Λίγο ο καιρός με το κωλόβροχο, λίγο ότι τα κόκαλα μας κάθε πρωί μας πεθαίνουν από την υγρασία, λίγο το ότι εκεί γύρω στα μάτια, ξεπροβάλλουν κάτι ρυτιδούλες, μας έχει πιάσει μια νοσταλγία για τα παλιά. Πριν ξεκινήσεις το μπαρμπαδοδούλεμα, σκέψου πως κάθε γενιά εξιδανικεύει την παιδική της ηλικία και έχει την εντύπωση, πως ρίχνει στα αυτιά στις υπόλοιπες. Αναμασά συχνά λοιπόν, την κλασική μαλακία, που έχεις ακούσει να επαναλαμβάνει συνεχώς, πως έζησε γαμάτα παιδικά χρόνια. Γαμάτα δεν ξέρουμε αν είναι, αλλά είχαν τη φάση τους κι όπως κάθε γενιά είχε και 5-10 σήματα κατατεθέντα (πως τα γράφουμε έτσι οι λόγιοι). Το Walkman, ήταν ένα από αυτά κι όποιος έβαζε μολύβι στην κασέτα, για να ξεμπλέξει τη μαγνητική ταινία, που την είχε φάει το κασετόφωνο, θα νιώσει μαζί μας.

Υπήρχε μια εποχή που λες, που όλος ο κόσμος άκουγε μουσικούλα σε κασέτες κι η Λαμία είχε 14 κασετάδικα. Κάθε σπίτι κι αυτοκίνητο, που σεβόταν τον εαυτό του και δεν σεβόταν τους γείτονες, είχε και ένα τουρμπάτο στερεοφωνικό, ζώντας το αληθινά. Επειδή στην Ελλάδα βρισκόμαστε ωστόσο, που η μουσική μας παιδεία σκυλαδικόμπάζει, όταν η Sony έβγαλε τα πρώτα Walkmans όλοι φωνάξαμε ωσαννά!

Σκέψου τώρα, να είσαι τσιπιρίκος και να μπορείς να ακούς τα τραγούδια και τους καλλιτέχνες που γουστάρεις, όπου τους τραβάει η όρεξή σου. Αντύπα και Νέο Κύμα ο πατέρας σου στο αμάξι; Στα τέτοια σου εσύ, παίζει Metallica στα ακουστικά σου. Περπινιάδη και Ζαφείρη Μελά ο οδηγός στα Κτελ; Prodigy εσύ μέχρι να σβήσει ο ήλιος. Παιδικά χαζοτράγουδα να καίνε τα εγκεφαλικά σου κύτταρα στα παιχνιδομάγαζα; Deftones εσύ, γιατί δεν είσαι φλώρος. Κάπως έτσι λοιπόν, ο έρωτας μας, με την κασετούλα τραβούσε την ανηφόρα. Βλέπεις, δεν μας κράταγε ποτέ κακία και μας άφηνε να γράφουμε και να ξεγράφουμε όσες φορές κι αν θέλαμε. Έτσι, ανάλογα με την φάση στην τριπλογραμμένη 1η της πλευρά, μεσά από τα σολίδια των Iron Maiden, έπεφτε λίγο Πυξ Λαξ (μικροί ήμασταν, δεν ξέραμε) κι ένα σκρατσάρισμα Bomfunk MC’s σε διάστημα 5 δευτερολέπτων.

Ο τιμημένος ο τετρακάναλος ήχος είχε και μια ερωτική διάσταση, ωστόσο. Όλες οι ανομολόγητες πράξεις αγάπης των καψουράκηδων, κρύβονταν σε κασετούλες 45, 60 ή 90 λεπτών που σπλιτάρανε τη διάρκειά τους σε δύο πλευρές. Έτσι λοιπόν το ύψιστο λιμοκοντόρικο δώρο που μπορούσες να κάνεις στο πρόσωπο ήταν το ντουβρουντζό-mixtape! Υπήρχαν δε και κάτι ωραίες μόντες με τα μαγνητόφωνα, που ανάμεσα στα τραγούδια πέταγες κι ένα, δυο στιχάκια, σαν επίδοξος Πλίατσικας. Η κασετούλα στόμα, είχε και μιλιά δεν είχε η άμοιρη και δεχόταν αδιαμαρτύρητα κάθε σου καλλιτεχνική ανησυχία. Όσο σκάλιζες λοιπόν ανεπιτυχώς τα σήματα συγκροτημάτων και ασελγούσες στα εξώφυλλα, εκείνη οργάνωνε την εκδίκηση της. Μια λέξη θα σου πω και κράτα τη φυλαχτό. Listening ή αλλιώς ο εφιάλτης της μάνας σου, που είχε όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό να σε δει να παίρνεις το ρημάδι το Lower. Την πλήρωνες που λες ακριβότερα και από εκείνο το 4τομο λεξικό κι έπρεπε να ξεβουλώσεις τα αυτιά σου για να ακούσεις έναν Ιρλανδό να μιμείται τον Peter Sellers στο “Party” και να πιάσεις 65% για να πάρεις το γαμωπτυχίο!

Τώρα θα φτύσεις όλες τις λάθος νότες της μάνας σου που ηχογράφησες στην κορδέλα μου, κωλοπαίδι, να αποκοιμηθούν ήσυχες οι κασέτες της γης ετούτης. Κι ενώ είχες βιαστεί να τις θάψεις στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, σαν ένα τεχνολογικό απολίθωμα που το κατουράει το mp3 player και το νέο σου smartphone, αυτή νεκραναστήθηκε σαν το βινύλιο. Ήρθε πάλι για να σου υπενθυμίσει, ότι δεν θα σκοτώσεις ποτέ τις αναμνήσεις μας (κι ότι το “Ten” των Pearl Jam είναι υπέρ-δίσκαρος), κουφάλα developer εσύ κι ο κώδικας σου. 

Ξεσκόνισε λοιπόν, τα κουτιά από το υπόγειο και ρούφα μια τζούρα νοσταλγία. Κι αν βρεις εκείνη την κασετούλα, που είχες γράψει στην Αγγελικούλα να μας θυμηθείς και να μας ευχαριστήσεις.