρε. Κι ένας πατέρας. Πού τ’ αφήνετε τ’ αυγό σας, ρε; Κυκνάκι είναι μωρέ, πού πάτε; Είστε τώρα εσείς γονείς;