Όπως έχεις καταλάβει, το τελευταίο διάστημα έχουμε ανοίξει το κουτάκι με τις μαλακίες τις αναμνήσεις. Τότε, που τα γράφαμε όλα στο καλάθι με τα παιχνίδια μας, σαν σωστοί ενοχλητικοί πιτσιρικάδες. Εκεί μέσα, δεν γινόταν να μην βρεις και Χελωνονιντζάκια. Αν έλειπαν, κάτι πολύ λάθος είχε πάει με την παιδική σου ηλικία, καθώς κάθε κωλοπαίδι που σέβεται τον εαυτό του γούσταρε μεταλλαγμένες χελώνες, που ζούσαν στον υπόνομο. Βλέπεις, είχαν ονόματα ζωγράφων της αναγέννησης (Ραφαέλο, Ντονατέλο, Λεονάρντο, Μικελάντζελο), τρεφόντουσαν μόνο με πίτσες κι είχαν δάσκαλο νίντζα ένα ανθρωπόμορφο παππού αρουραίο που τον λέγανε Σπλίντερ!

Μέχρι να φτάσουν βέβαια στο παιχνιδοκάλαθο του μικρού Σπύρου, έπρεπε να συναντηθούν ο Kevin Eastman με τον Peter Laird, αρχικά για να μοιραστούν την καψούρα που είχαν με τα κόμιξ. Έπειτα, ξεκίνησαν να σκιτσάρουν ένα τίγκα σκοτεινό κόμικ, με πρωταγωνιστές χελώνες που ζουν στους υπονόμους. Όπως ήταν λογικό, οι κομιξάδες το αγάπησαν και σόλνταραν σαν τρελοί τις εκδόσεις τους, περιμένοντας με αγωνία και λαχτάρα το επόμενο περιοδικάκι. Το όγδοο τεύχος τους, έφτασε να πουλά 135 χιλιάδες αντίτυπα, για να καταλάβεις το μέγεθος της επιτυχίας τους. Κάπου εκεί, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980 ο Mark Freedman πλεύρισε τους φίλους μας, ζητώντας τα δικαιώματα του κόμιξ, γιατί είχε ψυλλιαστεί πως θα κάνανε τρελό ντόρο στην αγορά των παιχνιδιών, που τότε ήταν υπέρ-κερδοφόρα.

Αφού έφαγε πόρτες από Mattel, Hasbro και άλλους παιχνιδοκολοσσούς, βρήκε την Playmates Toys, η οποία μέχρι τότε έβγαζε κούκλες, αυτές τις σατανιάρικες, σαν την Annabelle, πριν αρχίσει να ξεπαστρεύει κόσμο. Βέβαια, δεν γίνεται να πουλήσεις παιχνίδι, χωρίς τηλεόραση γιατί τα παιδάκια με το ζόρι διαβάζουν παπιοκόμιξ, πόσο μάλλον ένα σκοτεινό underground comic series. Αν δεν δουν, δεν θα εθιστούν κι ούτε θα πρήξουν τους γονείς, να τους αγοράσουν τους αγαπημένους τους ήρωες.

Έτσι λοιπόν, το 1987 σκάνε μύτη πρώτα στις τηλεοράσεις και μετά στα παιχνιδάδικα, τα Χελωνονιντζάκια! Ο χαμός που γίνεται, ξεπερνά κάθε προσδοκία και γρήγορα σκαρφαλώνουν από τους υπονόμους, στην κορυφή των ευπώλητων. Η ταινία που κυκλοφορεί το 1990, μας αφήνει χαζούς με τον ρεαλισμό της. Τα παιδιά κι οι πιο μεγάλοι τη λατρεύουν και τη μετατρέπουν σε μια από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες, της ανεξάρτητης αμερικανικής παραγωγής.

Κάπως έτσι, ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ, ο πατέρας μου θα μου φέρει όχι μία, ούτε δύο αλλά 4 μεταλλαγμένες χελώνες με αρθρώσεις να κινούνται κι όλα τους τα όπλα! Ο αχώνευτος ο Κωστάκης δεν ήταν πια το μοναδικό παιδί στην γειτονιά που τους είχε όλους κι ο πατέρας μου, έγινε πάλι ο καλύτερος πατέρας της γειτονιάς αρχικά κι έπειτα του κόσμου. Το τι ξύλο ρίχνανε στα GI Joe μου δε λέγεται τα άτιμα. 4 φουστάνια της γιαγιάς μου, θυμάμαι είχα χαλάσει από το τράβα, τράβα για να μου πάρει και το φορτηγάκι τους κι όταν μου το πήρε δεν κοιμήθηκα 2 βράδια, για να το χορτάσω!

Το ίδιο προφανώς συνέβαινε με όλα τα παιδάκια της γειτονιάς. Άλλωστε τι παραπάνω, ψάχνει ένας μπόμπιρας από ένα αγενές καρτούν, που κάνει μπαμ ότι δεν είναι μόνο για παιδιά; Έχει σατανικούς μυώδεις κακούς (ποτέ θα βγάλεις τη μάσκα σου ρε Σρέντερ;), έχει την αφεντιά του Σπλίντερ που θέλει 5 Μιγιάγκι για να τον κάνουν καλά και 4 χελώνες με διαφορετικό χαρακτήρα για να διαλέξεις ποια σου ταιριάζει καλύτερα. Βέβαια, εδώ υπάρχει μια αβάντα στο Μικελάντζελο που είναι ο πιο ρέμπελος πάρταλος που γνώρισε το καρτουνίστικο γυαλί, μοιράζοντας αγνό καφριιλίκι και πιτσοιστορίες!

Κάπου εδώ, να κάνουμε μια παρένθεση και να ομολογήσουμε την καψούρα μας για την Έιπριλ Ο’ Νιλ. Εν συνεχεία, ας χειροκροτήσουμε τον σκηνοθέτη της ταινίας που βγήκε το 2014 κι έβαλε πρωταγωνίστρια την Μέγκαν Φοξ και του συγχωρούμε πως κατά τα άλλα ήταν μάπα και δεν βλεπότανε, με τις χελώνες να μοιάζουν σαν να έχουν πάρει ληγμένα αναβολικά. Ευτυχώς, τα Χελωνονιντζάκια είναι ακόμη εδώ και δεν τα συμπαρέσυρε η λαίλαπα του ίντερνετ. Το Nickelodeon αγόρασε όλα τα δικαιώματα τους και τα κράτησε ζωντανά, τόσο τηλεοπτικά όσα και στα καταστήματα παιχνιδιών. Σίγουρα υιοθέτησαν μια πιο φλώρικη version τους, για να μην φρικάρουν το κοινό τους, αλλά όσο ο Μικελάντζελο παραγγέλνει ακόμη πίτσες, υπάρχει ελπίδα.

Ας φωνάξουμε τώρα, όλοι μαζί “Cowabunga”! Τι γιατί; Γιατί, έτσι!