Ένας Ιρλανδός ανάμεσα σε Ιταλούς. Ένας Ιρλανδός πλάι στο μεγάλο εργατοπατέρα των αμερικάνικων ’60s. Ένας Ιρλανδός που σημάδεψε την (πραγματική) ιστορία της σύγχρονης Αμερικής. Και κανείς δεν είχε ιδέα…

Πώς γίνεται κανείς εκτελεστής στη Μαφία; Λοιπόν, κοίτα: όλα αρχίζουν μ’ ένα φορτηγό, μερικές μπριζόλες κι ένα δικηγόρο (παντού τους βρίσκεις χωμένους!). Πρώτα οδηγείς το φορτηγό με τις μπριζόλες. Μετά κάνεις μυστικές δουλειές μ’ έναν τύπο που γουστάρει τις μπριζόλες σου. Έπειτα η εταιρία παίρνει χαμπάρι ότι της κλέβεις το φορτίο, κι εσύ πας στο δικηγόρο. Κι αρνείσαι να “καρφώσεις”. Κέρδισες! Θα γνωρίσεις το Ράσελ Μπαφαλίνο – αξιοσέβαστο μέλος της μαφίας στη Φιλαδέλφια. Κι αυτός θα σε γνωρίσει στον Τζίμι Χόφα – σούπερ σταρ του μεταπολεμικού συνδικαλισμού. Και για τους δυο, θα είσαι πια “οικογένεια”. Το μόνο που θα χρειαστεί να κάνεις;

Να ‘σαι πιστός, να ‘σαι αδελφός, και πότε-πότε να “βάφεις κανέναν τοίχο” (με τα μυαλά των αντιπάλων)!

Τουλάχιστον για τον “Ιρλανδό” Φρανκ Σίραν, κάπως έτσι πήγαν τα πράγματα. Κι αυτή η “σειρά” των πραγμάτων, έφερε πτώματα, εκρήξεις, εσωτερικές συγκρούσεις, μπόλικα όπλα στο βυθό της θάλασσας, έδωσε δηλαδή την ευκαιρία στον 77χρονο Σκορτσέζε για μια ταινία που ίσως είναι… η ταινία της ζωής του!

Ξέρω ότι ακούγεται υπερβολικό, ο Σκορτσέζε έχει πίσω του φιλμογραφία που δεν σ’ αφήνει να ξεστομίζεις εύκολα τέτοια πράγματα. Απ’ τους “Κακόφημους Δρόμους” και τα “Καλά Παιδιά” ως τις “Συμμορίες της Νέας Υόρκης” και τον “Πληροφοριοδότη”, ήδη η γκανκστερική συλλογή του “μπαμπά της μαφίας” είναι τέτοια που ανεβάζει πολύ ψηλά τον πήχη. Κι αν βγάλεις δηλαδή τους γκάνκστερ απ’ την πόρτα, κι επιτρέψεις την είσοδο σε “Ταξιτζήδες”, “Πειρασμούς” και “Οργισμένα Είδωλα”, ο πήχης θέλει αεροπλάνο πια για να τον περάσεις. Ο Σκορτσέζε ωστόσο, έβαλε έναν “Ιρλανδό” στο αεροπλάνο και ίσως πέρασε τον θεόρατο δικό του πήχη…

…με πτήση τρισήμισι ωρών, που κράτησε 50 χρόνια!

Το Netflix του έδωσε πλήρη δημιουργική ελευθερία, κι εκείνος πήρε το χρόνο του. Δεν φοβήθηκε τη μεγάλη διάρκεια, κι εκείνη του επέτρεψε ν’ απλώσει σε 200 περίπου λεπτά καθαρής ταινίας, την ιστορία της υπόκοσμης (και όχι μόνο) μεταπολεμικής Αμερικής. Και να το κάνει μάλιστα, μ’ όλη τη μαεστρία και την άνεση του σπουδαίου βετεράνου, που ξέρει ότι καταπιάνεται με το φινάλε (;) μιας τεράστιας καριέρας!

Ο αφηγηματικός ρυθμός αποφεύγει απολαυστικά την ακαδημαϊκή σοβαροφάνεια και το βάρος που “επιβάλλει” το θέμα, μα καταφέρνει ταυτόχρονα να μην εκτροχιαστεί σ’ έναν ποπ χαντάκι βίας και μαφιόζικης φαντασμαγορίας. Άλλωστε, στον “Ιρλανδό” η βία δεν αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία. Ο Σκορτσέζε δεν τη χρησιμοποιεί για να δημιουργήσει μια ένοχη απόλαυση όπως στα “Καλά Παιδιά”, ούτε για να ζωγραφίσει πάνω της γκραβούρες υψηλής αισθητικής όπως στις “Συμμορίες”. Εδώ η βία απλώς… υπάρχει. Κυνικά μα όχι σπουδαία, κι αυτό αντικατοπτρίζει τα χαρακτηριστικά του εκτελεστή της: ο Φρανκ ξέρει τα εγκλήματά του, βλέπει τ’ αποτελέσματά τους, ζητάει συγχώρεση γι’ αυτά, μα… μα δεν πιστεύει στ’ αλήθεια πως έκανε κάτι κακό! Δέχεται μονάχα τις επιπτώσεις των πράξεών του, είτε αποθώντας, είτε αγνοώντας στ’ αλήθεια την ευθύνη του. “Έτσι γίνονται τα πράγματα…”

