Η αλήθεια είναι ότι αν χαρακτήριζα τον εαυτό μου με βάση τις οδηγικές ικανότητες, θα έλεγα ότι μάλλον το ‘χω και θα σου πρότεινα βόλτα ώστε να κάνουμε κάποιο από τα κλασσικά tour που κάνω με την παρέα μου. Η μόνη προϋπόθεση για να γίνει αυτό, να “κολλήσεις” 2 ευρώ βενζίνη και ίντερνετ για να πιάσω κάνα Spotify ώστε να ακούσουμε μουσική. Αυτό που μόλις διάβασες, είναι μια κλασική Παρασκευή στην περιοχή μου εν έτη 2020. Πριν 3,5 χρόνια βέβαια, οι Παρασκευές μας ήταν πολύ διαφορετικές.
Όλα ξεκίνησαν έναν τυπικό Σεπτέμβρη, είχα μόλις κλείσει τα 18 και είχα ξεθαρρέψει αρκετά ώστε να πιστεύω ότι μπορώ να ζήσω τη ζωή μου στα άκρα. Βλέπεις οι γονείς μου ήταν Κέρκυρα ακόμα και θεώρησαν αρκετά έξυπνο να μου εμπιστευτούν ένα σπίτι για ολόκληρο το καλοκαίρι. Αυτό που δεν είχαν υπολογίσει βέβαια, ήταν το τι υπήρχε μέσα στο σπίτι. Όχι, δεν εννοώ τα έπιπλα και τις τηλεοράσεις (να ζήσουμε να τα θυμόμαστε κι αυτά) αλλά κάτι κλειδιά, από ένα ροζ Φιατ Τσικουεντσέτο του ’98 (ναι αλήθεια είναι), με βγαλμένους τους πόλους της μπαταρίας.
Τότε ήταν που το μυαλό μου, αποφάσισε να κερδίσει έναν εικονικό διαγωνισμό ηλιθιότητας, καθώς με 1-2 θεωρητικά μαθήματα, πίστεψα ότι ήμου αρκετά ικανός να κάνω το βήμα και να μπω πίσω από το τιμόνι. Όχι όμως να βάλω και όπισθεν… Έτσι, η πρώτη επαφή με το “άθλημα” ήταν στο γκαράζ του σπιτιού, ένα αμάξι με ανοικτή την μηχανή, να το σπρώχνουν 2 άτομα από την μούρη μήπως και βγει επιτέλους απ’ το σπίτι για να ξεκινήσει τα ταξίδια του. Μάντεψε; Βγήκε!
Η αλήθεια είναι ότι μέσα στην χαζομάρα των 18, υπήρχε κι ένας φόβος, και ουδέποτε έτρεξα (θα μου πεις με το Τσικουεντσέτο και να ήθελα δεν γινόταν), ούτε έγινε κάτι ακραίο, αλλά πήρα κάποια μαθήματα από την όλη φάση:
1. Μπορείς να πας σχολή οδηγών με το αμάξι.
Γιατί όχι; Εμείς το κάναμε και όταν λέω εμείς, εννοώ κάποια άτομα από την παρέα που πηγαίναμε μαζί σχολή οδηγών. Βλέπεις αυτή ήταν 2-3 χιλιόμετρα μακριά, ενώ όλοι μας μόλις είχαμε κλείσει τα 18 και δεν μπορούσαμε να πάμε με τα πόδια, άσε που το λεωφορείο έκανε αρκετή ώρα για να έρθει. Έτσι, παίρναμε τους καφέδες μας και σιγά σιγά ανεβαίναμε. Το πιο αστείο στην όλη την υπόθεση, ήταν όχι ότι αργούσαμε στην σχολή επειδή δεν βρίσκαμε να παρκαρουμε, αλλά ότι ήμασταν τόσο ειλικρινείς που το λέγαμε χωρίς να ψάχνουμε δικαιολογίες. Τίμιοι!
2. Επαναφέραμε τις καντάδες στις γειτονιές του Μενιδίου.
