Τα πρώτα θέατρα του χειμώνα, περπατάνε γρήγορα, με ρούχα που μόλις πέσει το πρώτο σκοτάδι μοιάζουν εντελώς ακατάλληλα να υποδεχθούν τις πρώτες σαν καρφίτσες σταγόνες του ουρανού που ρυτιδιάζει πάνω από τα κεφάλια μας. Η βροχή δυναμώνει και κυκλώνει τα υφασμάτινα ανοιξιάτικα παπούτσια, με την πρώτη βροντή κάνει τον κρότο τους τέλους και της αρχής. Στα πρώτα θέατρα του χειμώνα, φτάνεις αργοπορημένος, βολεύεσαι άγαρμπα στο κάθισμα, δίνεις ένα βιαστικό φιλί και τα φώτα χαμηλώνουν…
Την Τετάρτη το βράδυ, στο Θέατρο το Τρένο στο Ρουφ, υπάρχει ένα πτώμα που το χιόνι δεν καλύπτει το αίμα του. Ανάμεσα σε σπασμένα πλακάκια και λεκάνες, κάτω από λερωμένους τοίχους, μια μάνα προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα πως γέννησε ένα παιδί που δεν ζει πια, εγκλωβισμένη στα “μαγκωμένα” παράθυρα της ψυχής της, που ανοιγοκλείνουν στο πέρασμα ενός σαρωτικού ανέμου που θρηνεί τις απώλειες.
Το βαγόνι μυρίζει πορτοκάλι που “μπαίνει” στην εποχή του, και τον καπνό ενός κεριού που σβήνει. Το κίτρινο φως μοιάζει με ίκτερο απόγνωσης, φανερώνοντας λάμψεις δακρύων και φόβου. Εκείνος ο φόβος της αποδοχής που δεν βιώθηκε, μετατρέποντας τις ψυχές των ανθρώπων σε μικρά εκθέματα μουσείου που φοντάρουν σε καλογυαλισμένα φλιτζανάκια της μαμάς, που δεν κατάφεραν ποτέ να θρυμματιστούν.
Η αίσθηση εγκλεισμού, σε έναν χώρο γεμάτο παιδικές ζωγραφιές, μεταξωτά ασιδέρωτα πουκάμισα και φθαρμένα έπιπλα, μετατρέπει το ανοίκειο σε οικείο και αντίστροφα. Η Anita, καλείται να “παλέψει” μέχρι το ξημέρωμα με το αγόρι που παρακολουθεί το σπίτι της καιρό, να έρθει αντιμέτωπη με το δικαίωμα στην επιλογή, την κατάχρηση της απόρριψης, το θάρρος στο ευθύ βλέμμα.
Το αγόρι εκείνης της νύχτας φέρει ένα μυστικό, μα πάνω απ’ όλα έναν ακατέργαστο πόνο, που θεριεύει στο άκουσμα της σιωπής. Ζητάει να μάθει και τελικά κανείς δεν μπορεί να μη δει πλέον την αλήθεια. Τα κάτοπτρα των οικογενειών που μεγαλώνουν μέσα σε σπίτια δήθεν με απόλυτη ηρεμία και τρυφερότητα, διαπερνιούνται από πέτρες της πραγματικότητας και σπάνε. Ο “τι θα πει ο κόσμος”, ο αιώνιος εχθρός της προσωπικής επιθυμίας, καλείται να βρει αντίπαλο σε αυτήν την παράσταση, καλείται να αναγνωρίσει ένα θύμα του.
Η παραλυτική βία που ασκεί ο καθωσπρεπισμός στην ευαλωτότητα, γεννά έναν απρόσωπο ρατσισμό που τριγυρίζει μεθυσμένος στα προάστια του κόσμου, μολύνοντας όσους δεν του μοιάζουν, θρέφοντας μια αρρωστιάρικη ομοιογένεια που μας σαπίζει.
Η Μαρία Ζορμπά και ο Κωνσταντίνος Τσονόπουλος, ερμηνεύουν συγκινητικά τη διαδρομή με προορισμό τη λύτρωση της επαφής. Εκεί που οι άνθρωποι στάζουν αγάπη πάνω στο μίσος κεντώντας πέπλα φροντίδας και τρυφερότητας, κληρονομιά σε έναν λιγότερο τραυματισμένο κόσμο.
Ο σπαραγμός του τέλους, μετενσαρκώνεται σε εκείνη την αγκαλιά που το δακρυσμένο πρόσωπο ακουμπά το στήθος που χαροπαλεύει στα συναισθήματα του γεννώντας την απρόσμενη ελπίδα, την πεποίθηση ότι αν έχουμε μια ευκαιρία τη χρωστάμε στο “μαζί”.
Βγαίνοντας από το βαγόνι του Θεάτρου, η πόλη κρυώνει. Και ενώ προσπαθείς να σουλουπωθείς βολεύοντας τα χέρια μέσα στα μανίκια σου, κάποιος ακουμπάει το παλτό του πάνω σου χαμογελώντας, γράφοντας την τελευταία πράξη του έργου, αποδεικνύοντας ότι το καλοκαίρι είναι στο “μαζί” και κανείς δεν μπορεί να μας το πάρει.