Όμως ο “Ιρλανδός” δεν εξαντλείται στον κεντρικό του ήρωα. Ούτε καν στον κόσμο της Μαφίας και μόνο. Ο Σκορτσέζε μέσα απ’ το φιλμ του ξαναγράφει την πορεία της σύγχρονης Αμερικής, κοιτώντας με μοναδική νηφαλιότητα και την ικανότητα της εμπειρίας, το πίσω μέρος: τις κλωστές και τις συνδέσεις που δημιουργούν το “όμορφο” κέντημα της πρόσοψης (που ‘λεγε κι ο Σοπενάουερ). Τ’ αδέλφια Κένεντι, ο Κόλπος των Χοίρων, η επίδραση του υποκόσμου στην εξέλιξη του κράτους. Αυτή τη φορά δεν υπάρχει η “κουρτίνα” του φανταστικού ή του άγνωστου. Αυτή τη φορά είναι πραγματικός υπόκοσμος, κι είναι άνθρωποι που βρέθηκαν “στα φώτα” – είναι η πραγματική κι η υψηλόβαθμη Αμερική που έκανε “μπίζνες”. Και είναι όλα τούτα γυρισμένα με…

…τα καλύτερα υλικά της κινηματογραφικής της ιστορίας!

Ένα βιβλίο μ’ όλες τις λεπτομέρειες για την πραγματική δράση του “Ιρλανδού”. Ένα σενάριο που θα ‘ναι τεράστια έκπληξη να μην πάρει το Όσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου. Μα πάνω απ’ όλα, τρεις πρωταγωνιστές – οι μόνοι κατάλληλοι για το είδος, το ύφος, και το ύψος αυτών των περιστάσεων. Απ’ τη μια, ο Τζο Πέσι. Πάντα εκεί όταν τον χρειάζεται ο Σκορτσέζε, μα ποτέ ξανά έτσι. Ένας αποστομωτικός Ράσελ Μπαφαλίνο, βαθύς, στιβαρός, λιγομίλητος, επιβλητικός, με τρομερή αίσθηση του μέτρου. Απ’ την άλλη, ο Πατσίνο. Στην πρώτη (και μάλλον τη μοναδική) συνεργασία του με το σκηνοθέτη, ο ζωντανός θρύλος του κινηματογράφου βρίσκει στον Τζίμι Χόφα την πληθωρική, ενεργητική περσόνα που χρειάζεται για να προσφέρει μία ακόμα ερμηνεία… απ’ τις δικές του! Κι ωστόσο, σοφά ο Σκορτσέζε δεν αφήνει τον Πατσίνο να υπερβεί το ρόλο. Δεν επιτρέπει στο ερμηνευτικό ταλέντο και τη βιρτουοζιτέ του ηθοποιού να κυριαρχήσει ξεπερνώντας το χαρακτήρα. Πιο απλά: Δεν βλέπεις έναν ακόμα Πατσίνο στον “Ιρλανδό”. Βλέπεις έναν “πατσινικό” μεν, αλλά στο αυστηρό μέτρο του σκηνοθέτη, Τζίμι Χόφα! Κι αυτό σε κάνει να μελαγχολείς, στη σκέψη του πόσο όμορφα πράγματα θα έκαναν οι δυο τους, αν είχαν συναντηθεί νωρίτερα…

Τέλος, (ποιος άλλος;) ο Ντε Νίρο. Ο μεγάλος πρωταγωνιστής της φιλμογραφίας του Σκορτσέζε, είναι εδώ, σ’ αυτό τον μεγαλειώδη επίλογο, για να προσφέρει μια μεγαλειώδη ερμηνεία. Όχι μεγαλόπρεπη, αφού η ίδια η ταινία αποφεύγει τέτοια κλισέ. Κι ωστόσο σπουδαία, λιτή, ουσιαστική, ταυτόχρονα σκληρή μα συνεσταλμένη, ανοιχτό βιβλίο μα κι εντελώς ανεξιχνίαστη. Ναι, ο “Ιρλανδός” του Ντε Νίρο, με λιγότερη φασαρία και μ’ ανάλφρο κυνισμό, βρίσκει τη θέση του πλάι στον Τζέικ Λα Μότα, πλάι στον Τράβις Μπιγκλ, στο Βίτο Κορλεόνε, και τους υπόλοιπους σπουδαίους ρόλους της πιο μεγάλης, ίσως, καριέρας του Χόλιγουντ. Και το “τηλεφώνημά” του, ανάμεσα στις πιο χαρακτηριστικές αποδείξεις ερμηνευτικής ικανότητας, στα χρονικά της τέχνης που λέμε κινηματογράφο…