Θεωρώ τα αγόρια αρκετά χαζά, ώστε να προσεγγίσουν την κοπέλα που τους αρέσει με κανονικό τρόπο, ακόμα και στα 22 τους. Φαντάσου λοιπόν στα 18 τους, τι μαλακία μαργαριτάρια μπορεί να σκεφτούν για να τα κάνουν. Εμείς λοιπόν που λες, είχαμε ένα μέσο παραπάνω ώστε να δείξουμε τον θαυμασμό μας, στο ωραίο φύλλο. Αυτό το μέσο λοιπόν μας έκανε περισσότερο κάγκουρες, παρά καλό, καθώς κάθε βράδυ ένα ροζ αμάξι, πήγαινε από γειτονιά σε γειτονιά κορνάροντας στην τότε αγαπημένη του εκάστοτε συνοδυγού ή και του οδηγού για να μην βγάζω την καμπούρα μου απ’ έξω. Το αποτέλεσμα αυτού, ήταν να μείνουμε όλοι μπακούρια όπως ήταν λογικό, ενώ το μόνο που κερδίσαμε από την όλη φάση ήταν να μας κυνηγάει ο κύριος Παναγιώτης στην Τιμίου Σταυρού στις 3:30 το χάραμα.
3. Ήμουνα ένα ταξί χωρίς ταξίμετρο.
Αυτό που θα πω δεν έχει μεγάλη διαφορά με σήμερα, καθώς ακόμα και 4 χρόνια μετά, ακούω πολλές φορές την ατάκα “Σπύρο σου κολλάω βενζίνη να με πας μέχρι Άλιμο στην Νεφέλη”. Η διαφορά με τότε φυσικά, ήταν ότι είδα τα έσοδα μου να εκτοξεύονται σε χρόνο dt, με αποτέλεσμα, να γίνει σχεδόν επάγγελμα. Έτσι το ροζ ταξάκι μας, είχε γίνει μια αρκετά κερδοφόρα επιχείρηση η οποία απέφερε κέρδη σημαντικά για την τότε ηλικία, ενώ μη μπορώντας να κουβαλήσω μόνος μου την “εταιρεία”, είχα βάλει άνθρωπο να κλείνει και τις κούρσες. Στην σήμερον ημέρα, δεν πάνε τόσο καλά οι δουλειές, καθώς γυρνάμε τον κόσμο σπίτι του οικειοθελώς από τα πάρτι, με την μόνη πληρωμή να είναι κάνα ευχαριστώ, λες και για να παω κόσμο ανάμεσα από Θρακομακεδόνες και Βαρυμπόμπη το κάνω για την ψυχή της μάνας μου.
4. ‘Εμαθα απ’ έξω τα στενά της περιοχής μου.
Όχι δεν έκανα παράξενες δουλειές για να τα μάθω απ’ έξω, ούτε στόκαρα κόσμο. Απλά φοβόμουν μην πετύχω περιπολικό σε κεντρικό δρόμο και είχα μπλεξίματα, ενώ ταυτόχρονα έψαχνα κανέναν φίλο να έχει θείο στην τροχαία για παν ενδεχόμενο, αλλά τζίφος, μόνο θείο στο σινεμά είχαν οι φίλοι μου και παίρναμε δωρεάν Pop Corn. Έτσι λοιπόν, η φάση μου ήταν λες και είχα ποδήλατο, καθώς πολύ σπάνια πέρναγα από κεντρικό δρόμο, με τον φόβο της κλήσης, ενώ αν πετυχαίναμε κανένα όχημα της ασφάλειας στον δρόμο, απλά μας έλουζε κρύος ιδρώτας.
5. Ήμουνα ότι πιο κωλόφαρδο υπήρξε.
Ας μιλήσουμε λίγο σοβαρά. Μπορεί να τα είπα με χιούμορ τα παραπάνω, αλλά ορισμένα πράγματα δεν είναι πλάκα. Δεν προτείνω σε κανέναν να κάνει την μαλακία που με έδερνε στο κεφάλι ότι έκανα στα 18 μου. Και όχι δεν εννοώ να φορτώσει ένα PlayStation στην κάρτα της μάνας του, αλλά να οδηγήσει χωρίς να έχει ιδέα από τιμόνι. Θεωρώ τον εαυτό μου τέρμα κωλόφαρδο που δεν τράκαρα ή δεν με έπιασαν, καθώς και στις 2 περιπτώσεις, δεν θα ήταν καλά τα πράγματα. Προσοχή με το τιμόνι μάγκες.
(Μου λείπει το ροζ αμαξάκι μου)